Πολλά έχουν γραφτεί για τις διαχρονικές παρεμβάσεις των αμερικανικών κυβερνήσεων στα ελληνοτουρκικά. Ιστορικοί, πολιτικοί αναλυτές αλλά και απλοί πολίτες έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσουν τις κινήσεις που έχουν γίνει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μέσα από έγγραφα και επιστολές, πρακτικά συσκέψεων και μαρτυρίες, συχνά φωτίζονταν άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Σπάνια όμως κάποιος μπορούσε να γίνει αυτό που λένε οι Αμερικανοί «μύγα στον τοίχο», δηλαδή να μάθαινε το τι και πώς ακριβώς ειπώθηκε κάτι αλλά και τα πραγματικά κίνητρα πίσω από μια κρίσιμη παρέμβαση. Το ντοκουμέντο που φέρνει στο φως η «Κ», μια ηχογραφημένη συνομιλία του προέδρου Λίντον Τζόνσον με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ τον Ιούνιο του 1964, μήνα κρίσιμο για το Κυπριακό, κάνει ακριβώς αυτό.
Η εξάλεπτη συνομιλία, που έχει πλέον αποχαρακτηριστεί και είναι διαθέσιμη στο αρχείο του 35ου Αμερικανού προέδρου, αποκαλύπτει το άγνωστο διπλωματικό παρασκήνιο και το πώς στην κορύφωση της κρίσης κατάφεραν να αποκλιμακώσουν την ένταση. Με ωμή ειλικρίνεια, κάποιες στιγμές και με κυνισμό, αναλύουν τις κινήσεις που θα έπρεπε να γίνουν πίσω από κλειστές πόρτες στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, αλλά κυρίως για να διατηρήσουν τις ισορροπίες και με τους δύο συνομιλητές τους – Ελληνες και Τούρκους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον είχε μόλις αποτρέψει μια ελληνοτουρκική σύρραξη απευθύνοντας στον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού μια αυστηρή επιστολή. «Πολύ με ανησύχησε η πληροφορία που είχα από σας και τον υπουργό σας επί των Εξωτερικών, ότι η τουρκική κυβέρνηση σκέπτεται να παρέμβει στρατιωτικά και να καταλάβει τμήμα της Κύπρου», του έγραφε μεταξύ άλλων. Τέσσερις ημέρες αργότερα, αντιλαμβανόμενος ότι το κυπριακό ζήτημα κινδύνευε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ο πρόεδρος Τζόνσον συζητάει με τον υπουργό Εξωτερικών του τα επόμενα βήματά τους.
Η συνομιλία ξεκινάει με τον Ρασκ να προτείνει την άμεση επιστροφή του υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ από την Αγγλία, όπου βρισκόταν για διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς για το συγκεκριμένο θέμα. Το αρχικό σχέδιο ήταν να ταξιδέψει στην Ελλάδα, αλλά ο Ρασκ πίστευε πως μια τέτοια επίσκεψη θα έδινε το λάθος μήνυμα στην ελληνική πλευρά: «Εάν πάει στην Αθήνα τώρα, θα δημιουργηθεί πολύς ενθουσιασμός χωρίς να έχει γίνει κάποια πρόοδος», σημειώνει. Ο ίδιος θεωρούσε πως θα έπρεπε πρώτα να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα μεταξύ τους – δηλαδή ο ίδιος, με τον πρόεδρο και τους στενούς τους συνεργάτες: «Αυτό δεν έχει γίνει επί του παρόντος και η πρόταση για την οποία μιλάνε στο Λονδίνο σχεδόν θα εγγυάται ότι οι Τούρκοι θα κάνουν επέμβαση και αυτό είναι που με απασχολεί», εξηγεί στον Αμερικανό πρόεδρο.
Συγκεκριμένο μήνυμα
Ο Τζόνσον όμως δεν μοιάζει να συμφωνεί: «Θα ήταν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα να τον στείλουμε στην Ελλάδα αφού επιστρέψει στην Αμερική, παρά να τον αφήσουμε να πάει ενώ είναι ήδη στην Ευρώπη. Τώρα θα φαίνεται σαν θέμα ρουτίνας», εξηγεί. Θεωρεί πως ο Μπολ θα έπρεπε να μεταφέρει άμεσα στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα: «Να του πει, κύριε πρωθυπουργέ, ενημερωθήκαμε πως οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να κάνουν εισβολή εκείνη τη νύχτα. Τους πείσαμε να μην το κάνουν. Δεν πιστεύουμε ότι τα πράγματα εκεί εξελίσσονται όπως θα έπρεπε και ανησυχούμε πολύ για το τι πρόκειται να συμβεί. (…) Σας καλούμε να ασκήσετε όση επιρροή έχετε στον Μακάριο για να γίνει προσπάθεια να βρεθεί μια λύση για εσάς μέσω των Ηνωμένων Εθνών αντί να τους πυροβολείτε και να τους συλλαμβάνετε και να τους αρπάζετε και να τους απάγετε (τους Τουρκοκυπρίους)». Σύμφωνα με τον Τζόνσον, η ελληνική πλευρά όφειλε να δείξει έναν ηγετικό ρόλο. «Εάν δεν κινηθούν όπως κινηθήκαμε εμείς με την Τουρκία, το αποτέλεσμα θα είναι ένα τεράστιο λουτρό αίματος», τονίζει.
O Ρασκ συμφωνεί ως προς το μήνυμα, αλλά θεωρεί πως θα μπορούσαν κάλλιστα να μιλήσουν στον Ελληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον. «Κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο βάρος και επιρροή στην Αθήνα», αξιολογεί. Ο Τζόνσον όμως και πάλι δεν πείθεται. «Δεν νομίζω ότι ο Ινονού θα το θεωρήσει αρκετό – να μιλήσω με αυτόν τον μικρό πρεσβευτή εδώ. Νομίζω ότι αν σκεφτεί ότι οι Αμερικανοί διέσχισαν τον Ατλαντικό και πήγαν στην Αθήνα και τους πίεσαν ακριβώς όπως πιέσαμε τους Τούρκους, θα πιστέψει ότι είμαστε ειλικρινείς και αληθινοί και κάνουμε προσπάθειες για το θέμα και ότι δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις», εξηγεί.
Στη συνέχεια, η συζήτηση των δύο ανδρών επικεντρώνεται σε μια πιθανή επίσκεψη του Ινονού στην Ουάσιγκτον. «Εάν έρθει εδώ τις επόμενες μέρες, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα», θεωρεί ο Ρασκ. Ο Τζόνσον όμως το βλέπει αλλιώς: «Νομίζω ότι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι να με κάνει να φαίνομαι εγώ ειρηνοποιός και αργότερα να το φορτωθώ. Νομίζω ότι πρέπει να το μεταφέρουμε απευθείας στην Αγκυρα και στην Αθήνα. Ετσι το προσεγγίζω εγώ, ως χωριατόπαιδο που είμαι», λέει ο Τζόνσον.
Αναφέρεται επίσης σε μια ιδιωτική συζήτηση που είχε ο ίδιος με τον Ινονού, κατά την οποία του είπε πως μπορεί ο ίδιος να μην μπορούσε να πάει στην Τουρκία, αλλά πως θα ήθελε να τον δει. Οπως παραδέχεται στο τηλεφώνημα με τον Ρασκ, το είχε πει αυτό γιατί ένιωθε πως βρισκόταν σε αδιέξοδο, αλλά ότι αργότερα ένιωσε πως ήταν ένας τελείως λάθος χειρισμός: «Τι στο διάολο θέλει ο Λίντον Τζόνσον και φέρνει αυτό το μπλέξιμο επάνω του; Γιατί δεν έχω κάποια λύση! Δεν μπορώ να προτείνω το οτιδήποτε. Θα έρθει εδώ αναζητώντας τον παράδεισο και θα βρει κόλαση».
Αποστολή στην Αθήνα
Στη συνομιλία αυτή καταλήγουν πως, υπό το πρίσμα του ισχυρού μηνύματος που είχε στείλει ο Τζόνσον στους Τούρκους λίγες ημέρες νωρίτερα, θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει μια συνέχεια με τους Ελληνες: «Ο ευκολότερος, απλούστερος και διακριτικότερος τρόπος να γίνει αυτό είναι, ενώ ο Μπολ είναι στην Ευρώπη, να ξοδέψει δύο ώρες να το κάνει», λέει ο πρόεδρος. Είναι σαφές πως το μήνυμα αυτό προς την ελληνική πλευρά θα είχε και έναν άλλο αποδέκτη: τους Τούρκους. «Ετσι θα έχουμε μετά κάτι να πούμε στους Τούρκους, ότι δηλαδή κάναμε έκκληση και στους Ελληνες (…) και παρόλο που δεν θα υπάρχει τελική λύση ή διχογνωμία, τουλάχιστον θα παραμείνει η εμπιστοσύνη και ότι έγινε προσπάθεια προς αυτά που τους είπα σε αυτό το τηλεγράφημα, από το να πουν ότι φύγαμε και τα αφήσαμε όλα ως έχουν», λέει ο Τζόνσον.
Οι δύο άνδρες κλείνουν το τηλέφωνο, με τον Ρασκ να αναλαμβάνει να ειδοποιήσει τον Μπολ. Και πράγματι, την επόμενη ημέρα, στις 10 Ιουνίου, ο Τζορτζ Μπολ φτάνει στην Αθήνα για να μεταφέρει προφανώς το μήνυμα του Αμερικανού προέδρου. Στους δημοσιογράφους θα πουν πως ο Μπολ είχε μεταβεί στην Ελλάδα εκ μέρους του προέδρου Τζόνσον για να προσκαλέσει τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον. Παράλληλα, προγραμματίστηκε και το ταξίδι του Ινονού στην Αμερική με τον όρο μέχρι τότε η τουρκική πλευρά να μην προχωρήσει σε καμία ενέργεια εναντίον της Κύπρου. Ο πρόεδρος Τζόνσον είχε –προς το παρόν τουλάχιστον– καταφέρει τον στόχο του.
Το χρονικό των γεγονότων
Διαπιστώνοντας τη διάθεση της Τουρκίας να παρεμβαίνει στην εσωτερική κυπριακή πολιτική, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, πρότεινε στα τέλη Νοεμβρίου 1963 την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο Μακάριος δεν είχε συμβουλευθεί την Αθήνα για τούτο. Την πρόταση απέρριψε η Τουρκία, πριν καν απαντήσουν οι Τουρκοκύπριοι. Τα Χριστούγεννα του 1963 ξεκίνησαν διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο, οι Τουρκοκύπριοι αποσύρθηκαν από τη διοίκηση, ενώ η Τουρκία έπαυσε να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο, η Τουρκία απείλησε δύο φορές με εισβολή, αλλά υπαναχώρησε ενώπιον αμερικανικών αντιδράσεων. Σε απάντηση, η Αθήνα απέστειλε στην Κύπρο τη λεγόμενη μεραρχία. Τον Ιούνιο, ανέκυψε νέος κίνδυνος τουρκικής εισβολής, που απετράπη όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απέστειλε αυστηρή επιστολή στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, απειλώντας ότι σε τέτοια περίπτωση οι ΗΠΑ θα άφηναν την Τουρκία ακάλυπτη σε σοβιετικά αντίποινα. Ακολούθησε έντονη αμερικανική διπλωματική δράση –η στρατηγική της εξηγείται εδώ– με σκοπό την επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας για το Κυπριακό. Στο πλαίσιό της, στα τέλη Ιουνίου ο Τζόνσον συναντήθηκε πρώτα με τον Ινονού και κατόπιν με τον Ελληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, στην Ουάσιγκτον. Ακολούθησε η μεσολάβηση του Αμερικανού πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, τον Αύγουστο, την οποία τελικά απέρριψε η ελληνική πλευρά.