Με τις ασθένειες του αναπνευστικού να έχουν πάρει την ανιούσα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των κρουσμάτων κορονοϊού, της γρίπης, αλλά και της πνευμονίας σε κάποιες περιοχές του πλανήτη, πολλοί αναρωτιούνται αν μπορεί να ευθύνεται για αυτό ο SARS-CoV-2, ο ιός που προκαλεί την COVID-19.
Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι ο ιός αφήνει το σημάδι του στο ανοσοποιητικό, ακόμη κι αν ο ασθενής ξεπεράσει τη σοβαρή νόσηση, γεγονός που εγείρει το ερώτημα: μπορεί η COVID-19 να αυξάνει τον κίνδυνο να αρρωστήσουμε από άλλους ιούς στο μέλλον;
«Κάθε φορά που παθαίνουμε μια λοίμωξη, αυτή μας αλλάζει», λέει ο Δρ David Smith, επικεφαλής λοιμωδών νοσημάτων και δημόσιας υγείας στο νοσοκομείο UC San Diego Health. «Αλλάζει τα Β κύτταρα μας, τα οποία παράγουν αντισώματα, και αλλάζει τα Τ κύτταρα μας, τα οποία επιτελούν κυτταρικές λειτουργίες για να καθαρίσουν τις λοιμώξεις», προσθέτει.
Μερικές φορές, οι αλλαγές αυτές μπορεί να είναι μακροχρόνιες. Μετά από ένα κρούσμα ανεμοβλογιάς, για παράδειγμα, το σώμα χτίζει συνήθως δια βίου ανοσία. Άλλοι ιοί έχουν πιο ύπουλα αποτελέσματα. Η ιλαρά, για παράδειγμα, ουσιαστικά αναγκάζει το σώμα να μάθει ξανά πώς να πολεμά άλλες λοιμώξεις, δείχνει η έρευνα, ενώ ο HIV αφήνει τους ανθρώπους σε σοβαρή ανοσοκαταστολή.
Ο SARS-CoV-2 φαίνεται να βρίσκεται κάπου ανάμεσα, αν και ο Smith τονίζει ότι η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι επαναμολύνσεις δεν είναι μόνο πιθανές αλλά συχνές, αποκλείοντας την ιδέα της ευρείας δια βίου ανοσίας.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν επί του παρόντος στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η COVID-19 προκαλεί ανοσοανεπάρκεια σε ολόκληρο τον πληθυσμό, λέει η Sheena Cruickshank, καθηγήτρια Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
Ορισμένες μελέτες, όμως, δείχνουν ότι οι λοιμώξεις από τον ιό SARS-CoV-2, ιδίως οι σοβαρές, μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως να μειώσουν τον αριθμό και την απόδοση των Τ κυττάρων, να προκαλέσουν διαταραχές στα Β κύτταρα, ελλείψεις στα δενδριτικά κύτταρα, τα οποία ρυθμίζουν την ανοσολογική απόκριση, και αλλοιωμένη γονιδιακή έκφραση που συνδέεται με αυξημένη φλεγμονή. Μερικές από τις αλλαγές αυτές φαίνεται να διαρκούν μήνες μετά από μία σοβαρή λοίμωξη COVID-19.
Ωστόσο, όσο τρομακτικά κι αν ακούγονται αυτά τα ευρήματα, «μπορεί να δείτε πολλές αλλαγές, αλλά δεν ξέρετε ποιες από τις αλλαγές αυτές μπορεί να σχετίζονται με τη μελλοντική λειτουργία», λέει ο John Tsang, καθηγητής Ανοσοβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Yale. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές σε συγκεκριμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι ολόκληρο το σύστημα, ή ακόμα και μέρος του, θα σταματήσει να λειτουργεί.
Είναι φυσιολογικό να διαταράσσονται οι δείκτες του ανοσοποιητικού μετά από μια λοίμωξη, προσθέτει ο Cruickshank, αλλά ακόμη και οι αλλαγές που ακούγονται άσχημες, δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις.
«Μελέτες με πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα έχουν δείξει ότι, για τους περισσότερους ανθρώπους, η ανοσολογική απόκριση επανέρχεται στο φυσιολογικό και αποκαθίσταται», λέει ο Cruickshank.
Σε μια μελέτη που συνέταξε ο Tsang, οι άνδρες που είχαν αναρρώσει από ήπια COVID-19 παρουσίασαν στην πραγματικότητα ισχυρότερες ανοσοαποκρίσεις στα εμβόλια της γρίπης από τους άνδρες που δεν πέρασαν ποτέ COVID-19, κάτι που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή ο κορονοϊός μπορεί να λειτούργησε ευεργετικά.
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Άτομα που πέρασαν σοβαρή COVID-19 μπορεί να αντιμετωπίσουν μόνιμα προβλήματα υγείας, είτε από τον ίδιο τον ιό είτε από ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρών μορφών της COVID-19, όπως τα στεροειδή και οι ρυθμιστές του ανοσοποιητικού συστήματος, λέει ο Smith.
Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν επίσης ότι τα χρόνια συμπτώματα της long COVID θα μπορούσαν να είναι σημάδι ανοσολογικής δυσλειτουργίας και πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι τα άτομα με long COVID είναι πιο πιθανό να μολυνθούν εκ νέου από τον SARS-CoV-2 από τα άτομα που αναρρώνουν πλήρως.
Ωστόσο, για άτομα που πέρασαν ήπια τη λοίμωξη και δεν είχαν μακροχρόνια συμπτώματα, ο Tsang λέει ότι η επιστημονική βιβλιογραφία δεν υποστηρίζει την ιδέα της ευρείας ανοσοκαταστολής μετά την COVID-19.
Γιατί λοιπόν φαίνεται ότι οι άνθρωποι αρρωσταίνουν πιο συχνά τώρα από ό,τι πριν από την πανδημία;
Υπάρχει πάντα η πιθανότητα η COVID-19 να προκαλεί ανοσολογικές αλλαγές που δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα στην έρευνα, λέει η Katelyn Jetelina, επιδημιολόγος. Η ίδια πιστεύει, ωστόσο, ότι είναι πιο πιθανό οι άνθρωποι να προσέχουν απλώς περισσότερο τα αναπνευστικά συμπτώματα που εμφανίζουν σε σχέση με το παρελθόν.
Αρκετά χρόνια μειωμένης έκθεσης σε παθογόνους μικροοργανισμούς λόγω της ευρείας χρήσης της μάσκας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορεί επίσης να έχουν αλλάξει τα πρότυπα μετάδοσης ασθενειών, λέει ο Cruickshank. Τα παιδιά που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να μην έχουν εκτεθεί σε μικρόβια που θα είχαν, σε διαφορετικές συνθήκες, συναντήσει ως μωρά ή ως νήπια. Ακόμη και ενήλικες που μπορεί να είχαν έρθει στο παρελθόν αρκετές φορές σε επαφή με ιούς του κοινού κρυολογήματος ή της γρίπης, μπορεί τώρα να έρχονται αντιμέτωποι με νέα στελέχη αυτών των ιών, με τα οποία το σώμα τους είναι λιγότερο εξοικειωμένο, λέει ο Cruickshank.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι η COVID-19 είναι αβλαβής. Εξακολουθεί να είναι η κύρια αιτία θανάτου στις ΗΠΑ. Η μακροχρόνια COVID παραμένει σοβαρός κίνδυνος και υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμη και φαινομενικά ήπιες λοιμώξεις μπορεί να επηρεάσουν την καρδιά, τον εγκέφαλο και άλλα όργανα. Η αποφυγή του ιού SARS-CoV-2 εξακολουθεί να είναι η πιο ασφαλής κίνηση για την υγεία μας — ανεξάρτητα από το πώς επηρεάζει την πιθανότητα να αρρωστήσουμε στο μέλλον.