Κατά την προγραμματισμένη σύνοδό του την Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα ανοίξει τα χαρτιά του αναφορικά με τη νομισματική πολιτική.
Και -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- θα ανεβάσει τα επιτόκια του ευρώ κατά επιπλέον 50 μονάδες βάσης, στην πέμπτη κατά σειρά αύξηση από το καλοκαίρι του 2022, όταν άλλαξε ρότα στη νομισματική της πολιτική.
Συνολικά, εφόσον επαληθευθεί η πρόβλεψη αυτή, τα επιτόκια του ευρώ θα έχουν ανέβει συνολικά κατά 300 μονάδες βάσης, στο μεγαλύτερο μπαράζ ανόδου των τελευταίων ετών.
Το μεγάλο στοίχημα όμως δεν είναι η αύξηση της Πέμπτης, η οποία λίγο έως πολύ θεωρείται δεδομένη, αλλά το τι σκοπεύει να πράξει η ΕΚΤ στη συνέχεια. Αν δηλαδή θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο ή αν θα «πατήσει φρένο», περιμένοντας να δει την πορεία του πληθωρισμού και το ρυθμό αποκλιμάκωσής του.
Η ίδια πάντως η Κριστίν Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι προτίθεται να παραμείνει στη «σκληρή γραμμή» και να συνεχίσει τις αυξήσει και την Άνοιξη του 2023.
«Ο πληθωρισμός από κάθε άποψη, από όποια πλευρά κι αν τον δεις, είναι πολύ υψηλός»
τόνισε πρόσφατα η κυρία Λαγκάρντ, μιλώντας σε πάνελ του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει «όλα τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε» για να επαναφέρει «εγκαίρως» τον πληθωρισμό στο στόχο του 2%, που αποτελεί και στόχο της τράπεζας.
Και αυτό, μολονότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός κατέγραψε σαφή αποκλιμάκωση στην Ευρωζώνη, καθώς διαμορφώθηκε στο 9,2% το Δεκέμβριο του 2022 έναντι 10,1% ένα μήνα νωρίτερα.
Παρόμοια είναι τα μηνύματα και από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, καθώς ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον δήλωσε -επίσης από το Νταβός- ότι τα επιτόκια του δολαρίου θα μπορούσαν να πάνε υψηλότερα από αυτά που προβλέπει επί του παρόντος η Federal Reserve, καθώς υπάρχει ακόμα «πολύς υποκείμενος πληθωρισμός».
«Πιστεύω πραγματικά ότι τα επιτόκια πιθανότατα θα ανέβουν υψηλότερα από 5% … επειδή νομίζω ότι υπάρχει ακόμα υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος δεν θα εξαφανιστεί τόσο γρήγορα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον κόστος για τους δανειολήπτες
Σε κάθε περίπτωση, η προαναγγελθείσα αύξηση των επιτοκίων έχει ήδη συνέπειες σε εκατομμύρια δανειολήπτες, καθώς η διατραπεζική αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει τα νέα επίπεδα. Ενδεικτικό είναι ότι το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 3μήνου διαμορφώνεται στο 2,468%, έχοντας ουσιαστικά προεξοφλήσει την πρώτη αύξηση του νέου έτους.
Αντίστοιχα, αυτό του 6μήνου ανέρχεται σε 2,922%, προεξοφλώντας μια ακόμη αύξηση της τάξης των 50 μονάδων βάσης εντός του επόμενου εξαμήνου. Τέλος, το Euribor 12μήνου διαμορφώνεται σήμερα στο 3,352%, προβλέποντας ουσιαστικά ότι έπονται τουλάχιστον δύο ακόμα αυξήσεις -πέραν αυτής του Φεβρουαρίου- εντός του 2023.
Σε απόλυτες τιμές, για τους δανειολήπτες, αυτό σημαίνει ότι το επιπλέον κόστος για ένα στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο μπορεί να ανέλθει ακόμη και στο αντίστοιχο των δύο επιπλέον δόσεων.
Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο, ήδη μέχρι σήμερα η επιβάρυνση σε σχέση με το καλοκαίρι του 2022, όταν ξεκίνησε το ντόμινο ανόδου είναι της τάξης των 100 με 150 ευρώ ανά μήνα, ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια. Ενώ, αν τελικά η ΕΚΤ προχωρήσει όντως στις νέες αυξήσεις, το επιπλέον κόστος μπορεί να ξεπεράσει και τα 200 ευρώ ανά μήνα ή συνολικά τα 2.400 ευρώ σε ετήσια βάση.
Αντίστοιχα, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το συνολικό κόστος δανεισμού ξεκινά πλέον από το 5%-5,5% και δεν αποκλείεται να ξεπεράσει το 6% μέσα στη χρονιά, αλλάζοντας τα δεδομένα τόσο ως προς την εξυπηρέτηση των δανείων όσο και σε σχέση με τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους πλάνων.
Μάλιστα, ακριβώς αυτή η αλλαγή έχει στρέψει μαζικά επιχειρήσεις στις χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που επιβαρύνονται με σαφώς χαμηλότερο επιτόκια.