Η παραγωγή ενός μαζικής παραγωγής στρατιωτικού όπλου, όπως ένα μαχητικό αεροσκάφος, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Από απλά λάθη στην αρχική ιδέα μέχρι προβλήματα στην εκτέλεση της, η πιθανότητα αποτυχίας είναι πανταχού παρόν. Ακόμη και για πετυχημένα προγράμματα, τα πράγματα σπάνια πάνε όπως προγραμματίστηκαν. Ο σχεδιαστής πρέπει συνέχεια να πάρει δύσκολες μηχανικές επιλογές, αρκετές από τις οποίες επηρεάζονται από οικονομικούς, πολιτικούς και άλλους παράγοντες.
Η επιλογή του χειρότερου μαχητικού της ιστορίας δεν είναι εύκολη. Αλλά η διαδικασία μπορεί να γίνει ευκολότερη εάν θέσουμε τρία κύρια κριτήρια: το μαχητικό πρέπει 1) να έχει παραχθεί μαζικά, 2) να έχει υπηρετήσει σε τουλάχιστον μία αεροπορία και 3) να έχει επιχειρήσει έστω και ελάχιστα στο πεδίο της μάχης έτσι ώστε να το αξιολογήσουμε. Αυτά τα τρία κριτήρια μας αποτρέπουν από το να διαλέξουμε μαχητικά όπως το Grumman X-29 ή το Su-47 όπως και άλλα αεροσκάφη για τα οποία σχεδιάστηκαν μόνο πρωτότυπα ή πειραματικά μοντέλα. Με όλα αυτά τα όπλα εκτός, αυτό αποτελεί το χειρότερο μαχητικό όλων των εποχών.
Η ιδέα του γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '60 ως την σοβιετική απάντηση προς το θρυλικό F-4 Phantom II, το MiG-23 μαχητικό (το NATO του έδωσε την ονομασία Flogger) έδειχνε έτοιμο να κυριαρχήσει στο πεδίο της μάχης. Το Flogger χτίστηκε γύρω από μία απλή, αλλά ταυτόχρονα περίπλοκη σχεδιαστική φιλοσοφία: ένα ελαφρύ, μονού κινητήρα και μεταβλητής γεωμετρίας μαχητικό jet το οποίο κληρονόμησε την ευκινησία του προκατόχου του, MiG-21 αλλά με επιπλέων ηλεκτρονικά, βελτιωμένο χειρισμό, μεγαλύτερη εμβέλεια, πρόσθετο οπλισμό και πιο εξελιγμένες δυνατότητες στόχευσης.
Όλα αυτά σκοπό είχαν να δημιουργήσουν ένα πανίσχυρο, πολυχρηστικό μαχητικό ικανό να επιχειρεί σε ρόλους επιθέσεις και αναχαίτισης. Ωστόσο, τα αποτέλεσμα ήταν αρκετά διαφορετικά. Σε αντίθεση με την σοβιετική επιθυμία για ένα ικανό μαχητικό αερομαχιών, μετέπειτα δοκιμές ανακάλυψαν πως το MiG-23 ήταν αρκετά κατώτερο από δυτικούς ανταγωνιστές όπως το F-15 Eagle. Επιπλέων, το μαχητικό ήταν επιρρεπής σε θέματα αστάθειας σε συγκεκριμένες κλήσεις επίθεσης: οι δοκιμαστικοί πιλότοι παραπονέθηκαν για αστάθεια σε μεγάλες ταχύτητες και δυσκολία στην προσγείωση υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες. Το MiG-23 δεν ήταν μόνο δύσκολο να χειριστεί αλλά αντιμετώπιζε και αρκετά τεχνικά προβλήματα. O R-29 κινητήρας του για παράδειγμα είχε μικρή μακροζωία και είχε την τάση να υπερθερμαίνεται, και παράλληλα το κιβώτιο καυσίμου είχε σχεδιαστικά λάθη τα οποία διορθώθηκαν μόνο σε μετέπειτα μοντέλα. Το MiG-23 όχι μόνο αποτέλεσε ένα κατώτερο αεροσκάφος από το MiG-21, αλλά το κόστος του ήταν και υψηλότερο.
Εντάξει όλα αυτά, αλλά εν τέλει πως απέδιδε; Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα σε αυτό το κομμάτι, το MiG-23 διαθέτει ένα μεγάλο και αρκετά ντροπιαστικό αρχείο υπηρεσίας. Η πλήρης κάλυψη των αποτυχιών του είναι αρκετά μεγάλη για να αναφερθεί, αλλά μπορούμε να σας ενημερώσουμε με τα 'highlights'. Πάνω από μια ντουζίνα συριακών MiG-23 καταρρίφθηκε από το ισραηλινά F-15 και F-16 κατά την διάρκεια των Αραβοϊσραηλινών Πολέμων. Και τα ιρακινά MiG-23 μαχητικά απέδωσαν άθλια εναντίων των ιρανικών F-14, F-5 και F-4. Τα λιβανέζικα MiG-23 ήταν αρκετά χειρότερα από τα αιγυπτιακά MiG-21 μαχητικά κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ των δύο χωρών και δύο από αυτά τα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν από δύο αμερικάνικα F-14 Tomcats το 1989.
Το εντυπωσιακά συνεπής αρχείο αποτυχιών του MiG-23 σήμαινε και την πρόωρη απόσυρσή του, πριν κιόλας από αυτή του MiG-21, το οποίο σκοπεύονταν να αντικαταστήσει. Η σοβιετική αεροπορία κινήθηκε γρήγορα στην κατασκευή του πολύ πιο πετυχημένου MiG-27. Οι περισσότεροι πελάτες του αεροσκάφους επέλεξαν καλύτερες εναλλακτικές τις επόμενες δεκαετίες. Οι μεγαλύτεροι χώρες-χειριστές των εναπομείναντων MiG-23 είναι η Συρία και η Βόρεια Κορέα. Το Flogger παραμένει στη στρατιωτική ιστορία ως μία υπενθύμιση πως και η καλύτερη ιδέα μπορεί να καταστραφεί από μία κακή εκτέλεση.