Ένα ή περισσότερα φλιτζάνια καφέ μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, υποδεικνύουν οι διατροφικές πληροφορίες από τρεις εκτενείς, αναγνωρισμένες μελέτες για τις καρδιακές παθήσεις, σύμφωνα με σχετική ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο Circulation: Heart Failure.
Ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Κολοράντο και Northwestern χρησιμοποίησαν την τεχνική της μηχανικής εκμάθησης μέσω της Πλατφόρμας Ιατρικής Ακριβείας της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης για να εξετάσουν δεδομένα από την αρχική κοόρτη της Μελέτης Καρδιάς Framingham. Στη συνέχεια τα συνέκριναν με δεδομένα από τη μελέτη Κινδύνου Αθηροσκλήρωσης στην Κοινότητα και τη μελέτη Καρδιαγγειακής Υγείας για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματά τους. Κάθε μελέτη περιελάμβανε παρακολουθήσεις τουλάχιστον 10 ετών και, συγκεντρωτικά, οι μελέτες παρείχαν πληροφορίες για περισσότερους από 21.000 συμμετέχοντες στις ΗΠΑ.
Για να αναλύσουν τα αποτελέσματα της κατανάλωσης καφέ, οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν την κατανάλωση σε καθόλου καφέ ημερησίως, μία, δύο και περισσότερες από τρεις κούπες καφέ ημερησίως. Και στις τρεις μελέτες, η κατανάλωση καφέ αναφερόταν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, χωρίς να υπάρχει βασική μονάδα μέτρησης.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι:
Και στις τρεις μελέτες, οι άνθρωποι που ανέφεραν πως κατανάλωναν μία ή περισσότερες κούπες καφέ είχαν ένα σχετικά μειωμένο μακροπρόθεσμο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Στη μελέτη κινδύνου Αθηροσκλήρωσης στην Κοινότητα, ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας δεν άλλαξε από τη μηδενική κατανάλωση καφέ στη μία κούπα ημερησίως, αλλά ήταν 30% χαμηλότερος στους ανθρώπους που έπιναν τουλάχιστον δύο καφέδες την ημέρα.
Η κατανάλωση καφέ χωρίς καφεΐνη φάνηκε να έχει αντίθετη επίδραση στον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, αυξάνοντάς τον σημαντικά στη μελέτη Καρδιάς Framingham. Στη μελέτη Καρδιαγγειακής Υγείας, ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε αύξηση ή μείωση στον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, σχετική με την κατανάλωση καφέ ντεκαφεϊνέ. Όταν οι ερευνητές εξέτασαν περαιτέρω το εν λόγω ζήτημα, διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση καφέ οποιαδήποτε προέλευσης φάνηκε να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας και η καφεΐνη ήταν τουλάχιστον κατά ένα μέρος ο λόγος για αυτό το προφανές όφελος από την κατανάλωση περισσότερου καφέ.
«Ο συσχετισμός ανάμεσα στην καφεΐνη και τη μείωση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας ήταν εντυπωσιακός. Ο καφές και η καφεΐνη συχνά θεωρούνται επιβλαβή για την καρδιά από τον γενικό πληθυσμό, επειδή οι άνθρωποι τα σχετίζουν με ταχυκαρδίες, υπέρταση, κ.α. Η συνεπής σχέση ανάμεσα στην αυξημένη κατανάλωση καφέ και τον μειωμένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας καθιστά αυτή την υπόθεση αβάσιμη. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκείς και σαφές ενδείξεις ώστε η αυξημένη κατανάλωση καφέ να προταθεί για τη μείωση του κινδύνου καρδιακών παθήσεων με την ίδια δυναμική και βεβαιότητα που συστήνονται η διακοπή του καπνίσματος, η απώλεια βάρους ή η άσκηση», σημειώνει ο Δρ. David P. Kao, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και επίκουρος καθηγητής καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.
«Παρόλο που δεν αποδείχθηκε αιτιότητα, είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι τρεις μελέτες υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση καφέ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας και ότι ο καφές μπορεί να αποτελεί κομμάτι ενός υγιούς διατροφικού μοτίβου όταν καταναλώνεται σκέτος, χωρίς πρόσθετα σάκχαρα και γαλακτοκομικά προϊόντα υψηλών λιπαρών», τονίζει με τη σειρά της η Δρ. Penny M. Kris-Etherton, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
«Το συμπέρασμα: Απολαύστε τον καφέ με μέτρο ως τμήμα ενός συνολικού διατροφικού μοτίβου που προωθεί την υγεία της καρδιάς και απαντά στις συστάσεις για κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, δημητριακών ολικής αλέσεως, γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών ή μηδενικών λιπαρών, χαμηλών σε νάτριο, κορεσμένα λιπαρά και πρόσθετα σάκχαρα. Επίσης, σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι η καφεΐνη είναι διεγερτικό συστατικό και η υπερβολική κατανάλωσή της μπορεί να δημιουργήσει άλλα προβλήματα», καταλήγει η ειδικός.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν και κάποιοι περιορισμοί της μελέτης, οι οποίοι μπορεί να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματα της ανάλυσης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι διαφορές που καταγράφηκαν όσον αφορά στον τρόπο κατανάλωσης του καφέ, καθώς και το είδος του καφέ που καταναλωνόταν. Επίσης, ενδεχομένως να υπήρξε ποικιλία στη μέτρηση μονάδας της μίας κούπας καφέ (πόσα γραμμάρια καφέ ανά μερίδα). Οι παράγοντες αυτοί θα μπορούσαν να συντελέσουν σε διαφορετικά επίπεδα καφεΐνης. Τέλος, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι αρχικές μελέτες αφορούσαν μόνο σε καφέ με και χωρίς καφεΐνη, επομένως τα ευρήματα μπορεί να μην εφαρμόζονται στις περιπτώσεις ενεργειακών ροφημάτων, καφεϊνούχου τσαγιού, αναψυκτικών και άλλων τροφίμων που περιέχουν καφεΐνη, όπως για παράδειγμα η σοκολάτα.