Η Ρώμη, όσο διατηρούσε την αγία ορθόδοξη πίστη, ανάδειξε πάμπολλους αγίους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι λαμπρύνουν την Εκκλησία του Χριστού. Μια από αυτές τις άγιες μορφές είναι και η αγία Μελάνη, ο οποία αποτελεί λαμπρό παράδειγμα πιστής χριστιανής και αγνότητας.
Γεννήθηκε στη Ρώμη το έτος 338 από γονείς πλουσίους και ευγενείς, τους οποίους διέκρινε η βαθειά πίστη τους στο Θεό. Η γέννηση της Μελάνιας τους γέμισε χαρά. Από μικρή έδειξε ασυνήθιστη ωριμότητα και σύνεση. Οι ευσεβείς γονείς της της ενέπνευσαν την ευσέβεια και της εδραίωσαν την πίστη στο Θεό.
Όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, αποφάσισαν να την παντρέψουν με ένα δεκαεπτάχρονο νέο τον Απελλιανό, γόνο ευγενούς οικογένειας. Ας μην μας ξενίζει η μικρή της ηλικία, στα χρόνια εκείνα δεν ήταν σπάνιο να παντρεύουν τα παιδιά τους σε μικρή ηλικία. Την πάντρεψαν, διότι προσδοκούσαν να αποκτήσουν διάδοχο, ο οποίος θα κληρονομούσε και θα διαχειρίζονταν την μεγάλη περιουσία τους. Αλλά η Μελάνη δεν ήθελε να παντρευτεί, διότι ποθούσε την μοναχική ζωή. Όμως, υπέκυψε στη θέληση των γονιών της και δέχτηκε το γάμο.
Μετά το γάμο της παρακάλεσε τον σύζυγό της Απελλιανό να διατηρήσει την παρθενία της, να ζήσουν με αγνότητα, σαν αδέλφια, χαρίζοντάς του όλα τα πλούτη της, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε, διότι ήθελε διάδοχο και έτσι απέκτησαν ένα χαριτωμένο κορίτσι. Παρ’ όλα αυτά η Μελάνη ζούσε ασκητική ζωή, με αδιάλειπτη προσευχή, εγκράτεια νηστεία και ελεημοσύνη. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσε όλο και περισσότερες αρετές.
Η Μελάνη έμεινε και πάλι έγκυος και παρ’ όλη την προχωρημένη εγκυμοσύνη της συμμετείχε σε αγρυπνία προς τιμήν του αγίου Λαυρεντίου. Σιμά το πρωί αισθάνθηκε τους πόνους της γέννας. Όμως το αγόρι που περίμενε ο Απελλιανός γεννήθηκε νεκρό και ύστερα από καιρό αρρώστησε και το κορίτσι τους και πέθανε. Αφάνταστη λύπη ένοιωσε το νεαρό ζευγάρι. Το διπλό αυτό κτύπημα το θεώρησαν ως σημάδι να ξεκινήσουν πλέον πνευματική ζωή. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν από τη Ρώμη και να πάνε να ζήσουν σε ένα ήσυχο και ήρεμο τόπο, με προσευχή και ελεημοσύνη. Σκορπούσαν αφειδώς τα πλούτη τους σε έργα φιλανθρωπίας.
Όμως ο μισόκαλος διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα το έργο του Θεού, ενέβαλε πειρασμό στον αδελφό του Απελλιανού, τον Σεβήρο, να αρπάξει με δόλο την περιουσία του αδελφού του. Αφού απήγαγε τους δούλους του Απελλιανού, τους ανάγκασε να ψευδομαρτυρήσουν, βεβαιώνοντας ότι η περιουσία του αδελφού του ανήκε σ’ αυτόν.
Το ιερό ζευγάρι αντιμετώπισε με ψυχραιμία και πραότητα αυτή τη δοκιμασία και συνέχιζε το πνευματικό τους αγώνα. Όμως η έλλειψη πόρων τους στέρησε τη δυνατότητα της φιλανθρωπίας. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Το γεγονός αυτό έφτασε ως το παλάτι και η βασίλισσα Βερίνα τους κάλεσε για να λύσει το πρόβλημα. Η Μελάνη παρουσιάστηκε στην βασίλισσα με σεμνότητα, την οποία εκτίμησε εκείνη. Εξέτασε την υπόθεση και τους δικαίωσε, αποδίδοντάς τους ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους. Μετά από αυτό, η Μελάνη και ο Απελλιανός περιόδευσαν σε διάφορα μέρη, όπως τη Σικελία, την Ισπανία, την Βρετανία και αλλού, ευεργετώντας τους ενδεείς.
Αλλά ο διάβολος ετοίμασε νέα πίκρα γι’ αυτούς. Όταν έφυγαν από τη Ρώμη, ο εκεί φιλάργυρος και άρπαγας έπαρχος, τους κατάσχεσε κι άρπαξε την εναπομείνασα περιουσία τους. Το ιερό ζευγάρι αντιμετώπισε και πάλι με καρτερία και ανεξικακία τη νέα δοκιμασία. Όμως δεν άργησε να ξεσπάσει σ’ αυτόν η θεία δικαιοσύνη. Δεν
πρόλαβε να χαρεί το προϊόν της αρπαγής του, διότι ο λαός σε κάποια στάση εναντίον του και την εισβολή βαρβάρων δολοφονήθηκε!
Τώρα χωρίς χρήματα ταξίδευαν για την Καρχηδόνα της Βορείου Αφρικής. Όμως αδίστακτοι πειρατές κατέλαβαν το πλοίο και το οδήγησαν σε κάποιο νησί, όπου κρατούσαν αθώους, ζητώντας λύτρα. Το ευσεβές ζευγάρι έδωσαν ό, τι τους είχε απομείνει και απελευθέρωσαν πολλούς κρατουμένους. Τελικά κατέληξαν στην πόλη Θαγαστή, όπου εγκαταστάθηκαν και έκτισαν δύο ονομαστά μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, όπου οι δυο τους δημιούργησαν αντίστοιχες αδελφότητες, ζώντας ασκητική ζωή και προκόβοντας πνευματικά.
Η Μελάνη ασκούσε το διακόνημα της ταχυγραφίας και καλλιγραφίας, αντιγράφοντας πατερικά συγγράμματα. Αυτό τη βοήθησε να εντρυφήσει και να εμβαθύνει περισσότερο στην ορθόδοξη διδασκαλία. Παράλληλά διάβαζε με πάθος τις άγιες Γραφές. Ως συνεπής πνευματική καθοδηγήτρια δίδασκε στις μοναχές την χριστιανική πίστη και τις καθοδηγούσε στον πνευματικό αγώνα τους. Η ίδια ζούσε ως επίγειος άγγελος. Η φήμη της έφτασε μακριά, ως και τη Ρώμη, όπου η μητέρα της πληροφορήθηκε με χαρά και αγαλλίαση τις πνευματικές προόδους της κόρης της. Γι’ αυτό αποφάσισε να πάει να μονάσει μαζί της. Έτσι μητέρα και κόρη ζούσαν στο κοινόβιο πια σαν αδελφές.
Ύστερα από επτά χρόνια αποφάσισε με τη μητέρα της να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν τα άγια χώματα που πάτησε ο Χριστός και τα ιερά σεβάσματα των Αγίων Τόπων. Συγκλονίστηκε όταν προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο, όπου της άρεσε να μένει ώρες, ημέρες, ολόκληρες γονατισμένη να προσεύχεται. Στο όρος των Ελαιών έκτισε, με τα λιγοστά της χρήματά της ένα μικρό κελί για τη μητέρα της. Κατόπιν ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια, για να γνωρίσει πνευματικούς και αγίους ανθρώπους. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα και έμεινε με τη μητέρα της στο Όρος των Ελαιών, συναντώντας μόνο τον Απελλιανό και μια ανηψιά της. Η σχέση της με τον Απελλιανό ήταν πλέον αδελφική, θεωρούσε ο ένας τον άλλο ως αδελφό και όχι ως σύζυγο.
Μετά από δεκατέσσερα χρόνια κοιμήθηκε η μητέρα της. Η Μελάνη, με την άσκησή της έφτασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Η φήμη της διαδόθηκε παντού και έτσι έτρεχαν κοντά της πολλές νέες, άλλες ευσεβείς και άλλες ασεβείς να μονάσουν υπό τη δική της καθοδήγηση. Η ίδια αρνιόταν να δεχτεί τη θέση της ηγουμένης από ταπείνωση.
Μετά από καιρό κοιμήθηκε και ο Απελλιανός. Η Μελάνη αποφάσισε να κτίσει ανδρικό μοναστήρι στη μνήμη του. Δεν είχε χρήματα, αλλά αυτά βρέθηκαν, τα κατέβαλε κάποιος πλούσιος άρχοντας της περιοχής.
Στη Ρώμη είχε αναδειχτεί έπαρχος κάποιος θείος της, ο Βολοσιανός, ο οποίος βρισκόταν για υπηρεσιακούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Κάλεσε τη Μελάνη στη Βασιλεύουσα για να τη γνωρίσει με την αυτοκράτειρα Ευδοκία. Η πρωτεύουσα συνταράσσονταν από την αίρεση του Νεστορίου. Εκεί η Μελάνη έδωσε μεγάλους αγώνες για την Ορθοδοξία. Αφού κόπασε η αίρεση αποφάσισε να γυρίσει ξανά στους Αγίους Τόπους, να πεθάνει στην Αγία Γη. Ανοικοδόμησε και άλλο μοναστήρι, με χρήματα που της δώρισε η Ευδοκία.
Μετά από καιρό προείδε το θάνατό της. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε από τις μοναχές να την οδηγήσουν στη Βηθλεέμ, όπου προσκύνησε τον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και κοιμήθηκε ειρηνικά. Ήταν ημέρα Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου. Πλήθος κληρικών και απλών πιστών παρακολούθησαν την εξόδιο ακολουθία της, με επικεφαλής τον Επίσκοπο Ελευρουπόλεως. Η μνήμη της τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου.