«Μαθαίνει κανένας τα κακουργήματα που γίνουνται σήμερα, κι ανατριχιάζει περισσότερο απ’ άλλη φορά, από την αναισθησία, από την απάθεια, από την πώρωση που έχουνε κείνοι που τα κάνουνε, σαν να είναι αληθινοί σατανάδες, και σαν να είναι ο σκοτωμός η φυσική τροφή της ψυχής τους.
Άλλη φορά οι φονιάδες σκοτώνανε, οι περισσότεροι, χωρίς να το θέλουνε, μέσα στη ζάλη τους. Ένα σύννεφο από θυμό ή από ζήλεια ή από πνιγμένο δίκιο, θόλωνε τα μάτια τους για μια στιγμή. Μα ύστερα σκόρπιζε αυτό το σύννεφο, τα μάτια τους καθαρίζανε, και μετανιώνανε. Πολλές φορές κλαίγανε, θέλανε να σκοτωθούνε, ντρεπόντανε τον κόσμο. Τώρα οι φονιάδες, κι οι άλλοι που κάνουνε κακές πράξεις, είναι ολότελα μαυρόψυχοι, ξεροί, παγωμένοι, αναίσθητοι σατανάδες, βουβοί και ψυχροί κακούργοι. Και τί; Μικροί και μεγάλοι, χωριάτες και σπουδαγμένοι! Ένα πράγμα φοβερό!». (Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»).
Ποιος διαφωνεί ; Εγκλήματα ακατανόητα, πράξεις αποτροπιασμού, «μαγάρισε η Ελλάδα». Ο Κόντογλου «ανατρίχιαζε» από τους σκοτωμούς. Τώρα τα εγκλήματα κατέβηκαν βαθύτερα στην δαιμονική κλίμακα. Πώς να κατονομάσεις τους «μαυρόψυχους σατανάδες» που βιάζουν και δολοφονούν νέα παιδιά; Πώς να ερμηνευτεί η αυτοκτονία ενός ανήλικου παιδιού;
Αν ανοίξεις την τηλεόραση σε ένα «κεντρικό δελτίο ειδήσεων», όπως ευφημιστικώς το ονομάζουν, έχεις την εντύπωση ότι διαβάζεις «πινάκιο» δικαστικών, ποινικών υποθέσεων. Δελτία ανακατεμένα με αίμα, θάνατο, προστυχιά, αισχροήθεια, εισπνέεις αναθυμιάσεις…βρομιά και δυσωδία. Δεν γίνεται σκέφτεσαι, το κάνουν επίτηδες, αντί να ασχολείται ο λαός με τα ασήκωτα βάρη του, ασχολείται με την περιρρέουσα παράνοια, λησμονεί τα δικά του.
(Ούτε να φανταστούμε ότι αφήνουν οι γονείς τα παιδιά τους να παρακολουθούν τα ψυχοφθόρα και ρυπαρά που προβάλλονται, όχι μόνο στα αιμοχαρή δελτία, αλλά νυχθημερόν. Φροντιστήριο κακουργίας, ασυδοσίας, χυδαιότητας και ασυνειδησίας αποτελεί αυτό που λέγεται ελληνική τηλεόραση και όσοι τις κλείνουν και αποτρέπουν τα παιδιά τους από παρακολούθηση είναι πραγματικοί κηδεμόνες, γονείς του καλώς τεκνοτροφείν και όχι μόνο του τεκνογονείν).
Οι αιτίες πολλές. Θα περιοριστώ μόνο σε μία. Η έλλειψη της ντροπής, της αιδούς. Θα παραθέσω ένα γεγονός από τα μεγάλα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Να κατανοήσουμε γιατί τότε μια αγράμματη γενιά, βυθισμένη στην φρίκη της σκλαβιάς, θλιβόμενη, υστερούμενη, κακουχούμενη, ελευθέρωνε πατρίδες και γιατί σήμερα, με σχολειά και ξένες γλώσσες και μπαλέτα, με ευημερία -που στάθηκε νεκροταφείο μας-με ψυγεία που βογκούν από καλούδια, τρέμουμε και τη σκιά μας. Γιατί πολλοί, ανενδοίαστα πριν, χωρίς ίχνος μεταμέλειας και τύψεων μετά, εγκληματούν;
Γιατί ακόμη και στα προαύλια δημοτικών σχολείων, ακούγονται βρόμικες και δυσώδεις λέξεις. (Η εικόνα γνωστή σε όλους. Περπατάς στον δρόμο και συναπαντιέσαι με παρέα νεαρών, γυμνασίου ή λυκείου. «Λύκοι ντυμένοι με τα φορέματα του αρνιού του Θεού»-προβατόσχημοι- που λέει και ο Μακρυγιάννης. Παρελαύνει όλο το υβρεολόγιο των καταγωγίων…).
Λίγο μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, ο Κολοκοτρώνης επιχειρεί να καταλάβει και το ισχυρό φρούριο του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή-Γενάρης του 1822- ειδοποιείται να τραβήξει κατά την Κόρινθο, διότι οι εκεί Τούρκοι μόνο σ’ αυτόν δέχονταν να παραδοθούν. Αφήνω τον λόγο στον Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο), ο οποίος στα «Απομνημονεύματα» για το ’21, διασώζει ένα συμβάν, που μου προξένησε, όπως έλεγαν παλαιότερα, «ζωηράν εντύπωση»:
«Εκείθεν ο Κολοκοτρώνης και λοιποί καπεταναίοι ανεχώρησαν και επήγαιναν εις την Κόρινθον, και καθ’ οδόν ενυκτέρευσαν εις το χωρίον Αγιονόρι και εις την οικίαν του Γεωργίου Καλαρά ιατρού, ανθρώπου επισήμου και γνωστού. Εκεί ένας των στρατιωτών του Κολοκοτρώνη εζήτησεν ελιές τηγανισμένες, και επειδή η δέσποινα του σπιτιού, όπου έμεινε δεν εγνώριζε το παράξενον τούτο φαγητόν, ο στρατιώτης εμάλωσε με αυτήν, εθύμωσε και έσπασε την στάμναν με το λάδι. Ένεκα τούτου έγιναν παράπονα αφ’ εσπέρας εις τον αρχηγόν, όστις αμέσως εδιέταξε και έθεσαν τον στρατιώτην υπό φύλαξιν.
Την δε επαύριο ο αρχηγός έβγαλε τον στρατιώτην εις το αλώνει το πλακωτόν κατά το διάσελον τού αυτού χωριού, και παρόντων όλων των στρατιωτών, έκαμε κύκλον και εν τω μέσω ανεγνώσθη η καταδίκη του, η οποία ήτο η εξής: να τον φτύσουν οι άλλοι στρατιώται, διότι εζήτησε ελιές τηγανισμένες. Ενώ δε εκτελείτο η απόφασις, ο καταδικασθείς στρατιώτης τόσον εταράχθη από την εντροπήν του, ώστε ελιποθύμησε και έπειτα απέθανε. Και εις την Κόρινθον μετ’ ολίγας ημέρας συνέβη ένα άλλο παρόμοιον. Απεκοιμήθησαν δύο στρατιώται εις την φυλακήν της νυκτός, τούτο μαθών ο Κολοκοτρώνης διέταξε και τους έδεσαν εις ένα μέρος και έπειτα είπεν εις τους στρατιώτας να τους φτύσουν. Ο ένας απέθανεν αμέσως εκεί, ο δε άλλος εχάθη και δεν τον είδαμεν πλέον από την ώρα εκείνην. Ιδού πως οι άνθρωποι του καιρού εκείνου εντρέποντο. (Τομ. Α΄, σελ. 224, εκδ. «Βεργίνα»).
Οι άνθρωποί του καιρού εκείνου, όπως και του 1912-13, όπως και του ’40, ντρέπονταν να ντροπιαστούν και μας άφησαν πατρίδα και κάτι που μας κάνει περήφανους. Οι άνθρωποι του καιρού ετούτου, εμείς τα απολειφάδια της ιστορίας, τι θα αφήσουμε; Όχι σε τι Ελλάδα τα παιδιά μας, αλλά τι παιδιά θα αφήσουμε στην Ελλάδα είναι το κρίσιμο ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε. Βλέπαμε όλοι μας τις άθλιες σκηνές που διαδραματίζονταν στον χώρο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ντροπιαστικές για μια ολόκληρη κοινωνία.
Μια δράκα αντιεξουσιαστών να καταστρέφει, ατιμώρητα, χώρους πανεπιστημιακούς. Μια επισήμανση. Η λέξη, αντιεξουσιαστές, τους περιποιεί τιμή. Όσο θα τους αποκαλούν έτσι, θα ξεφυτρώνουν αφελείς που θα επιθυμούν να ενταχθούν σ’ αυτήν την «απροσκύνητη», όπως την ονειροφαντάζονται, σέκτα. Αποτυχημένοι κηφήνες που υποδύονται τους φοιτητές είναι. Υποχείρια της αριστερόστροφης τιποτοκρατίας, που επιδεικνύουν την «γενναιότητά» τους σε ντουβάρια, αυτοκίνητα και τζαμαρίες. Ο μορφωμένος νέος και όχι ο πελεκυφόρος ημιμαθής είναι ο αντιστασιακός της εποχής μας. Το έχω ξαναγράψει!! Τι να τα κάνουμε τα υπερσύγχρονα, πέμπτης γενιάς αεροπλάνα, όταν δεν θα τα κρατούν χέρια και καρδιές ελληνικές; Τα Κογκρέσα και οι Λευκοί Οίκοι, οι σύγχρονες πύλες του άδου, μπορεί να σε χειροκροτούν, όμως ο λαός σου κυριολεκτικά σαπίζει…
Αλλά αυτά είναι τα επίχειρα μιας παιδείας μίσους, παιδείας βίας, μιας παιδείας μονοσήμαντων διεκδικήσεων, δικαιωμάτων και αυτολατρείας…