Η Κύρια Διεύθυνση Πληροφοριών της Ουκρανίας (GUR) υποστήριξε ότι όπλα αμερικανικής κατασκευής και όπλα που κατασκευάστηκαν σε δυτικές χώρες, τα οποία σύμφωνα με διάφορες αναφορές χρησιμοποιήθηκαν από ένοπλα τμήματα της Χαμάς σε μάχες κατά του Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες, παραδόθηκαν στη Χαμάς από τη Ρωσία.
Σε ανακοίνωση της GUR υποστηρίζεται ότι τα όπλα κατασχέθηκαν από ρωσικά στρατεύματα σε μάχες στην Ουκρανία και ότι η παράδοσή τους στη Χαμάς ήταν μια «μεγάλης κλίμακας πρόκληση κατά της Ουκρανίας».
«Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με το σχέδιο των Ρώσων, θα πρέπει να είναι οι ψεύτικες κατηγορίες κατά Ουκρανών στρατιωτικών ότι πουλάνε δυτικά όπλα σε τρομοκράτες σε τακτική βάση», ανέφερε η ανακοίνωση της GUR.
Στην ανακοίνωση δεν αναφέρεται τι είδους όπλα είναι αυτά. Πηγές προσκείμενες στη Χαμάς έχουν δημοσιεύσει βίντεο με μαχητές της ομάδας να φέρουν όπλα παρόμοια με αμερικανικά τυφέκια εφόδου M4.
Η GUR αναφέρει επίσης στην ανακοίνωσή της ότι η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δηλώσεις του πρώην αξιωματικού της ουκρανικής συνοριοφυλακής Ρουσλάν Σιροβόι στη μάχη προπαγάνδας της. Την Κυριακή, ρωσικά κανάλια στο Telegram ανέβασαν ένα βίντεο του Σιροβόι που λέει ότι εργάζεται για τις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας από το 2014. «Χάρη στον Σιροβόι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν ακριβείς επιθέσεις πυροβολικού και αεροπορίας σε εγκαταστάσεις των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων», γράφει το ρωσικό κανάλι Unofficial Bezsonov. Δεν γίνεται, ωστόσο, καμία αναφορά για την υποτιθέμενη προμήθεια όπλων στη Χαμάς σε αυτό το πλαίσιο.
Ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ έγραψε με το χαρακτηριστικό του ύφος στο Telegram μετά την ανακοίνωση της GUR ότι τα όπλα που μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία από τις δυτικές χώρες «χρησιμοποιήθηκαν ενεργά στο Ισραήλ». Δεν ανέφερε από ποιον χρησιμοποιούνται τα όπλα (σε ένα tweet στα αγγλικά, ωστόσο, έγραψε ότι χρησιμοποιούνται «εναντίον του Ισραήλ»), ούτε παρέθεσε αποδεικτικά στοιχεία.
Η Eruropol είχε αναφερθεί στο παρελθόν σχετικά με τη φερόμενη πώληση όπλων από την Ουκρανία στη μαύρη αγορά της ΕΕ και τον αυξημένο κίνδυνο να πέσουν στα χέρια οργανωμένων εγκληματικών ομάδων ή τρομοκρατών. Ταυτόχρονα, ο οργανισμός τόνισε ότι δεν είχε καμία απόδειξη ότι αυτό είχε πράγματι συμβεί.