Ο καρκίνος ωοθηκών είναι ο τρίτος συχνότερος γυναικολογικός καρκίνος, αλλά δυστυχώς ο πιο θανατηφόρος. Η αιτία είναι η διάγνωση της μεγάλης πλειοψηφίας των ασθενών σε προχωρημένο στάδιο, όπου η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων είναι περιορισμένη. Η ύπαρξη επομένως διαγνωστικών εξετάσεων που θα επέτρεπαν την έγκαιρη διάγνωση της νόσου αποτελεί σοβαρή ιατρική ανάγκη για τον καρκίνο ωοθηκών.
Ο καρκινικός δείκτης CA125 σχετίζεται στενά με την εμφάνιση του συχνότερου ιστολογικού τύπου του καρκίνου ωοθηκών, ενώ επίσης το υπερηχογράφημα των έσω γεννητικών οργάνων μπορεί να εντοπίσει εύκολα αλλαγές που υπάρχουν στη μορφολογία των ωοθηκών. Πρόκειται δηλαδή για δύο ελάχιστα επεμβατικές, χαμηλού κόστους και εύκολα πραγματοποιήσιμες εξετάσεις που μπορούν να υποβοηθήσουν στη διάγνωση του καρκίνου ωοθηκών. Θα μπορούσαν δηλαδή να αποτελέσουν μέσα προσυμπτωματικού ελέγχου για το νόσημα αυτό. Μάλιστα, οι διαγνωστικές αυτές εξετάσεις χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλες μελέτες προσυμπτωματικού ελέγχου που διενεργήθηκαν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τα προηγούμενα χρόνια. Καμιά μελέτη όμως δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος του καρκίνου των ωοθηκών μπορεί να μειώσει την θνητότητα της νόσου και στα πλαίσια αυτά δεν έχει υιοθετηθεί από τις κατευθυντήριες οδηγίες διεθνώς. Πιο συγκεκριμένα, όπως όμως αναφέρουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Επίκουρος Καθηγητής Μιχάλης Λιόντος, Καθηγήτρια Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Καθηγητής Θάνος Δημόπουλος το θέμα του προσυμπτωματικού ελέγχου στον καρκίνο ωοθηκών δεν έχει οριστικά κριθεί.
Σε μία από τις μεγαλύτερες μελέτες του είδους που διενεργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (μελέτη UKTOCS) παρότι δεν διαπιστώθηκε διαφορά στη θνητότητα από τη νόσο, το ποσοστό των ασθενών με προχωρημένη νόσο σταδίου ΙV ήταν σημαντικό μικρότερο με τη χρήση του προσυμπτωματικού ελέγχου. Αυτή η διαφοροποίηση μελετήθηκε σε πρόσφατη εργασία που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet Oncology. Στη μελέτη UKTOCS συμμετείχαν περισσότερες από 200.000 γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο ηλικίας 50-74 ετών που τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:2:1 στο να υποβληθούν ή όχι σε προσυμπτωματικό έλεγχο που περιελάμβανε μέτρηση του CA125 και διακολπικό υπερηχογράφημα κάθε 6 μήνες ή να υποβάλλονται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο. Κατά μέσο όρο οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε έλεγχο για 8 χρόνια. Στη δημοσίευση αναλύθηκαν τα χαρακτηριστικά των ασθενών με το συχνότερο τύπο καρκίνου ωοθηκών το υψηλής κακοήθειας ορώδες νεόπλασμα.
Η επίπτωση της νόσου ήταν παρόμοια σε όλα τα σκέλη της μελέτης, όμως το ποσοστό των ασθενών με πρώιμη νόσο (σταδίου Ι) ήταν μεγαλύτερο με τη χρήση των διαγνωστικών εξετάσεων. Αυτό είχε ως συνέπεια μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργείο και μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών με πλήρη χειρουργική εξαίρεση της νόσου που θεωρείται προγνωστικός παράγοντας στον καρκίνο ωοθηκών. Το ποσοστό όμως των γυναικών που έλαβαν χημειοθεραπεία ήταν παρόμοιο και η επιβίωση μετά από σχεδόν δέκα χρόνια παρακολούθησης εμφανίζει απόλυτη διαφορά 7% μόνο μετά από 18 έτη παρακολούθησης.
Καθώς η μελέτη διενεργήθηκε πριν από περισσότερο από μια δεκαετία, η θεραπευτική προσέγγιση ιδιαίτερα σε πρώιμα στάδια ήταν διαφορετική και η μοριακή ταξινόμηση της νόσου και η χρήση στοχευουσών θεραπειών άγνωστη. Παρά όμως αυτούς τους περιορισμούς, οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι το υπερηχογράφημα και η μέτρηση του CA125 δεν μπορούν να αποτελέσουν μέσα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο ωοθηκών και το όφελος στην επιβίωση είναι μικρό. Επιπλέον, διερευνητικά καταληκτικά σημεία όπως το στάδιο διάγνωσης της νόσου και το ποσοστό των ασθενών που κάνουν ιδανικό χειρουργείο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μεθόδων προσυμπτωματικού ελέγχου στον καρκίνο ωοθηκών.
Τα αποτελέσματα αυτά, επομένως, δεν επηρεάζουν τις υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών επιστημονικών εταιρειών (ESMO, ASCO, GOG) που δεν συνιστούν τη διενέργεια προσυμπτωματικού ελέγχου στον γενικό πληθυσμό για τον καρκίνο ωοθηκών καθώς τα ως τώρα δεδομένα δεν αποδεικνύουν κάποιο όφελος στην επιβίωση των γυναικών. Αντιθέτως, συστήνουν την εκπαίδευση των γυναικών στα πιθανά συμπτώματα της νόσου, έτσι ώστε να επισπεύδεται η διάγνωση και η αντιμετώπιση των ασθενών. Ειδική κατηγορία αποτελούν οι γυναίκες που φέρουν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2 για τις οποίες προτείνεται η διενέργεια προφυλακτικής σαλπιγγοωοθηκεκτομής μετά την ολοκλήρωση του οικογενειακού προγραμματισμού λόγω του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Μάλιστα, η ESMO συστήνει να συζητείται η διενέργεια διακολπικού υπερηχογραφήματος και μέτρησης CA125 κάθε 6 μήνες μετά τα 35 έτη και ως την διενέργεια της προφυλακτικής σαλπιγγοωοθηκεκτομής σε αυτή την ομάδα γυναικών. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι το υπερηχογράφημα να διενεργείται από εξειδικευμένο κέντρο.
Υπάρχει όμως και η αισιόδοξη πλευρά. Καθώς κατανοούμε καλύτερα την παθογένεση της νόσου, η μελέτη παρέχει επαρκή δεδομένα ότι νέες τεχνολογίες που μπορούν να διαγνώσουν πρωιμότερα τον καρκίνο ωοθηκών σε συνδυασμό με τη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών τεχνικών μπορούν να μειώσουν τη θνητότητα από αυτό το δύσκολο νόσημα.