Ένα δισεκατομμύριο. Αυτός είναι ο αριθμός των ανθρώπων που θα δεχθούν το πλήγμα ακραίων θερμοκρασιών σε περίπτωση που η κλιματική κρίση ανεβάσει την παγκόσμια θερμοκρασία κατά μόλις 2 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε η βρετανική μετεωρολογική υπηρεσία στη σύνοδο Cop26. Οι επιστήμονες τόνισαν ότι μιλάμε για αύξηση της θερμοκρασίας ακόμη και κατά 15 φορές σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
Κεντρικός στόχος της Cop26 είναι η συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, όμως οι αντιπροσωπείες των κρατών παραδέχτηκαν ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά για να υπάρχει ελπίδα για κάτι τέτοιο, κατά την τελευταία εβδομάδα της συνόδου.
Η βρετανική μετεωρολογική υπηρεσία προχώρησε σε εκτιμήσεις για τη θερμοκρασία υγρού βολβού, η οποία προσμετρά τόσο την θερμότητα όσο και την υγρασία.
Σύμφωνα με αυτή τη μέτρηση, το όριο αντοχής του ανθρώπινου σώματος είναι οι 35 βαθμοί Κελσίου. Όταν αυτό το όριο ξεπεραστεί, το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί πλέον να ρίξει τη θερμοκρασία του μέσω του ιδρώτα, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και υγιείς άνθρωποι πεθαίνουν μέσα σε έξι ώρες υπό σκιάν σε τέτοιες συνθήκες.
Η ανάλυση της μετεωρολογικής υπηρεσίας στηρίχτηκε στο όριο των 32 βαθμών Κελσίου σε θερμοκρασία υγρού βολβού. Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι πρέπει να κάνουν συχνά διαλείμματα για να αποφύγουν τη θερμοπληξία, τουλάχιστον επί δέκα ημέρες το χρόνο.
Αν οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης αποτύχουν και η παγκόσμια θερμοκρασία ανέβει κατά 4 βαθμούς Κελσίου, ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός θα υποφέρει από την ακραία ζέστη.
Η ζέστη δεν είναι παρά η πιο προφανής επίπτωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, με τα αστικά κέντρα σε όλο τον κόσμο να βιώνουν τριπλάσιο αριθμό ημερών ακραίου καύσωνα στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη. Το καλοκαίρι του 2020, πάνω από το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού υπέφερε από τις επιπτώσεις του ακραίου καύσωνα, εμφανίζοντας συμπτώματα όπως η ναυτία και οι κράμπες.
Τουλάχιστον 166.000 άτομα πέθαναν εξαιτίας του καύσωνα σε όλο τον κόσμο στις δυο δεκαετίες που ολοκληρώθηκαν το 2017, σύμφωνα με τον ΠΟΥ. Η βρετανική κυβέρνηση έχει δεχθεί επανειλημμένες προειδοποιήσεις από τους συμβούλους της για το κλίμα, ότι η χώρα είναι «αξιοθρήνητα απροετοίμαστη» για την αύξηση της θερμοκρασίας, ιδίως σε ό,τι αφορά ευάλωτες εγκαταστάσεις όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία.
Η ανάλυση της μετεωρολογικής υπηρεσίας προέκυψε από έρευνα του Helix project, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ και το οποίο χαρτογραφεί επίσης τους αυξανόμενους κινδύνους υπερχείλισης των ποταμών, πυρκαγιών, ξηρασίας και επισιτιστικής επισφάλειας.
Στην πραγματικότητα, κάθε κατοικημένη περιοχή του πλανήτη αντιμετωπίζει τουλάχιστον έναν από αυτούς τους κινδύνους.
Ο Άντι Γουίλτσαϊρ, της μετεωρολογικής υπηρεσίας, δήλωσε στον Guardian: «Καθεμιά από αυτές τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αποτελεί ένα τρομακτικό όραμα του μέλλοντος. Όμως, φυσικά, η εκτεταμένη κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει πολλές επιπτώσεις και οι χάρτες μας δείχνουν ότι ορισμένες περιοχές θα δεχθούν πολλαπλά πλήγματα».
Τροπικές χώρες, όπως η Βραζιλία, η Αιθιοπία και η Ινδία θα υποφέρουν περισσότερο από τις πιέσεις της ακραίας ζέστης, με ορισμένες περιοχές να κινδυνεύουν να φτάσουν εκτός των ορίων που επιτρέπουν την ανθρώπινη επιβίωση. Όμως ο καθηγητής Άλμπερτ Κλάιν Τανκ, διευθυντής του κέντρου Χάντλεϊ της βρετανικής μετεωρολογικής υπηρεσίας, εξήγησε στον Guardian: «Αυτοί οι χάρτες αποκαλύπτουν τις περιοχές του πλανήτη όπου αναμένεται να υπάρξουν οι χειρότερες συνέπειες. Ωστόσο, κάθε περιοχή του πλανήτη – συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας και της ΕΕ – πρόκειται να υποφέρει από τις αλλεπάλληλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».
Οι επιστήμονες προειδοποιούν για αυτούς τους κινδύνους εδώ και πολλά χρόνια. Μελέτη του 2015 έδειξε ότι ο Κόλπος στη Μέση Ανατολή, η καρδιά της παγκόσμιας πετρελαιοβιομηχανίας, πρόκειται να βιώσει καύσωνες που ξεπερνούν τις αντοχές του ανθρώπινου σώματος σε περίπτωση που η κλιματική αλλαγή αφεθεί ανεξέλεγκτη.
Η πιο φονική περιοχή του πλανήτη, πάντως, από άποψη καυσώνων, θα είναι η βόρεια πεδιάδα της Κίνας, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη και η σημαντικότερη περιοχή σε ολόκληρη τη χώρα από άποψη γεωργικής παραγωγής, σύμφωνα με έρευνα του 2018.