Οι θεοί δεν εμπλέκονται στις ανθρώπινες υποθέσεις παρά μόνον, όταν οι άνθρωποι πολυπραγμονούν γύρω από κάποιους μηχανισμούς, οι οποίοι στο τέλος επιδρούν αρνητικά και πληγώνουν, αλλοιώνουν και θέτουν σε κίνδυνον την επιβιωσιμότητα της φύσεως. Ας πούμε της συμπαντικής αρμονίας. Του θεϊκού στερεώματος. Τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. Για τα υπόλοιπα φαινόμενα και δημιουργήματα του ανθρώπου, οι θεοί μένουν περίεργοι να ιδούν το πού τα πράγματα οδηγούνται με τούτη την επιταχυνομένη τεχνολογικά και επιστημονικά ανθρώπινη προέλαση προς το μέλλον. Είναι περίεργοι για το κατά πόσον ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει στο σημείο να αναφωνήσει «επιτέλους είμαι ισότιμος των θεών». Τότε βέβαια θα σημανθεί ένας θεϊκός συναγερμός, διότι υπάρχει κίνδυνος να συμβεί ένα νέο big bang με άλλους υπολόγους ή και αναθεωρητές των αποβησομένων της νέας εκρήξεως. Ως τότε υπάρχει περιθώριον χρόνου. Ως τότε όμως ο άνθρωπος αδειοδοτεί εαυτόν, στο να ενεργεί αυτοδέσποτος και «δικαιωματικά» ανεξέλεγκτος. Ως τότε μπορεί να ενεργεί με όσες παραδοχές παραδοξοτήτων έχει την ευχέρειαν ή την χωρητικότητα να θέτει σε εφαρμογή τις επιλεγόμενες υπ’αυτού εκδοχές πολιτικής τρίτου δρόμου, άνευ κόστους.
Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν ο άνθρωπος πειραματίζεται με άλλες επιμέλειες και δυνητικές παραβιάσεις, αποσυναρμολογώντας αναλυτικά το ό,τι δήποτε εθεωρείτο μέχρι τώρα νόμιμο, αμόλευτο και ενάρετο. Ιδίως ο Δυτικός άνθρωπος, ο οποίος αυτοβαυκαλίζεται, ότι εκπροσωπεί έναν ανώτερον πολιτισμόν, έχει περιθωριοποιήσει το οιοδήποτε δογματικό στοιχείο θεωρεί, ότι συνιστά κώλυμα στην πορεία τού «δικού του» ορθολογισμένου πολιτισμού. Σκέπτεται, ότι το να είναι παγιδευμένος σε δογματικούς θρησκειολογικούς περιορισμούς θεωρεί, ότι πλέον πρόσφορον είναι να τους καταργήσει αυτοπροαιρέτως. Δηλώνει θεολογικά αδιάφορος και πλέον σαν ένας easyrider πορεύεται στο μονοπάτι του «προοδευτισμού» του.
Εδώ τα media παίζουν τον ύπουλο ρόλο τους, χωρίς ίχνη μεταγνώσεως, ως προς την έννοια κάποιας κοινωνικής υπευθυνότητος, ως προς ένα κόσμο, κείμενον απέναντι και αγωνιζόμενο να προσαρμοσθεί στην ιδέα μιας ανελέητης πλανητικότητας. Είναι μία ιδέα αγώνος των ανθρώπων με στήριξη ποιάς τινος βάσεως λογικής, ώστε να δικαιωθεί η ακολουθουμένη από αυτούς πρακτική αναζητήσεως των καταβολών της συνειδήσεώς των με την όση έμφρονα αυτοσυναίσθηση. Τα media -τοις πάσι γνωστόν- δεν ακολουθούν ηθικούς κανόνες.
Οι σκεπτόμενοι έχουν αυτή την επίγνωση σαν οδηγό αυτοαμύνης. Οι μη σκεπτόμενοι «τῇ υποδείξει» και συχνάκις «τῇ παροτρύνσει» των media μεταλλάσσονται σε μιμίδια και ακολουθούν ένα «συρμό». Τον συρμό της woke culture, που αποδομεί την όποια συνοχή είχε μέχρι προ τινος η Δύση και επαίρετο γι’αυτή.
Η woke culture μπορεί να συσχετισθεί με την ακύρωση κάθε άλλης κουλτούρας με αποτέλεσμα να προκαλεί διχασμόν στην κοινότητα. Οι σημειούμενες επίμονες αντίθετες απόψεις και η άρνηση για εποικοδομητικόν διάλογον είναι στις πλείστες των περιπτώσεων αιτίες κοινωνικής πολώσεως. Συχνάκις αρκετά μέλη της κοινωνίας ενεργούν υπό το κράτος σκοπιμοτήτων προς αποφυγήν αντιπαραθέσεως με τους θιασώτες της woke culture. Προτιμούν την βολική πολιτική ορθότητα στερώντας εν ταυτῷ κάθε βεβαιότητα υπερισχύσεως της αντιτιθεμένης των θέσεως. Της θέσεως της οριζούσης τις παραδοσιακές και ανεγνωρισμένες προσωπικότητες. Εν πάσῃ περιπτώσει αυτή η «αφύπνιση» δημιουργεί και πολιτικές αντιπαραθέσεις, όταν διαφαίνονται αδιαφανείς σκοπιμότητες μέσω της συμπεριφοράς των αφυπνισμένων.
Στην χώρα μας, η αυτο-επαιρουμένη νέα κουλτούρα καταρρίπτει κάθε προσήλωση ή αφοσίωση στον θεσμό της οικογένειας, στην έννοια της πίστεως, στην υπερτάτη πατρίδα στην υποχρέωση διασφαλίσεως της εθνικής ακεραιότητος. Το φαινόμενον της θρησκευτικής αδιαφορίας επέρχεται εν είδει τσουνάμι και το αποτέλεσμα είναι ορατό. Είναι ανθρωποφθόρον, είναι εθνοκτόνον, είναι μοιραίον.
Το παράδοξον στην περίπτωσίν μας είναι, ότι ένα μεγάλο μέρος των φορέων ευθύνης διακυβερνήσεως της δικής μας χώρας έχει την ιδεοληπτική κατηγορηματικότητα, την σκοπούσα στην κατάργησιν του τριπτύχου Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Η πλειονότης των Ελλήνων εκλαμβάνει την ανωτέρω θέση σαν παραδοξότητα αντίθετη προς τις εθνικο-θρησκευτικές παραδόσεις, την οποία παραδοξότητα -οι ανωτέρω φορείς- παρουσιάζουν σαν προϊούσα λογική πρόοδο. Δηλαδή για τους εκσυγχρονιστές είναι λογικό το κάθε στιγματιζόμενο από τους πολλούς ως παράδοξο.
Η κεντρική ιδέα επιβολής της νέας «κουλτούρας της αφυπνίσεως» θεωρεί αναγκαίον έναν αναπροσανατολισμόν της ανθρωπολογικής συμπεριφοράς, με την συνδρομή των media, multimedia, social media, τῇ οδηγίᾳ και υπομοχλεύσει των κυβερνητών, οι οποίοι έχουν κάθε λόγον να διατηρούν τους πολίτες εν υπνώσει «αφυπνίζοντάς» τους εντός συγκεκριμένων περιβαλλόντων αριστοτεχνικώς σχεδιαζομένων φαινομένων, πόρρω απεχόντων από τους παραδοσιακούς παράγοντες της κάποτε ποτε εθνικής μας υπεροχής.
Για τους εκσυγχρονιστές ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας είναι μία «λογική» αναγκαιότης, που επιβάλλεται αφ’ῆς οι κυβερνήσεις αποδέχονται την πολυπολιτισμικότητα καθώς και την υπό διαμόρφωσιν κρατικήν υπόσταση, ως προσδιοριζομένη από πληθυσμόν των πολλών δογμάτων και όχι αποκλειστικά, ως κοινωνία ομογενών και ομοδόξων Ελλήνων. Δηλαδή υποχρεούμεθα να δεχθούμε πλέον ένα κράτος πληθυσμού.
Οι μοντερνιστές πολιτικοί μας ενστερνίζονται την ιδέα της αποβολής από την σκέψη των «κατοίκων» (των συμπολιτών κατ’ αυτούς) του ελληνικού χώρου, ότι άπαντες οφείλουν να υιοθετήσουν την ιδέα μιας «οικουμενικής λογικής» χωρίς παραδοσιακές επιταγές και αξιακούς περιορισμούς.
Το ίδιο παράδοξον επισημειώνεται και για την οικογένεια, η οποία εθεωρείτο ιερός θεσμός και βάσις στηρίξεως των εθνικών παραμέτρων, τώρα «λογικό» θεωρείται το ό,τι δήποτε συνιστά ανθρώπινο δικαίωμα, όπως το να συστήσει οικογένεια ο οιοσδήποτε δικαιωματιστής, ο και επικαλούμενος την σχετικήν νομοθεσίαν. Νομοθεσίαν εξισώνουσα την πρότερον θεωρουμένην ιεράν σύζευξιν εις γάμου κοινωνίαν μεταξύ ανδρός και γυναικός με το «νυν λογικόν είναι» να συζευγνύονται και οι ομοφυλόφιλοι, εφ’όσον απολαμβάνουν των αυτών κοινωνικών δικαιωμάτων. Το να εκλαμβάνουμε το παράδοξον τούτο φαινόμενον, ως λογικόν είναι σαν να απεμπολούμε ολόκληρη την ιστορία του παγκοσμίου πολιτισμού. Ολόκληρη την διδασκαλία της γνώσεως επί της λειτουργίας της υπερεχούσης φύσεως.
Μία από τις ευάριθμες δυσανασχετήσεις του σημερινού ανθρώπου είναι η υποσυνείδητη παραδοχή της νωχελείας του πνεύματός του. Υπό την προϋπόθεσιν βεβαίως, ότι λειτουργεί, έστω και μερικώς η αυτεπίγνωσή του. Και αυτό το επιβεβαιώνει με την διαπίστωση, ότι μέχρι τώρα θεωρούσε παράδοξο (αντιδημοκρατικό) το να επιβάλλονται οι ολίγοι, ας πούμε μειονοτικοί, ρυθμίζοντας ακόμη και τον τρόπο αντιλήψεως και αποδοχής των παραλόγων, των μυθωδών και τερατωδών φαινομένων. Και συνεπώς -και ολίγον κατ’ολίγον πλέον καθυποβάλλεται να δεχθεί ως φυσικά τα αφύσικα. Και δέχεται σχεδόν αδιαμαρτύρητα τους «μεγάλους της πολιτικής», διότι εξηγεί, οι πολιτικοί του δίνουν αυτό που του αρέσει. Στην πραγματικότητα, όμως αυτοί οι μεγάλοι μαθαίνουν στον μη σκεπτόμενο να καταπίνει ό,τι δεν του αρέσει. Και αυτός ο άνθρωπος δεν έχει την οξυδέρκεια να καταλάβει, ότι και αυτός αξίζει κάποιας οντοτικής θέσεως μέσα στην κοινότητα. Δηλαδή πότε; Όταν βρεθεί για μια στιγμή εκτός εαυτού. Όταν με την εύλογο, την δικαιολογημένη αντίδρασή του κατορθώνει να φέρει τους προβεβλημένους σε αμηχανία.
Αυτή η αντιδημοκρατική πρακτική των νομοθετών υπαγορεύει μετ’επιτάσεως την υποθετική ανάγκη επανεκκινήσεως μιας νέας τάξεως κοινωνικών πραγμάτων. Και οι νομοθέτες το εννοούν λέγοντας το απλό, «αυτή είναι η φορά των πραγμάτων». Και μάλιστα αυτός ο -κατά κάποια αποκρυπτογράφηση- μεγάλος αδελφός, προειδοποιεί εκείνον, που ήθελε εκφράσει την δική του παρέκκλιση από την «την συνολική αισθητική και μόνον» συγκατάνευση, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ετερόρρυθμος, ανθιστάμενος, μειονοτικός και ίσως φασίστας. Και βέβαια αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν εκστομίζονται από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, ούτε από ένα νουνεχή, έναν αξιοπρεπή, ένα φιλοπάτριδα, έναν εθνικά σκεπτόμενον. Ο συνήθης επικριτής είναι ο οικονομικά επιδοτούμενος από ένα υποβολιμαίο σύστημα. Είναι ο άνθρωπος των media. Είναι ο άνθρωπος του πολιτικού κόμματος. Είναι ο αιώνιος «άσπονδος» αριστερός και ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είναι αριστερός με την παραδοσιακή έννοια. Και δεν είναι μόνον οι ανωτέρω. Είναι πολύ περισσότεροι ανάμεσά μας. Αναγκαιοί να αναφερθεί ένας ενδεικτικός μικρός κατάλογος επικριτών.
Είναι ο πολιτικός σπεκουλαδόρος εν συγχορδίᾳ με τον οππορτουνιστή. Είναι ο εθνικά αδιάφορος καιροσκόπος. Είναι ο ευθυγραμμιζόμενος με το μανιφέστο των μετα-μετα-μοντερνιστών. Είναι ο άσμενος δέκτης μιας νέας μορφής πολιτιστικής πολιτικής. Είναι ο πεπεισμένος ότι το να είσαι “in” (μέσα) παρά έξω από το κάθε επιβαλλόμενο σύστημα είναι ένα “must” της επικρατούσης -ως κυριολεκτικής εφαρμογής- ευθυκρισίας. Είναι ο προσποριζόμενος οφέλη από την πρυτανεύουσα οσημέραι κρυπτοοικονομία (πώς φορολογείται;) τῇ βοηθείᾳ της financial technology. Είναι ο ένθερμος θιασώτης της ιδέας της μεταβλητότητος, ως ενδείκτου αναπτύξεως και προόδου των πολυεθνικών οντοτήτων. Είναι ο ενοχλούμενος από τον πνευματικόν άνθρωπο, που αντιτίθεται στις πράξεις της εξαλείψεως, στις πεποιθήσεις των ανεμοσκόρπιστων και στις ιδέες του πουθενά. Είναι ο φοροδιαφεύγων και ευρισκόμενος σε απυρόβλητο και ίσως «προστατευόμενο» status. Είναι ο περιθωριοποιημένος πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά και εξαρτώμενος από επιδοματικού σχήματος ελεημοσύνη και συνεπώς ευγνώμων προς τον «ευεργέτη» του. Είναι ο ευνοούμενος οικονομικά διαπολιτισμικός, λάθρα εισερχόμενος στον ελληνικό χώρο και μάλιστα -ανθρωπιστικῷ δικαίῳ- διεκδικητής περισσοτέρων ωφελημάτων από τον επιχώριον και αγαπώντα την πατρίδα βιοπαλαιστή. Ωστόσο, ο πλέον επικίνδυνος και επιδέξιος χειριστής μεθόδων καταστολής των κοινωνικών αντιφρονούντων -και επομένως επικαταράτων είναι ο κοινωνικός μηχανικός.
Ο κοινωνικός μηχανικός είναι επίνοια ενός συστήματος διακυβερνήσεως υπό την πλέον κραταιά ερμηνεία του όρου. Ενός όρου δηλούντος την πίστη στην ικανότητα του ανθρώπου να επινοεί ένα μέλλον ασυνεχές προς το παρελθόν. Είναι η οπτική -κατά βάσιν- των εξουσιαστών, που αποβλέπουν στην δυνατότητα αλλαγής της ατομικής συμπεριφοράς, που απαλείφει τα όποια ηθικά προβλήματα ενυπάρχουν στον κοινωνικό άνθρωπο, ο οποίος ιδιοβούλως ή υπό μορφήν πιεζούσης πειθούς αποδέχεται, ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν τεχνολογικό πρόβλημα διαφορετικών προδιαγραφών και τροποποιουμένων των παραδοσιακών σχεδιασμών. Και σαφώς όχι υπό ένα πρίσμα κλειστού ή αυταρχικού προσδιορισμού αξιών. Και εν πάσῃ περιπτώσει, να μπορεί να εκλαμβάνεται σαν ρευστή έννοια σε κάθε προκύπτουσα ιδεολογική συζήτηση.
Με μία πιο κραυγαλέα διατύπωση θα λέγαμε, ότι ο κοινωνικός μηχανικός επιχειρεί να διοχετεύσει στο κοινωνικό σώμα μία πλειάδα εκσυγχρονισμένων πολιτικών, οικονομικών, ακόμη και ιδεολογικών προγραμματισμών, οι οποίοι προβλέπουν την αποκοπή των ανθρώπων από το καταγεγραμμένο τους παρελθόν. Δηλαδή, ακόμη πιο απλά, «ξεχάστε την παράδοση, την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα, το ομογενές, το ομόφυλον, το ομοεθνές, τις διδαχθείσες αρχές, τις ακολουθούμενες αξίες, την πίστη εις ένα Θεό». Και μετά «ελάτε να λειάνουμε το έδαφος, που θα πορευόμαστε πάνω σ’αυτό για να αντιμετωπίσουμε με καλές προϋποθέσεις τις προσβολές της ανηλεούς και κατακαλυπτικής πραγματικότητος».
Με κάποια διερευνητική περιέργεια θα καταλάβουμε, ότι όλο αυτό το παραπλανητικό πρελούδιο δεν είναι άλλο τι από μία υπονομευτική προσπάθεια για μεταβολή της μέχρι τούδε -υπό τον δικό μας έλεγχο- συνειδησιακής μας σταθεράς, με σκοπό την υπαγωγή μας στην «εξελικτική» διαδικασία του ήδη εν εφαρμογῇ σχεδίου, περί αλλοτριώσεως δια δελεασμών και ίσως της μεταλλάξεώς μας δια της μετατροπής των πρότερον κεκτημένων μας πεποιθήσεων περί μιας ορθώς λειτουργούσης λογικής.
Και το ερώτημα αναδύεται αγωνιώδες και αφεύκτως επιτακτικό μέσα από την γενική σύγχυση των νοημόνων. Πῶς ο άνθρωπος ανθίσταται απέναντι στην ψευδή συνείδηση της κοινωνικής μηχανικής;
Μία εκδεχομένη απόκριση αισίας προγνώσεως και θετικής αποδεκτικότητος δίδεται λακωνικά: Με την γνώση! Την βαθεία γνώση. Την γνώση που προσδίδει αυτοπεποίθηση στον άνθρωπο, ώστε να αμύνεται εναντίον των κάθε αισθητικής δυναμικής και πνευματικής εντάσεως προκλήσεων καθώς και των φαιάς σκοπιμότητος υπούλων προσβολών. Η γνώση προικίζει τον άνθρωπο με το κατάλληλο πνευματικό υλικό, ώστε να δύναται να διαβλέπει το πότε ένα παράδοξο προβάλλεται σαν λογικό και εισηγείται την αναλογούσα ανατρεπτική επιχειρηματολογία.
Οι νόμοι, οι διέποντες την ανθρώπινη φύση, στις πλείστες των περιπτώσεων, επαληθεύουν τις προσδοκίες για επίτευξη της πνευματικής και ψυχικής επιβιώσεως σε ένα αρνητικά διαμορφούμενο χώρο. Τον χώρο που χαρακτηρίζεται δυστοπικός. Το μυστικό της επιβιώσεως βρίσκεται σε όσους έχουν την δύναμη και ξεχωρίζουν τις αισθητικές αντιλήψεις και τις πνευματικές προσλήψεις και με οδηγό την ορθή τους κρίση να ενισχύσουν την γνώση και το αμυντικό ψυχοπνευματικό τους σύστημα, απέναντι στην κακόβουλη κοινωνική μηχανική. Η δύναμη του ακλονήτου νοός έγκειται στην ευχέρειά του να αντιμετωπίζει το παράλογο, ως παράλογο και όχι ως λογικό.
Το να προβάλλεται η εκκλησία από τα «καλοπληρωμένα» media σαν κάποια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης είναι για τους ευπειθείς μία λογική συνέχεια ενός μοντέρνου κόσμου, που αφυπνιζόμενος έχει ξεφύγει από τα «δεσμά» κάποιας παρωχημένης πίστεως. Ωστόσο το φαινόμενο αυτό είναι ένα παράδοξον, ως απέναντι κείμενον στις ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου για μία πίστη. Την πίστη που είναι ισχυρότερη από την λογική. Την πίστη που εκχωρεί την δυνατότητα στον άνθρωπο να ελπίζει.
Και μέσα σε τούτο το τρομακτικό περιβάλλον της δυστοπίας, της μεταμφιεσμένης δημοκρατίας, αυτής της εκπεμπούσης οσμές αλαζονικής απολυταρχίας, εξαναγκάζει τους σκεπτομένους ανθρώπους στο να επισημάνουν, ότι η εκκλησία και το ομόδοξον ενός λαού συνιστούν τον ανθεκτικό παράγοντα της εθνικής ισχύος. Αυτό είναι ιστορικά αποδεδειγμένον, παρ’όλον που και αυτό πλέον αμφισβητείται από τις πληρωμένες πένες των αποδομητών του Ελληνισμού.
Ο νοήμων Έλλην εύκολα ανιχνεύει το, ότι η αδιαφορία των κυβερνήσεων για το δημογραφικό είναι το παράδοξον, το οποίον χωρίς μαντικές ικανότητες αλλά με γνώση των απλών μαθηματικών, σε βραχύ χρόνο από τούδε, θα στοιχίσει στην Ελληνική πατρίδα, όταν πλέον αυτή η πατρίς ιδωθεί, ως μία συρρικνούμενη ανθρωπική ύλη, ή ως μία θρηνητική ελεγεία, που διηγείται με τρόπο λυρικό τον θάνατο ενός πολιτισμού. Και ενώ ο πολίτης θα έπρεπε να συνεγείρεται, εν τούτοις αδρανεί, διότι οι κυβερνήτες τον καθησυχάζουν. Το λογικόν κατ’αυτούς είναι, ότι το δημογραφικόν θα λυθεί από τους λαθρομετανάστες και μουσουλμάνους την δόξαν.
Γνωστόν όμως είναι σε όλους, ακόμη και στους απαθώς ισταμένους έναντι οιουδήποτε εθνικού ζητήματος, ότι οι μουσουλμάνοι ουδαμού και ουδέποτε αφομοιώθησαν στον Δυτικόν κόσμον. Και ου μόνον τούτο. Όταν αποκτήσουν την αριθμητικήν υπεροχήν -λόγω υπεργεννητικότητος- θα διεκδικήσουν και την εξουσίαν επί αυτού του πολυμόρφου, του πολυσυνθέτου, του πολυστίκτου, του πολυτάραχου και λίαν πιθανόν του πολύπαθου πληθυσμού. Και τότε, ως ιστορικά είναι καταγεγραμμένο, θα επιβάλλουν σ’αυτόν τον πληθυσμόν την «οικειοθελή» του εγκόλπωσιν του Ισλάμ. Εν εναντίᾳ περιπτώσει, τότε η επιβολή θα πραγματοποιηθεί βιαίως, ή πειθαναγκαστικῶς, ή δια φιρμανίου, ή δια δελέατος, ή δια φοροαπαλλαγών και λοιπών επινοημάτων κατά περίπτωσιν, ως ενήργουν οι Οθωμανοί σουλτάνοι κάποτε. Αλλέως πως θα γίνεται επίκληση του εδαφίου 187, του κεφαλαίου Β’ του Κορανίου.
Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν συνηγορεί στην εθνική του ισχύ. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί, όταν απαιτηθεί να συγκρουσθεί η Ελλάς με τον εχθρό ο οποίος εχθρός δεδηλωμένα είναι ο Τούρκος με τους συμμάχους του Αλβανούς και Σκοπιανούς. Και στους ανωτέρω, ας προστεθεί και ένας «αδιευκρίνιστος αριθμητικά», λάθρα εισχωρήσας εν Ελλάδι, μουσουλμανικός παράγων, ανεξελέγκτως «δρων» εντός των συνόρων και πρόθυμος για συμμετοχή σε τζιχάντ (ιερό πόλεμο) κατά των απίστων.
Εδώ λοιπόν ανακύπτει η ανάγκη αναλήψεως ευθύνης, από τους έχοντες την ευθύνη της ακεραιότητος της Ελληνικής χώρας. Έχουν την ευθύνη απαλείψεως της ολικής παθητικότητας των Ελλήνων το γένος. Ανάγκη υπάρξεως εκπαιδευτικού μηχανισμού της ηγεσίας, στο να μάθει η ελληνική νεολαία τι σημαίνει να σκέπτεται ελληνικά, τι σημαίνει να σκέπτεται γενικώς επ’ωφελείᾳ του έθνους. Όπως δηλαδή πράττουν οι σοβαρές χώρες που θέλουν να ζήσουν.
Η ηγεσία γνωρίζει μεν, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες πορεύονται με μία ασαφή ιδέα περί του εαυτού τους αλλά και του κόσμου γενικώς, όμως αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση την θεωρεί βολικό παράγοντα ασκήσεως εξουσίας επί μιας κοινωνίας αποπροσανατολισμένων πολιτών.
Και οι πολίτες δεν έχουν την εκτεταμένη αντίληψη μίας προσδιορισμένης κοσμοεικόνας, όταν η εισερχομένη μέσω της κατακαλυπτικής πληροφορίας, πανταχόθεν εκπορευομένης, δημιουργεί μία προσομοιαστική, αντιφατική, και ιδίως δυσδιάκριτη πολλαπλότητα θεωρήσεων. Φθάνει ο σημερινός άνθρωπος να αδυνατεί να έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη και να ανήκει σε μία πίστη, μία γλώσσα, ένα έθνος και ένα πρότυπο ζωής.
Ο τρόπος εξελίξεώς του πλέον καθορίζεται από την διεισδύουσα και διαρρήδην επιδρώσα στο γνωσιακό του πεδίο έξωθεν παρακίνηση προς εκλογίκευση απασών των παραδοξοτήτων. Τον τρομάζει η ιδέα του ριζοσπαστισμού, όταν θεωρεί σαν άτυπο υποχρέωση να ασπάζεται τα παράδοξα, διότι έχει πεισθεί, ότι η πλειοψηφία έχει κάνει όλα τα παράδοξα αποδεκτά και νομότυπα.
Μία γενική αποδοχή όλων των περιρρεουσών δοξασιών, όλων των «δικαιωμάτων» και όλων των ακτιβισμών επί κοινωνικών διεκδικήσεων, μπορεί να σημαίνει γενική αμνηστία επί όλων των παραδοξοτήτων. Ιδού λοιπόν η συνταγή της επιτυχίας στους μηχανευομένους αυτή την νέα τάξη, διότι -ως φαίνεται- αυτοί παρηγορούνται, ότι πλέον δεν θα έχουν απέναντί τους ανησυχούντες διανοητές.
Οι διανοητές ωστόσο γνωρίζουν, ότι στην δημοκρατία, όπως το έθεσαν οι αρχαίοι, η ελευθερία εκφράσεως δεν είναι καταστατικό προνόμιο των όσων ένεκα θέσεως ή ιδιότητος λένε την άποψή τους με σκοπό να την επιβάλλουν, ως την κυριαρχούσα αλήθεια, την ωφελούσα την χώρα. Στην δημοκρατία, η μετά παρρησίας έκφραση είναι μία ευχέρεια που μπορεί να δοθεί στον καθένα των πολιτών, ώστε να διατυπώνει μέσα σ’αυτή την ετερόκλητη πλέον χώρα, την άποψή του και μάλιστα εάν είναι -μετά πειστικής λογικής- επιχειρηματολογημένη να έχει και τον αναλογούντα αντίκτυπο.
Ο νοήμων άνθρωπος επικεντρώνει την ανησυχία του στα θέματα, τα αφορώντα στην ελληνική οικογένεια, στην ελληνική παιδεία, στον ελληνικό πολιτισμό, στο εθνικό φρόνημα και σε ό,τι στηρίζει τους παράγοντες, που διαμηνύουν την εθνική ισχύ. Κατά βάσιν η ανησυχία περιστρέφεται στην εθνική ασφάλεια, αφ’ῆς η πανταχόθεν κατά της Ελλάδος απειλή είναι υπαρκτή και δεδηλωμένη.
Όταν οι κυβερνώντες καθησυχάζουν τους απαθείς και αδιαφόρους πολίτες περί τα εθνικά ζητήματα, διατεινόμενοι, ότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες», θα πρέπει να κρουσθούν κώδωνες συναγερμού, διότι αυτή η διαβεβαίωση ηχεί σαν παραδοξότητα στην συνείδηση εκείνων που μέχρι σήμερον πίστευαν, ότι μόνον η ουσιαστική και χωρίς στόμφους προπαρασκευή ετοιμότητος ενός λαού για κάθε ενδεχόμενον είναι η λογική συνθήκη που εγγυάται την ρήση, ότι «η Ελλάς προώρισται να ζήσει και θα ζήσει».