Παριστάνοντας άλλοτε την εκπρόσωπο κοινωνικών υπηρεσιών πρόνοιας και άλλοτε την δικηγόρο, επικοινωνούσε τηλεφωνικά με ιερείς ή επιτρόπους εκκλησιών στην Κρήτη μια απατεώνισσα που τους ζητούσε χρήματα για την ενίσχυση ατόμων που είχαν ανάγκη από οικονομική βοήθεια.
Με τη μέθοδο αυτή, τους έπειθε να καταβάλλουν διάφορα χρηματικά ποσά σε έναν τραπεζικό λογαριασμό που τους έδινε. Η δράση της σε περιοχές της Κισάμου και του Ηρακλείου κράτησε το Μάρτιο και τον Απρίλιο, ώσπου κάποιος υποπτεύθηκε την απάτη και ζήτησε από τους αστυνομικούς του τμήματος Κισσάμου να ερευνήσουν αν τα χρήματα καταβάλλονταν πράγματι σε αναξιοπαθούντες, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Ως δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού εμφανιζόταν μια Ελληνίδα, η οποία στη συνέχεια έκανε αναλήψεις των ποσών που κατέθεταν τα θύματα. Σε βάρος της σχηματίστηκε δικογραφία για απάτες τετελεσμένες και σε απόπειρα, αλλά και για αντιποίηση δημόσιας αρχής, για την οποία υποβλήθηκε και έγκληση από αρμόδια εκπρόσωπο του Δήμου Κισσάμου.