Ήταν η πρώτη εβδομάδα του Απριλίου το 1987, λίγες ημέρες μετά την κρίση του “Πίρι Ρέις”, με το οποίο η Τουρκία απειλούσε να κάνει έρευνα για πετρέλαια στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου είχε αποφασίσει να κάνει επίδειξη στρατιωτικής ισχύος και έκανε προετοιμασίες για πόλεμο. Ολόκληρος ο Στόλος είχε αναπτυχθεί στο Αιγαίο, ενώ και οι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας είχαν λάβει εντολές βομβαρδισμού του ερευνητικού σκάφους.
Ένας από τους πιλότους είχε αφηγηθεί στην υπογράφουσα εκείνο το ξημέρωμα: “Στις έξι το πρωί θα βυθίζαμε τον στολίσκο. Tο KYΣEA το είχε εγκρίνει. Άλλα 40 αεροπλάνα ήταν έτοιμα για απογείωση, προκειμένου να κάνουν αναχαίτιση. Για εμάς ήταν πόλεμος, το είχαμε πάρει απόφαση.
Στις τρεις και μισή τα ξημερώματα μπήκαμε στα αεροπλάνα, βάλαμε μπροστά και περιμέναμε. Ήμασταν δεμένοι στο κόκπιτ και δεν μιλούσαμε. Δεν είχαμε καρδιοχτύπι, απλά δεν μιλούσαμε. Ήμασταν πολύ ήρεμοι. Λέγαμε, επιτέλους, ας γίνει. Tα αεροπλάνα θα συναντιόνταν σε συγκεκριμένο σημείο και ύστερα... όποιον πάρει ο χάρος. Σε 2,5 λεπτά θα τελείωναν όλα. Aν απογειωνόμασταν, δεν υπήρχε επιστροφή. Tελικά στις έξι παρά τέταρτο το πρωί υπέκλεψαν τηλέφωνο από το κοντινό τουρκικό ραντάρ και έμαθαν ότι το «Πίρι Pέις» δεν θα βγει. Στις έξι και τέταρτο μας είπαν ότι όλα είχαν τελειώσει».
Ο πιλότος ήταν ο Μίλτος Σκαραμαγκάς. Ο οποίος υπηρετούσε στα “Φάντομ” (F-4) στην Ανδραβίδα.
Την επόμενη εβδομάδα, ο Μίλτος, με τον εκπαιδευτή του Γιάννη Πατσαντάρα είχαν εμπλακεί σε μια αερομαχία στο Αιγαίο. Τουρκικά αεροσκάφη F-104 προερχόμενα από το αεροδρόμιο Badirma, έκαναν παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Όπως θυμάται ο -απόστρατος σήμερα επίτιμος αρχηγός τακτικής αεροπορίας- Γιάννης Πατσαντάρας, απογειώθηκαν δυο Φάντομ από τη Σκύρο για να κάνουν την αναχαίτιση.
Τα ελληνικά και τα τουρκικά αεροσκάφη συναντήθηκαν στην εναέρια περιοχή της Χίου και των Οινουσσών και ενεπλάκησαν αρκετή ώρα σε αερομαχία. Τόσο πολύ που άρχισαν να ξεμένουν από καύσιμα. Τα τουρκικά αεροσκάφη γι αυτό το λόγο στράφηκαν για προσγείωση στο κοντινό αεροδρόμιο της Σμύρνης, το Çiğli, το οποίο χρησιμοποιείτο για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ένα από τα δυο ελληνικά φάντομ έφυγε για προσγείωση, έχοντας ακριβώς το ίδιο πρόβλημα.
Ωστόσο, οι δυο νεαροί πιλότοι, ο Γιάννης Πατσαντάρας και ο Μίλτος Σκαραμαγκάς, με τον ενθουσιασμό που διακρίνει τα νιάτα, πήραν μια παράτολμη απόφαση. Ακολούθησαν τα τουρκικά αεροσκάφη στις τουρκικές ακτές. Πέταξαν πάνω από το αεροδρόμιο της Σμύρνης. “Πετάξαμε πολύ χαμηλά, στα 200 περίπου πόδια”, θυμάται ο Γιάννης Πατσαντάρας. Οι Τούρκοι δεν πρόφτασαν να αντιδράσουν. Ο αιφνιδιασμός ήταν μεγάλος. Το ελληνικό αεροσκάφος είχε χαθεί από τα ελληνικά ραντάρ που είχαν αναστατωθεί και το έψαχναν. Το ραντάρ της Λήμνου έκανε προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί τους. Ίσως εκείνη την ώρα να γνώριζαν ότι θα έχουν συνέπειες εάν το παράτολμο σχέδιό τους γινόταν γνωστό, αλλά δεν τις υπολόγιζαν.
O Mίλτος είχε αφηγηθεί το περιστατικό ως εξής: “Περάσαμε χαμηλά από τον πύργο ελέγχου του τουρκικού αεροδρομίου και σηκώθηκε όλη η αεροπορία τους να μας κυνηγήσει. Tο ραντάρ της Mυκόνου φώναζε σαν τρελό. Μας έψαχναν. Hταν ο Θύμιος που κατάλαβε τι έγινε. Tότε πετάξαμε υπερηχητικά πάνω από όλα τα χωριά τους. Πετούσαμε πολύ μα πολύ χαμηλά κάπου στα 100 μέτρα και... ισιώσαμε όλα τα τζάμια”.
Όλα αυτά διήρκεσαν ελάχιστα λεπτά. Αμέσως μετά το ελληνικό “φάντομ” εμφανίστηκε στα ραντάρ και η καρδιά όλων που το αναζητούσαν ήρθε στη θέση της.
Οι δυο νεαροί πιλότοι είχαν αποφασίσει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και να μην αναφέρουν πουθενά την ενέργειά τους, για να μην υποστούν τις συνέπειες. Κι έτσι κρατήθηκε μυστικό, μέχρι που μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Μίλτος το αφηγήθηκε στην υπογράφουσα που είχε δημοσιεύσει μερικά στοιχεία.
Ακόμα και ως απόστρατοι αεροπόροι, με δυσκολία μιλούν για το περιστατικό. Ίσως επειδή πέρασαν από θέσεις ευθύνης και δεν θα ήθελαν τις νεανικές τους τρέλες να τις μιμηθούν κι άλλοι πιλότοι. Ίσως επειδή καταλαβαίνουν ότι αυτού του είδους οι ενέργειες, έχουν πολιτικά μηνύματα και καλό θα ήταν να τις χειρίζονται πολιτικοί.