Το γυμνό ανθρώπινο μάτι θα έπρεπε να μπορεί να δει αρκετές χιλιάδες άστρα σε έναν καθαρό σκοτεινό ουρανό
Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βλέπουν λιγότερα άστρα στον ουρανό κάθε χρονιά που περνάει. Οι παρατηρήσεις επαγγελματιών και ερασιτεχνών επιστημόνων σε όλο τον κόσμο κατά τα τελευταία έτη αποκαλύπτουν μια ανησυχητική τάση: τα άστρα στον νυκτερινό ουρανό γίνονται όλο και πιο δύσκολο να παρατηρηθούν εξαιτίας της ταχέως αυξανόμενης φωτορύπανσης. Μια νέα επιστημονική έρευνα βρήκε ότι μπροστά στα μάτια μας, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούμε, τα άστρα εξαφανίζονται με εντυπωσιακό - ή μάλλον με ανησυχητικό - ρυθμό.
Η αλλαγή στην ορατότητα των άστρων αντιστοιχεί σε μια κατά σχεδόν 10% ετήσια αύξηση στη φωτεινότητα του νυχτερινού ουρανού κατά την τελευταία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι ένα παιδί που όταν γεννήθηκε σε μια περιοχή, 250 άστρα ήσαν ορατά, σήμερα στην ίδια τοποθεσία μετά από 18 χρόνια μπορεί να παρατηρήσει το πολύ 100 άστρα, δηλαδή πάνω από τα μισά έχουν πια γίνει "αόρατα".
Το γυμνό ανθρώπινο μάτι θα έπρεπε να μπορεί να δει αρκετές χιλιάδες άστρα σε έναν καθαρό σκοτεινό ουρανό. Δυστυχώς εκτιμάται ότι σε όλο τον κόσμο περίπου το 30% των ανθρώπων - σχεδόν ο ένας στους τρεις - έχει χάσει πια τη θέα του γαλαξία μας λόγω της φωτορύπανσης και το πρόβλημα συνεχώς επιδεινώνεται, σύμφωνα με τη νέα έρευνα.
Οι ερευνητές του διεθνούς επιστημονικού προγράμματος Globe at Night, με επικεφαλής τον Κρίστοφερ Κίμπα του γερμανικού κέντρου ερευνών German Research Center for Geoscience (GFZ) στο Πότσνταμ και του Πανεπιστημίου Ρουρ-Μπόχουμ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», ανέλυσαν στοιχεία της περιόδου 2011-2022 που αφορούσαν συνολικά 51.351 παρατηρήσεις άστρων με γυμνό μάτι από ανθρώπους σε περίπου 19.300 τοποθεσίες σε διάφορες χώρες, κυρίως σε Ευρώπη (3.700) και Βόρεια Αμερική (9.500).
Εκτιμήθηκε ότι η φωτεινότητα του νυχτερινού ουρανού διπλασιάστηκε σε λιγότερα από οκτώ χρόνια. Η ετήσια αύξηση της φωτεινότητας, που κυμαίνεται από σχεδόν 7% στην Ευρώπη έως 10% στις ΗΠΑ, είναι πολύ μεγαλύτερη εκείνης (περίπου 2% ετησίως) που αφορά την αύξηση του τεχνητού φωτός με βάση τις μετρήσεις ακτινοβολίας από δορυφόρους. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι οι δορυφόροι μετρούν τη φωτορύπανση καταγράφοντας κυρίως το φως που κατευθύνεται προς τον ουρανό, ενώ οι πολίτες επηρεάζονται κυρίως από την οριζόντια φωτορύπανση, που είναι και η μεγαλύτερη.
Σε πολλές κατοικημένες περιοχές της Γης ο νυκτερινός ουρανός δεν σκοτεινιάζει ποτέ πλήρως, καθώς υπάρχει διάχυτη μια λάμψη τεχνητού φωτός στην ατμόσφαιρα. Αυτή η φωτορύπανση υποσκάπτει τη δυνατότητα παρατήρησης των άστρων τα βράδια. Η εξάπλωση του φωτισμού LED, που εκπέμπει περισσότερο μπλε φως στο οποίο τα μάτια είναι πιο ευαίσθητα, έχει επιδεινώσει την κατάσταση.
Πέραν αυτού, η φωτορύπανση διαταράσσει την φυσική κυκλική μετάβαση από το ηλιακό στο αστρικό φως και αντίστροφα, μια φυσική διαδικασία με την οποία έχουν εξελιχθεί οι βιολογικοί οργανισμοί (μεταξύ άλλων και οι ίδιοι οι άνθρωποι). Μελέτες στο παρελθόν έχουν αναδείξει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του τεχνητού φωτισμού, μεταξύ άλλων για ζώα και έντομα, αλλά και γενικότερα για τα οικοσυστήματα της Ευρώπης και άλλων περιοχών, καθώς επίσης για την ανθρώπινη υγεία.