Η Κέλλυ Αν Μπέιτς ήταν μια Αγγλίδα έφηβη που δολοφονήθηκε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας σε ηλικία 17 ετών από τον 48χρονο Τζέιμς Πάτερσον Σμιθ.
Βασανίστηκε από αυτόν για μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων – μεταξύ άλλων, της έβγαλε τα μάτια από τις κόγχες τους μέχρι και τρεις εβδομάδες πριν από το θάνατό της, πριν την πνίξει σε μια μπανιέρα.
Επικεφαλής της έρευνας για τη δολοφονία ήταν ο ντετέκτιβ αρχιφύλακας, Joseph Monaghan, της αστυνομίας του Μάντσεστερ, ο οποίος δήλωσε: «Είμαι στην αστυνομία εδώ και 15 χρόνια και δεν έχω δει ποτέ μια τόσο φρικτή υπόθεση όσο αυτή».
Ο William Lawler, ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα της Μπέιτς, περιέγραψε τα τραύματά της ως τα χειρότερα που είχε δει σε θύμα δολοφονίας.
Ο Σμιθ, ο οποίος είχε ιστορικό βίας και βασανιστηρίων εναντίον πρώην σεξουαλικών συντρόφων του, αρνήθηκε τη δολοφονία της Μπέιτς, αλλά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Το χρονικό της βίας
Ο Τζέημς Σμιθ ήταν άνεργος, διαζευγμένος και ζούσε στην περιοχή Gorton του Μάντσεστερ.
Περιγραφόταν από γνωστούς ως «σπιτόγατος» και «περιποιημένος», ήταν αυστηρός και μη καπνιστής.
Ο γάμος του είχε τερματιστεί μετά από δέκα χρόνια, επειδή ήταν βίαιος απέναντι στη σύζυγό του. Η επόμενη σχέση του ήταν με την 20χρονη Τίνα Γουάτσον, την οποία «χρησιμοποιούσε ως σάκο του μποξ» για δύο ολόκληρα χρόνια, υποβάλλοντάς την μάλιστα σε σκληρούς ξυλοδαρμούς, ενώ ήταν έγκυος στο παιδί του:
«Στην αρχή, ήταν που και που, ένα μικρό χτύπημα. Αλλά στο τέλος ήταν κάθε μέρα. Με χτυπούσε στο πρόσωπο ή με χτυπούσε στο κεφάλι με ένα τασάκι. Με κλωτσούσε στα πόδια ή ανάμεσα στα πόδια».
Η Γουάτσον κατάφερε να ξεφύγει από τη σχέση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Σμιθ είχε επίσης προσπαθήσει να την πνίξει την ώρα που έκανε μπάνιο.
Όταν η σχέση αυτή έληξε, ο Σμιθ άρχισε στη συνέχεια να βλέπει τη 15χρονη Γουέντι Μότερσχεντ, την οποία επίσης κακοποιούσε. Σε μια επίθεση, κράτησε το κεφάλι της κάτω από το νερό στο νεροχύτη της κουζίνας, σε μια προσπάθεια να την πνίξει.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Σμιθ άρχισε να βλέπει την Κέλλυ Μπέιτς όταν αυτή ήταν 14 ετών, αφού τη γνώρισε ενώ εκείνη πρόσεχε τα παιδιά φίλων της.
Περίπου δύο χρόνια αργότερα, όταν είχε εγκαταλείψει το σχολείο, η Μπέιτς μετακόμισε με τον Σμιθ στο σπίτι του. Έκρυβε τη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους από τους γονείς της, τον Τόμι και τη Μάργκαρετ Μπέιτς.
Η μητέρα της δήλωσε για την πρώτη της συνάντηση με τον Σμιθ, αφού οι δυο τους είχαν αρχίσει να ζουν μαζί: «Μόλις είδα τον Σμιθ σηκώθηκαν οι τρίχες στο σβέρκο μου! Προσπάθησα με κάθε τρόπο να απομακρύνω την Κέλλυ Αν από αυτόν».
Αν και είχε εγκαταλείψει για λίγο τον Σμιθ λόγω των διαφωνιών που είχε μαζί του, επέστρεψε σε εκείνον μετά από μικρό διάστημα. Οι γονείς της παρατήρησαν μώλωπες πάνω της, τους οποίους εκείνη εξήγησε ως αποτελέσματα ατυχημάτων.
Αποτραβήχτηκε όλο και περισσότερο από τους δικούς της και, λίγο αργότερα, παραιτήθηκε από μία δουλειά μερικής απασχόλησης.
Κάποια στιγμή, οι γονείς της έλαβαν κάρτες που υποτίθεται ότι ήταν από εκείνη για την επέτειό τους και για γενέθλια, αλλά σε αυτές είχε γράψει μόνο ο Σμιθ.
Όταν ο αδελφός της Μπέιτς προσπάθησε να τη δει στο σπίτι, ο Σμιθ είπε ότι δεν ήταν εκεί. Όταν όμως ένας ανήσυχος γείτονας την ζήτησε, εμφανίστηκε για λίγο σε ένα παράθυρο του επάνω ορόφου.
Η άγρια δολοφονία
Μία μέρα, ο Σμιθ τηλεφώνησε και ανέφερε στις αρχές ότι σκότωσε κατά λάθος τη φίλη του, κατά τη διάρκεια ενός καυγά, σε μια μπανιέρα, ισχυριζόμενος ότι είχε εισπνεύσει νερό και πέθανε, παρά τις προσπάθειές του να την συνεφέρει.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι συχνά… προσποιούνταν ότι ήταν αναίσθητη.
Η αστυνομία πήγε στη διεύθυνση του Σμιθ και βρήκε το γυμνό σώμα της Μπέιτς σε μια κρεβατοκάμαρα.
Το αίμα της βρέθηκε σε όλο το σπίτι και η νεκροψία αποκάλυψε πάνω από 150 διαφορετικά τραύματα στο σώμα της.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα της ζωής της, την είχαν κρατήσει δεμένη, μερικές φορές δεμένη σε ένα καλοριφέρ ή σε έπιπλα από τα μαλλιά της, άλλες φορές από το λαιμό της χρησιμοποιώντας ένα λουρί.
Βασανιστήρια που προκαλούν τρόμο
Ο William Lawler, ο ιατροδικαστής του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών που εξέτασε το σώμα της, δήλωσε:
– Καψίματα στους γλουτούς και το αριστερό πόδι της.
– Εγκαύματα στο μηρό της, που προκλήθηκαν από την εφαρμογή ενός καυτού σίδερου.
– Ένα σπασμένο χέρι.
– Πολλαπλές μαχαιριές που προκλήθηκαν από μαχαίρια, πιρούνια και ψαλίδια.
– Μαχαιριές στο στόμα της.
– Τραύματα σύνθλιψης και στα δύο χέρια.
– Ακρωτηριασμός των αυτιών, της μύτης, των φρυδιών, του στόματος, των χειλιών και των γεννητικών οργάνων της.
– Πληγές που προκλήθηκαν από φτυάρι και ψαλίδι κλαδέματος.
– Και τα δύο μάτια βγαλμένα.
– Αργότερα μαχαιριές στις κενές κόγχες των ματιών.
– Μερικός αποκεφαλισμός.
Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι τα μάτια της είχαν αφαιρεθεί «όχι λιγότερο από πέντε ημέρες και όχι περισσότερο από τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατό της».
Είχε λιμοκτονήσει, έχοντας χάσει περίπου 20 κιλά σε βάρος, και δεν είχε λάβει νερό για αρκετές ημέρες πριν από τον θάνατό της.
Ο Peter Openshaw, εισαγγελέας στη δίκη του Σμιθ, δήλωσε: «Ήταν σαν να την παραμόρφωσε σκόπιμα, προκαλώντας της τον μεγαλύτερο δυνατό πόνο, αγωνία και εξευτελισμό… Τα τραύματα δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ξαφνικής έκρηξης βίας – πρέπει να προκλήθηκαν επί μακρό χρονικό διάστημα και ήταν τόσο εκτεταμένα και τόσο τρομερά, ώστε ο κατηγορούμενος πρέπει να βασάνιζε σκόπιμα και συστηματικά το κορίτσι».
Η αιτία θανάτου ήταν ο πνιγμός, αμέσως πριν από τον οποίο είχε χτυπηθεί στο κεφάλι με το «τηλέφωνο» του ντους.
Η δίκη – Οι ένορκοι χρειάστηκαν ψυχοθεραπεία
Ο Σμιθ αρνήθηκε τη δολοφονία και ισχυρίστηκε ότι η Μπέιτς «θα με έβαζε στην κόλαση, κοροϊδεύοντάς με».
Ισχυρίστηκε επίσης ότι η Μπέιτς τον χλεύαζε για τη νεκρή μητέρα του και ότι είχε «την κακή συνήθεια να αυτοτραυματίζεται για να φαίνεται χειρότερα για μένα».
Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί τύφλωσε, μαχαίρωσε και χτύπησε την Μπέιτς, είπε ότι εκείνη τον είχε προκαλέσει να το κάνει, ζητώντας του να της κάνει κακό.
Η Gillian Mezey, σύμβουλος ψυχίατρος, είπε στο δικαστήριο ότι ο Σμιθ είχε «σοβαρή παρανοϊκή διαταραχή με νοσηρή ζήλια» και ζούσε σε μια «διαστρεβλωμένη πραγματικότητα».
Οι ένορκοι στο δικαστήριο του Μάντσεστερ χρειάστηκαν μία ώρα για να κρίνουν τον 49χρονο Σμιθ ένοχο για τη δολοφονία της 17χρονης Μπέιτς.
Καταδικάζοντάς τον σε ισόβια κάθειρξη, ο δικαστής Justice Sachs συνέστησε στον Σμιθ να εκτίσει ελάχιστη ποινή 20 ετών: «Αυτή ήταν μια τρομερή υπόθεση – ένας κατάλογος διαφθοράς από ένα ανθρώπινο ον σε ένα άλλο. Είστε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο άτομο. Είσαι ένας κακοποιός γυναικών και σκοπεύω, στο μέτρο που είναι στη δύναμή μου, να μην κάνεις άλλες καταχρήσεις».
Στους ενόρκους προσφέρθηκε επαγγελματική συμβουλευτική για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την οδύνη που προκάλεσε η θέαση των φωτογραφιών με τα τραύματα της Μπέιτς και την «αρρωστημένη βία» της υπόθεσης. Όλα τα μέλη των ενόρκων αποδέχθηκαν την προσφορά αυτή.