Πίσω από την αποστολή της ανοικοδόμησης της ειρήνης, κρύβονται μεγάλα κέρδη και συμφέροντα...
Η οικοδόμηση της ειρήνης είναι μια ολόκληρη βιομηχανία διαμεσολάβησης μεταξύ κρατών, ομάδων, επιχειρηματιών ή και… πολιτών με τεράστια κέρδη.
«Αναδυόμενες διεθνείς και τοπικές δυνάμεις δοκιμάζουν τα όρια, δημιουργώντας τριβές. Εν τω μεταξύ, παραδοσιακοί τρόποι επίλυσης προβλημάτων - ο ΟΗΕ και άλλα πολυμερή σώματα - δεν λειτουργούν».
Εκεί, βρίσκεται μια ευκαιρία για «επιχειρηματίες» της οικοδόμησης ειρήνης «μιας ανθούσας βιομηχανίαw», όπως την χαρακτηρίζει ο εκατομμυριούχος Λιβανέζος επιχειρηματίας Robert Fadel, μιλώντας στους Financial Times.
Και αυτό για δύο κυρίως λόγους:
Διεθνείς διαμάχες, από ένοπλες συγκρούσεις έως εμπορικούς πολέμους, χρειάζονταν πάντα διαμεσολαβητές που θα βοηθήσουν να δημιουργηθούν εκείνοι οι όροι που μπορούν να επιφέρουν την επίλυση της διαμάχης.
Αυτοί οι ενδιάμεσοι μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε σχετικά «ουδέτερο» μέρος, από έναν ιερέα, έως έναν Ελβετό διπλωματικό απεσταλμένο.
Τέτοιοι ρόλοι, επισημοποιούνται όλο και περισσότερο «κάτω από το ραντάρ» οργανισμών ειρήνευσης, των οποίων η δουλειά καλύπτει από την πρόληψη της βίας έως τον σχεδιασμό της δομής των διαπραγματεύσεων.
Τα τελευταία χρόνια, ο πρώην πολιτικός και πρώην επικεφαλής σε αλυσίδα mall κος Fadel, διαισθάνθηκε ότι από την αλλαγή στην παγκόσμια τάξη, όπου ο κόσμος μετατρέπεται σε πολυπολικό και η ηγεμονία των ΗΠΑ κλονίζεται, τα πάντα θα χρειάζονται διαμεσολάβηση και διαπραγμάτευση.
Οπότε θα ήταν σοφό για κάποιον να επενδύσει σε μεθόδους πειθούς των μεγάλων δυνάμεων να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αντί να πολεμήσουν.
«Είναι μια διακριτή-διακριτική γραμμή απασχόλησης, την οποία γνωρίζουν κυρίως, μόνο εκείνοι που εμπλέκονται ενεργά ή που περιστρέφονται γύρω από αυτή, δήλωσε ο Malik al-Abdeh ιδρυτής ενός από τα πρώτα αντιπολιτευόμενα τηλεοπτικά κανάλια στη Συρία, πριν εργαστεί για δύο από τις μεγαλύτερες φίρμες ειρηνοποιών, το Centre for Humanitarian Dialogue της Γενεύης και το European Institute for Peace των Βρυξελλών.
Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι γι' αυτή τη μυστικοπάθεια.
Οι «οικοδόμοι ειρήνης» πρέπει να μιλήσουν με αυτούς που τα χέρια τους είναι βαμμένα με αίμα, είτε είναι ισλαμικές πολιτοφυλακές στην περιοχή Σαχέλ στην Αφρική, είτε αυταρχικές κυβερνήσεις στον Κόλπο.
Κράτη που δηλώνουν ότι «δεν συζητούν με τρομοκράτες» ή δικτάτορες, που θέλουν να γίνουν υπόγειες διαπραγματεύσεις μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ως μέλος του κοινοβουλίου του Λιβάνου για επτά χρόνια, ο κος Fadel είδε τις εθνοτικές εντάσεις μετά τον εμφύλιο πόλεμο να περιπλέκουν τις προσπάθειες συμβιβασμού.
Τώρα, πεπεισμένος ότι οι συζητήσεις είναι η μόνη λύση, χορηγεί τους λεγόμενους «Track II» διαλόγους από το think Tank «International Crisis Group» στο οποίο είναι μέλος του Δ.Σ.
Οι «Track II» είναι διακριτικά οργανωμένες ανεπίσημες συναντήσεις μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών.
Για παράδειγμα η κυβέρνηση της Βενεζουέλας συζητά στο ίδιο τραπέζι με την αντιπολίτευση, με στόχο να αναπτυχθεί μια διαδικασία διαλόγου που θα οδηγήσει στον τερματισμό της διένεξης.
Αυτά τα γκρουπ ποικίλλουν, από μεγάλου προϋπολογισμού επιχειρήσεις όπως το αμερικανικό «Institute for Peace», έως εταιρείες - «μπουτίκ», όπως το The Shaikh Group, το οποίο ιδρύθηκε στην Ντόχα από έναν πρώην επικεφαλής του Brookings Institution και εστιάζει στο να συγκληθούν «Track II» για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Παρά τα ασαφή αποτελέσματα, τα κυβερνητικά συμβόλαια μπορεί να είναι πολύ επικερδή.
Ενδεικτικά, αν και ξοδεύτηκαν εκατομμύρια για διάλογο στη Συρία, δεν υπήρξε πρακτικά κανένα αντίκτυπο στον τερματισμό της βίας.
Η Μέση Ανατολή είναι μια υγιής αγορά για γραφεία-πρακτορεία επίλυσης συγκρούσεων, με τους πολέμους που έχουν ξεσπάσει σε Συρία και Υεμένη.
Με αγωγούς πετρελαίου και στρατηγικές εμπορικές οδούς να διασταυρώνονται, η περιοχή είναι γεμάτη με εχθρότητες μεταξύ κρατών και θρησκευτικές διαφορές.
Οι δύο κύριες δυνάμεις (η σουνιτική πλειοψηφία στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και η σιιτική πλειοψηφία στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν) μοιάζουν εγκλωβισμένες σε μια ατελείωτη σειρά συγκρούσεων που εκδηλώνονται σε μικρότερα, πιο αδύναμα κράτη και τροφοδοτούνται από διάφορες ασταθείς συμμαχίες.
Το περασμένο καλοκαίρι φτάσαμε στο όριο μιας περιφερειακής ανάφλεξης με τις μεγάλες επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές στον Κόλπο.
Δεδομένου αυτού του πλαισίου επιδείνωσης των εντάσεων, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το ότι κάποιοι πιστεύουν ότι η «βιομηχανία ειρήνης» δεν αποδίδει.
«Υπάρχει ένας αυξανόμενος κυνισμός… έναντι των «Track II» και των οργανισμών ειρήνευσης.
Συχνά αντιμετωπίζονται ως απλά μια «αρπαχτή», μια συμβατική δυτική απάντηση σε κρίσεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Έναν εύκολο τρόπο που να δείχνει ότι οι κυβερνήσεις κάνουν κάτι», είπε άνθρωπος που δουλεύει στο χώρο.
Ο κ. Abdeh, ωστόσο, πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι πως η «βιομηχανία ειρήνης» έχει κολλήσει «σε μια νοοτροπία καλών, αλλά μη ρεαλιστικών προθέσεων» και πρέπει να είναι περισσότερο «επιχειρηματική».
Ο ίδιος έχει ανοίξει τη δική του συμβουλευτική κερδοσκοπική εταιρεία στο Λονδίνο.
«Ό,τι είναι η McKinsey ή η Boston Consulting Group για τις εταιρείες του Fortune 500, θέλω να είναι η εταιρεία μου για τη βιομηχανία επίλυσης συρράξεων», υποστηρίζει.