Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 17,12-19)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17)
Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Δὲν ξέρω ἂν θὰ μ᾽ ἀκούσετε. Παλαιότερα, ἕνα λόγο ἔλεγε ὁ κήρυκας καὶ ἑκατὸ ἔκαναν οἱ Χριστιανοί, τώρα χίλια κηρύγματα ἀκοῦνε κι οὔτε ἕνα δὲν κάνουν. Γιατί ὁ λόγος δὲν καρποφορεῖ; Ἡ ἀπάντησι βρίσκεται στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως… Δὲν γνωρίζω λοιπὸν ἂν θὰ μ᾽ ἀκούσετε. Ἀλλὰ κι ἂν κανένας δὲν ἀκούσῃ, «ἐγὼ εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».
Θὰ σᾶς ἐκφράσω ἕνα παράπονο. Ὄχι δικό μου – ποιός εἶμ᾽ ἐγὼ νὰ παραπονεθῶ γιὰ σᾶς; Εἶνε παράπονο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶδα τὸν Κύριο σὲ ὅραμα· ὁράματα βλέπουν οἱ ἅγιοι, κ᾽ ἐγὼ ἅγιος δὲν εἶμαι. Δὲν εἶδα τὸν Κύριο, ὥστε νὰ πῶ ὅτι μοῦ παρήγγειλε κάτι. Ἄκουσα ὅμως τὴ φωνή του.
–Μπᾶ; ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ; ὁ Χριστὸς εἶνε τώρα στὰ οὐράνια, πῶς ἀκούγεται ἐδῶ κάτω ἡ φωνή του;… Κι ὅμως ἀκούγεται. Πρῶτα – πρῶτα μὲ τὴ συνείδησι, μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός. Ἔπειτα στὴ φύσι, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίσι· κ᾽ ἕνα φύλλο τοῦ δέντρου, ποὺ σείει ὁ ἄνεμος, κάτι σοῦ λέει. Πρὸ παντὸς ὅμως ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, καθαρὴ καὶ διαυγής, ἀκούγεται μέσα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Μέσα λοιπὸν στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀκούγεται τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ. –Ναί, θὰ πῆτε· θά ᾽νε λοιπὸν παράπονο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὄχι γιὰ μᾶς σήμερα… Κι ἂν σᾶς ἀποδείξω, ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ ἐκείνους τότε, τί θὰ πῆτε;
Ποιό εἶνε τέλος πάντων αὐτὸ τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διαβαίνει τοὺς αἰῶνες καὶ φθάνει μέχρι ἐμᾶς; πότε ὁ Χριστὸς παραπονέθηκε; Ὁ Κύριός μας σπανίως ἐξέφρασε παράπονο. Μία ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς εἶνε κι αὐτὴ ποὺ διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
* * *
Ὁ Χριστός, ὁδοιπορώντας μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, ἔφτασε ἔξω ἀπὸ μία πόλι. Ἐκεῖ, ψηλὰ ἀπὸ κάποια ῥάχη, ἄκουσε μιὰ φωνή, δυνατὴ σὰν σάλπιγγα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ πολλὰ στόματα. Ἡ φωνὴ ἔλεγε· «Ἐλέησέ μας» (Λουκ. 17,13).
Ποιοί φώναζαν καὶ τί ζητοῦσαν; Νὰ ἤθελαν ἆραγε λεφτά; Ὄχι· τσουβάλια χρυσᾶ νομίσματα νὰ τοὺς ἔδινες, δὲν τοὺς ἔνοιαζε. Τί νὰ προσφέρουν τὰ χρήματα ὅταν κανεὶς πάσχῃ ἀπὸ ἀθεράπευτη ἀσθένεια; εἶνε ἄχρηστα. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ χρυσᾶ νομίσματα; τὸ πολὺ – πολὺ μ᾽ αὐτὰ νὰ ἀγοράσῃς μιὰ χρυσῆ λεκάνη νὰ φτύνῃς τὸ αἷμα σου. Ἀλλὰ τὸ αἷμα, εἴτε τὸ φτύνει ὁ πλούσιος σὲ χρυσῆ λεκάνη εἴτε τὸ φτύνει ὁ φτωχὸς σ᾽ ἕνα μαντήλι, αἷμα εἶνε. Κ᾽ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν μὲν φτωχοί, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾽ τὰ χρήματα εἶχαν ἀνάγκη κάτι ἄλλο. Ἦταν ἄρρωστοι· ἔπασχαν ἀπὸ ἀσθένεια ποὺ τότε –καὶ μέχρι πρότινος ἀκόμη– ἦταν ἀθεράπευτη καὶ θεωρεῖτο θεοκατάρατη· ἦταν λεπροί.
Ἔπασχαν ἀπὸ λέπρα. Δηλαδή, τὸ αἷμα τους δὲν κυκλοφοροῦσε ὁμαλὰ στὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος· σταματοῦσε, ἔπηζε, καὶ οἱ σάρκες τους σάπιζαν· γι᾽ αὐτὸ αἰσθάνονταν κνισμό, φαγούρα. Αὐτιὰ καὶ μύτες ἔπεφταν, τὸ πρόσωπο παραμορφωνόταν· ὁ πιὸ ὄμορφος ἄντρας γινόταν ἕνας σάτυρος, ἡ πιὸ ὄμορφη κοπέλλα γινόνταν ἡ πιὸ ἄσχημη. Τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἔχαναν τὸν ὕπνο, ἔμεναν ἄυπνοι. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ νόσος ἦταν μεταδοτικὴ καὶ ἀθεράπευτη, τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὶς πόλεις. Τοὺς ὑποχρέωναν νὰ ζοῦν ἔξω, σὲ σπηλιές. Τοὺς κρεμοῦσαν κ᾽ ἕνα κουδούνι στὸ λαιμό, νὰ χτυπάῃ καὶ νὰ προειδοποιῇ νὰ φεύγουν ὅλοι μακριά τους.
Δέκα τέτοιοι λεπροὶ λοιπὸν φώναξαν στὸ Χριστό. Κι ὁ Κύριος ἄκουσε τὴ φωνή τους καὶ ἀποφάσισε νὰ τοὺς θεραπεύσῃ· χωρὶς γιατρούς, κλινικὲς καὶ φάρμακα. Ὅπως ὅμως ὥριζε ὁ νόμος, τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς, νὰ πιστοποιήσουν ἐκεῖνοι τὴ θεραπεία. Καὶ καθὼς αὐτοὶ βάδιζαν νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς, ἐκεῖ καθ᾽ ὁδὸν ἔγινε τὸ θαῦμα· θεραπεύθηκαν τελείως. Ὅπως ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ ψάρι τὰ λέπια, ἔτσι ἔπεσαν ἀπ᾽ τὸ σῶμα τους τὰ λέπια τῆς ἀσθενείας καὶ τὸ δέρμα τους ἔγινε ὁλοκάθαρο σὰν βελοῦδο.
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουν; Νὰ ἐκφράσουν εὐγνωμοσύνη· νὰ πᾶνε κάποιο δῶρο στὸ ναό, νὰ κόψουν λίγα ἀγριολούλουδα νὰ τὰ προσφέρουν στὸ Χριστό, νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά! Γύρισαν τὰ νῶτα στὸν Ἰησοῦ, πῆγε ὁ καθένας στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά του, ξέχασαν ἐντελῶς τὸν εὐεργέτη τους. Μόνο ἕνας —κι αὐτὸς ξένος, «ἀλλογενής» (Λουκ. 17,18)—, ἔδειξε εὐγνωμοσύνη· ἦρθε κ᾽ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ δόξαζε τὸ Θεὸ «μετὰ φωνῆς μεγάλης» (Λουκ. 17,15).
* * *
Ἀπὸ τοὺς δέκα, ἀδελφοί μου, ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο, ἐννέα εἶνε ἀχάριστοι καὶ ἕνας εὐγνώμων. Μικρὸ τὸ ποσοστὸ τῆς εὐγνωμοσύνης ἐμπρὸς στὴν ἀχαριστία· ἕνα πρὸς δέκα, δηλαδὴ 10%. Ἐγὼ ὅμως σ᾽ ἐμᾶς βλέπω σήμερα μιὰ ἀναλογία ἀκόμη μικρότερη. Ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν βαπτιστῆ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι τὸν θυμοῦνται καὶ ἔρχονται νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ τὴν Κυριακή; Ἀπὸ μία ἔρευνα ποὺ κάναμε βρέθηκε ποσοστὸ μόλις 2%. Ἂν ὅλοι ἐκκλησιάζονταν, θά ᾿πρεπε νά ᾿χουμε τετραπλάσιες ἐκκλησίες. Τώρα ἀρκοῦν αὐτὲς ποὺ ἔχουμε· μόνο σὲ μεγάλες ἑορτὲς παρατηρεῖται στενότης. Τὸ ὑπόλοιπο ἔτος οἱ πολλοὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη Κυριακὴ πρωὶ νὰ λειτουργηθοῦν μία ὥρα – γιατὶ μία ὥρα μὲ τὸ ρολόι εἶνε ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, 168 ὧρες μᾶς δίνει ὁ Θεὸς κάθε ᾽βδομάδα. Ἀπὸ τὶς 168, ποὺ σοῦ δίνει, ἔλα 1 ὥρα νὰ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ στὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ ποὺ σ᾽ ἀφήνει καὶ ζῇς. Κάθε χτύπος τῆς καρδιᾶς καὶ κάθε ἀναπνοὴ εἶνε μιὰ εὐεργεσία του. Ἔλα λοιπὸν νὰ εὐχαριστήσῃς γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ σοῦ ᾿δωσε, γιὰ τὴν ἐλεύθερη πατρίδα, γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνεις, ὑλικὰ καὶ πνευματικά.
Μόνο ἂν τύχῃ μνημόσυνο κάποιου συγγενοῦς ὑπάρχει ἐκκλησίασμα. Ἀλλὰ κάθε Κυριακὴ –ἂν πιστεύουμε– γίνεται ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ· ὄχι ἑνὸς συγγενοῦς μας (τοῦ πατέρα, τῆς μάνας κ.λπ.), ἀλλὰ τοῦ Βασιλέως μας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ! «Μεμνημένοι τοίνυν», λέμε, «…τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας (τοῦ Χριστοῦ)» (θ. Λειτ. πρὸ τοῦ καθαγ.). Μὴν παρεξηγηθῶ, δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν μνημοσύνων· δὲν εἴμαστε προτεστάντες καὶ χιλιασταὶ νὰ καταργήσουμε τὰ μνημόσυνα. Θέλω νὰ πῶ τοῦτο· ὅπως τρέχεις στὸ μνημόσυνο συγγενοῦς, τρέξε πιὸ πολὺ στὸ μνημόσυνο τοῦ Κυρίου, ποὺ σὲ ἀγάπησε καὶ σοῦ τὸ ἔδειξε δίνοντας γιὰ σένα τὸ τίμιο αἷμα του.
Ὥστε λοιπὸν ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς. Γιατὶ ἐκεῖ μέσ᾿ στοὺς δέκα βρέθηκε ἕνας· ἐνῷ σ᾽ ἐμᾶς μέσ᾿ στοὺς ἑκατὸ βρίσκονται μόλις δύο νὰ ᾽ρθοῦν νὰ ποῦν εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Συνεπῶς, τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει περισσότερο σ᾽ ἐμᾶς· «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17).
Σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες βάσεις τῆς ἀεροπορίας μας, ὅπου ὑπηρετοῦν 600 παιδιά, ὁ διοικητὴς τὴν Κυριακὴ ἄφησε τοὺς σμηνῖτες ἐλεύθερους ὅσοι θέλουν νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. Κι ἀπὸ τοὺς 600 δὲν πῆγαν οὔτε 20! Περιμένουμε ἔπειτα προκοπὴ καὶ εὐλογία; Ἐὰν στὴ βάσι αὐτὴ ἐρχόταν ὁ ἀνώτατος ἄρχων, δὲν θ᾽ ἀπουσίαζε οὔτε ἕνας· θὰ ἦταν ὅλοι ἐκεῖ γυαλισμένοι – τακτοποιημένοι καὶ θὰ στέκονταν κλαρῖνο. Δὲν καταφρονοῦμε ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες· ἀλλὰ στὴ θεία λειτουργία γίνεται ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων· «Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…» (χερουβ.), λέμε. Τὰ πιστεύουμε αὐτὰ ἢ δὲν τὰ πιστεύουμε;
Ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα λεπρούς. Γιατί; Ὄχι μόνο διότι τὸ ποσοστό μας εἶνε λιγώτερο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἑξῆς ἐπὶ πλέον λόγο. Αὐτοὶ οἱ ἐννιὰ φάνηκαν ἁπλῶς ἀχάριστοι, ξέχασαν τὸ Χριστό. Δὲν τόλμησαν ὅμως καὶ νὰ τὸν προσβάλουν· ὄχι δά. Ἐνῷ ἐμεῖς, ὄχι μόνο δὲν πατοῦμε στὴν ἐκκλησιά, ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν καμπάνες καὶ λειτουργοῦν οἱ ναοί, τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιοι «χριστιανοὶ» ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ βλαστημοῦν. Γι᾽ αὐτὸ τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ εἶνε μεγάλο· «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι; …Ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε» (ὄρθρ. Μ. Πέμπτ., ἀντίφ. ιβ΄). Εἴμαστε λοιπὸν ἢ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα αὐτούς;
Δὲν ἔχει ὅμως ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια. Κι ἂν ἀκόμα ἐμεῖς βλαστημᾶμε, ἔχει ἐκεῖνος πλῆθος ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ ἀνθρώπων στὴ γῆ, παντοῦ στὸν κόσμο, ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ἂν ἐμεῖς δὲν τὸν λατρεύσουμε, καὶ οἱ νεκροὶ καὶ οἱ τάφοι καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ θάλασσες θὰ φωνάξουν ὅτι εἴμαστε ἀχάριστοι. Καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάζουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(Εἰς ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν 16-1-1966)