Οι «μετριοπαθείς« Ταλιμπάν έχουν ήδη αρχίσει να καταδιώκουν φερόμενους κλέφτες και να τους δένουν σε φορτηγά με τα οποία περιφέρονται στην Καμπούλ, πυροβολούν εναντίον πλήθους που προσπαθεί να διαφύγει προς το αεροδρόμιο που ελέγχεται από τις ΗΠΑ και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν ληστές.
Δημόσια διαπόμπευση φερόμενου κλέφτη αυτοκινήτων - Τον έδεσαν σε φορτηγό και τον έκαναν βόλτες στους δρόμους της Καμπούλ
Ένα άλλο βίντεο δείχνει έναν φερόμενο κλέφτη αυτοκινήτου με το πρόσωπό του καλυμμένο με πίσσα και δεμένο στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, με τα χέρια πίσω από την πλάτη του, με τους περαστικούς να κοιτάζουν έκπληκτοι. Ένας αστυνομικός της τροχαίας στέκεται κοντά στο σημείο και ρυθμίζει την κυκλοφορία, φαινομενικά ατάραχος ή αδύναμος να αποτρέψει την σκληρή απόδοση δικαιοσύνης των Ταλιμπάν.
Άλλα πλάνα δείχνουν μαχητές της ισλαμικής οργάνωσης έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ να χρησιμοποιούν AK-47 και εκτοξευτές ρουκετών και να προχωρούν προς το τρομοκρατημένο πλήθος πυροβολώντας στον αέρα.
Περνούν από σπίτι σε σπίτι και ρωτούν ποιος μένει και τι δουλειά κάνει
Την ίδια ώρα, οι πρώην δημόσιοι υπάλληλοι και εκείνοι που εργάζονται για ξένες χώρες είναι «φυλακισμένοι» στα ίδια τους τα σπίτια και ζουν υπό το φόβο, καθώς οι Ταλιμπάν παρελαύνουν από σπίτι σε σπίτι ανακρίνοντας τον κόσμο σχετικά με την ταυτότητά τους και το επάγγελμά τους. Κάτι για το οποίο μίλησε και η πρώτη γυναίκα δήμαρχος της χώρας, η Ζαρίφα Γκαφάρι, λέγοντας ότι «απλά περιμένει να έρθουν οι Ταλιμπάν στο σπίτι της».
Ένας πρώην διερμηνέας ανέφερε ότι είδε το σπίτι του να πέφτει θύμα επιδρομής μέσω μιας εφαρμογής στο τηλέφωνό του, καθώς ο ίδιος παραμένει κρυμμένος σε ένα ασφαλές σπίτι.
Κι όλα αυτά την ώρα που οι τζιχαντιστές έχουν χαρακτηριστεί «Ταλιμπάν 2.0» εξαιτίας της προσπάθειάς τος να πείσουν τον κόσμο ότι έχουν εκμοντερνιστεί σε σύγκριση με τους Ταλιμπάν πριν από 20 χρόνια.
Οι γυναίκες φοβούνται για τη ζωή τους
Μια 21χρονη γυναίκα που εργαζόταν ως δασκάλα στο Κανταχάρ πριν πέσει στα χέρια της ισλαμικής οργάνωσης, περιέγραψε πως είχε φύγει από την Καμπούλ νωρίτερα φέτος, αλλά τώρα ζει με τον φόβο πως οι Ταλιμπάν θα έρθουν σύντομα να της χτυπήσουν την πόρτα. Όπως δήλωσε στο Radio 4: «Όταν οι Ταλιμπάν επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Κανταχάρ, δεν μπορούσαμε πλέον να ζήσουμε, εξαιτίας των πυροβολισμών, των βομβαρδισμών και του θανάτου αθώων πολιτών. Είμαστε παγιδευμένοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, παντού υπάρχουν Ταλιμπάν. Νιώθω ότι κινδυνεύω προσωπικά επειδή εργαζόμουν σε μια εκπαιδευτική οργάνωση και οι Ταλιμπάν δεν το δέχονται αυτό, δεν νιώθω καθόλου ασφαλής. Δε βγαίνω από το σπίτι ούτε καν για κάτι που πραγματικά χρειάζομαι. Φοβάμαι, είμαι σαν φυλακισμένη στο σπίτι μου».
Και συνέχισε: «Πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, ρωτούν τι κάνουν οι άνθρωποι, θέλουν να μάθουν ποιος ζει πού. Χθες είδα το αυτοκίνητό τους να περνά από το δρόμο μας, οπότε μαζέψαμε όλα τα έγγραφα και τις ταυτότητές μας και τα κρύψαμε».
Μια άλλη γυναίκα με το όνομα Νάτζια ήταν στο σπίτι με τους τρεις μικρούς γιους της και την κόρη της σε ένα μικρό χωριό βόρεια του Αφγανιστάν όταν οι Ταλιμπάν χτύπησαν την πόρτα τους. Η 25χρονη κόρη της Μανίτζα περιέγραψε πως είχαν πάει στο σπίτι τους πριν από 3 ημέρες απαιτώντας από την μητέρα της να τους μαγειρέψει. Όπως είπε στο CNN: «Η μητέρα μου τους είπε: ‘Είμαι φτωχή, πώς μπορώ να μαγειρέψω για σας;’. Οι Ταλιμπάν άρχισαν να την χτυπούν. Η μητέρα μου λιποθύμησε και την χτύπησαν με καλάσνικοφ».
Η Μανίζα τους ζήτησε να φύγουν και ως απάντησε πέταξαν μία χειροβομβίδα σε ένα διπλανό δωμάτιο, φεύγοντας την ώρα που το σπίτι τυλιγόταν στις φλόγες. Η μητέρα των τεσσάρων παιδιών, Νάτζα, πέθανε τελικά αργότερα από τον ξυλοδαρμό.