Γεννημένη το 1867 στην Πολωνία, η Μαρία Σκλοντόβσκα, αργότερα γνωστή ως Μαρί Κιουρί, επρόκειτο να μείνει στην ιστορία ως μια γυναίκα με τεράστιο κύρος στον επιστημονικό κόσμο.
Παρά τις αντιξοότητες που συνόδευσαν τόσο τις προσπάθειές της να σπουδάσει όσο και την αναγνώρισή της ως ισότιμου μέλους της επιστημονικής κοινότητας, υπήρξε η πρώτη γυναίκα που βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ, ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε δύο βραβεία Νόμπελ και ο μοναδικός άνθρωπος που έχει κερδίσει βραβεία Νόμπελ σε δύο διαφορετικά πεδία των φυσικών επιστημών.
Η Μαρί γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βαρσοβία, σε ένα περιβάλλον χωρίς οικονομικές ανέσεις, ενώ στα δέκα της χρόνια έχασε τη μητέρα της.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν επέτρεπε στην Μαρί να λάβει ανώτερη εκπαίδευση, και πέραν αυτού στην Πολωνία η ανώτερη εκπαίδευση δεν παρεχόταν σε γυναίκες.
Τόσο η Μαρί όσο και η αδελφή της Μπρόνυα ήθελαν να σπουδάσουν, και έτσι η Μαρί δούλεψε για κάποια χρόνια ως γκουβερνάντα, προκειμένου να κερδίζει χρήματα για να στηρίξει τις σπουδές της αδελφής της στην ιατρική, στη Γαλλία.
Παράλληλα, στον χρόνο που της απέμενε, μελετούσε φυσική και χημεία και παρακολουθούσε διαλέξεις στο παράνομο «Ιπτάμενο Πανεπιστήμιο» της Πολωνίας.
Στα 24 χρόνια της ακολούθησε την αδελφή της στο Παρίσι, όπου σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, και ως τα 27 της είχε ολοκληρώσει δύο μεταπτυχιακά διπλώματα, ένα στη φυσική και ένα στη χημεία.
Παντρεύτηκε τον επίσης επιστήμονα Πιερ Κιουρί, ο οποίος αποτέλεσε και τον πιο στενό επιστημονικό της συνεργάτη.
Την εποχή εκείνη, το φάσμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεν ήταν ακόμη εξ ολοκλήρου γνωστό.
Μόλις είχαν ανακαλυφθεί οι ακτίνες Χ από τον Βίλχεμ Ρέντγκεν και είχε ληφθεί η πρώτη ακτινογραφία (1895).
Έναν χρόνο αργότερα ο Ανρί Μπεκερέλ ανακάλυψε ότι άλατα ουρανίου (ενώσεις με ουράνιο) εξέπεμπαν, αυθόρμητα, έναν τύπο ακτινοβολίας που διέφερε από τις πρόσφατα ανακαλυφθείσες ακτίνες Χ και μπορούσε να αποτυπωθεί σε φωτογραφική πλάκα.
Η Μαρί μελέτησε αυτόν τον νέο τύπο ακτινοβολίας στη διδακτορική της διατριβή ‒ως η πρώτη γυναίκα διδάκτορας στην Ευρώπη‒ μέσω της μελέτης του χημικού στοιχείου θόριο, που επίσης εξέπεμπε ίδιου τύπου ακτινοβολία.
Κατέληξε ότι η ποσότητα της ακτινοβολίας εξαρτιόταν μόνο από την ποσότητα του θορίου ή ουρανίου και όχι από τη χημική μορφή του.
Συμπέρανε λοιπόν ότι η ακτινοβολία έπρεπε να προέρχεται από το ίδιο το άτομο και όχι από κάποια χημική αντίδραση μεταξύ ατόμων.
Αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στην αμφισβήτηση της επικρατούσας, μέχρι τότε, θεωρίας περί αδιαιρετότητας του ατόμου.
Το ζεύγος Κιουρί ονόμασε το φαινόμενο της εκπομπής ακτινοβολίας από τα άτομα «ραδιενέργεια» και μελέτησε εκτενώς στοιχεία του περιοδικού πίνακα, προκειμένου να εντοπίσει και άλλα ραδιενεργά στοιχεία.
Στην πορεία αυτή, το 1898, ανακάλυψαν δύο νέα χημικά στοιχεία, το πολώνιο και το ράδιο, τα οποία ήταν πολύ πιο ραδιενεργά από το ουράνιο.
Το 1903 κέρδισε το Νόμπελ Φυσικής μαζί με τον σύζυγό της και τον Ανρί Μπεκερέλ για την ανακάλυψη της ραδιενέργειας.
Τρία χρόνια αργότερα, και μετά τον θάνατο του Πιερ Κιουρί, η Μαρί ανακηρύχθηκε καθηγήτρια, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Το 1911 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας για την ανακάλυψη των δύο χημικών στοιχείων (πολώνιου και ράδιου) και για την απομόνωση και περιγραφή των ατομικών ιδιοτήτων του ράδιου.
Κατά τη διάρκεια των μελετών της, η Κιουρί ανακάλυψε ότι το ράδιο μπορούσε να σκοτώσει φυσιολογικά κύτταρα και συμπέρανε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για να σκοτώσει καρκινικά κύτταρα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη χρήση ακτινοβολιών στην αντιμετώπιση του καρκίνου.
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν την εμπόδισε από το να συνεχίσει, ανιδιοτελώς, να δουλεύει με ραδιενεργά υλικά, παρότι πιθανότατα συνειδητοποιούσε ότι την εξέθεταν σε κίνδυνο.
Εκτός αυτού, δεν κατοχύρωσε πατέντα για την παραγωγή του ράδιου, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν αποκόμισε κανένα έσοδο από τη μετέπειτα παραγωγή μεγάλης κλίμακας αυτού από ιατρικές εταιρείες.
Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου σχεδίασε φορητό μηχάνημα ακτίνων Χ και ταξίδευε στο μέτωπο για να βοηθήσει η ίδια τους τραυματίες.
Η Μαρί Κιουρί πέθανε το 1934, σε ηλικία 66 ετών, από λευχαιμία, που υποστηρίζεται ‒σχεδόν με βεβαιότητα‒ ότι προκλήθηκε από τη συνεχή επαφή της με ραδιενεργά υλικά.
Μάλιστα, όλα τα υπάρχοντα από το σπίτι του ζεύγους Κιουρί φυλάσσονται σε ειδικά δοχεία μολύβδου, και εάν κάποιος θέλει να διαβάσει τα χειρόγραφα, πρωτότυπα κείμενα της Κιουρί, πρέπει να λάβει ιδιαίτερες προφυλάξεις, καθώς εκπέμπουν ακόμη ραδιενεργή ακτινοβολία.
*Το ανωτέρω κείμενο, που προέρχεται από το διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος Ευγενίδου (eef.edu.gr), ανήκει στη βιολόγο Μυρτώ Μπότσιου (Κέντρο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Ιδρύματος Ευγενίδου).
Κορυφαία εκπρόσωπος των θετικών επιστημών στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Μαρία Σκλοντόφσκα, ευρύτατα γνωστή ως Μαρί Κιουρί, γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 7 Νοεμβρίου 1867 και απεβίωσε (συνεπεία απλαστικής αναιμίας) στην Άνω Σαβοΐα της ανατολικής Γαλλίας στις 4 Ιουλίου 1934.
Η Μαρί Κιουρί τιμήθηκε με δύο βραβεία Νόμπελ: Φυσικής το 1903 (από κοινού με το σύζυγό της και τον Ανρί Μπεκερέλ) και Χημείας το 1911.
Η μία εκ των δύο θυγατέρων της Μαρί Κιουρί, η Υβ Κιουρί, που υπήρξε και βιογράφος της, έγραψε για την αείμνηστη επιστήμονα τα εξής:
Η μητέρα μου ήταν 37 ετών όταν γεννήθηκα. Όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να μπορώ να λέω ότι τη γνωρίζω, ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρισκόταν στο απόγειο της διασημότητάς της. Κι όμως, αυτή η «διάσημη επιστήμων» μού ήταν εντελώς ξένη, ίσως επειδή η ιδέα ότι ήταν «διάσημη επιστήμων» δεν απασχολούσε καθόλου τη Μαρί Κιουρί. Αντιθέτως έχω την αίσθηση ότι πάντα ζούσα δίπλα στη φτωχή φοιτήτρια την οποία βασάνιζαν εφιάλτες και που ήταν η Μαρία Σκλοντόφσκα πολύ πριν έρθω εγώ στον κόσμο.
Εξάλλου, ο μέγας Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε δηλώσει για εκείνη τα εξής: «Μονάχα μία από τις διασημότητες δεν έχει διαφθείρει η δόξα: τη Μαρί Κιουρί».