Ένας στους τέσσερις Έλληνες καπνίζει σε καθημερινή βάση, την ώρα που ο καρκίνος του πνεύμονα «κρατάει τα σκήπτρα» στους θανάτους από καρκίνο στη χώρα, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το κάπνισμα, που είδε το φως της δημοσιότητας την Τετάρτη (01.02.2023).
Την ίδια στιγμή, άκρως ανησυχητική είναι και η εμμονή των Ελλήνων με το κάπνισμα, η οποία μας κατατάσσει στη δεύτερη χειρότερη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία.
Παρότι η διακοπή του καπνίσματος φαίνεται να αποτελεί θετικό παράπλευρο αποτέλεσμα της κρίσης, κατά την περίοδο 2010-2016, ωστόσο στη συνέχεια δεν θεσπίστηκαν μέτρα ελέγχου του καπνού.
Οπότε, το 2019 -οπότε διενεργήθηκε η μελέτη- σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες (24 %) κάπνιζε σε καθημερινή βάση. Ποσοστό που δίνει στη χώρα μας τη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία (διάγραμμα 4).
Μεταξύ των φύλων, ο ποσοστό των ανδρών καπνιστών είναι πολύ υψηλότερο (30 %) από το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών (18 %). Περισσότερο δε καπνίζουν οι πολίτες που κατατάσσονται στα χαμηλότερα εισοδήματα (+10 μονάδες).
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές του ΟΟΣΑ, “το πλέον πρόσφατο νομικό πλαίσιο εγκρίθηκε το 2019, όταν η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει μια πιο ολοκληρωμένη αντικαπνιστική νομοθεσία. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες, δεδομένου ότι επικεντρώνεται περισσότερο σε μέτρα και κυρώσεις αναδρομικού χαρακτήρα παρά στην πρόληψη”.
Δράσεις για τον έλεγχο του καπνού
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Οργανισμού, η σημερινή κυβέρνηση προσπάθησε τον Οκτώβριο του 2019 να ενισχύσει τις δράσεις κατά του καπνίσματος, με έμφαση στην απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους και στους χώρους εργασίας.
Το σχέδιο για τον έλεγχο του καπνού, ακολουθήθηκε από μέτρα επιβολής και κυρώσεις για την απαγόρευση του καπνίσματος σε ταξί, σε ΙΧ στα οποία επιβαίνουν παιδιά, σε υπαίθριους αθλητικούς χώρους και σε παιδικές χαρές, εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης.
Ωστόσο, μετά τους περιορισμούς της κυκλοφορίας λόγω COVID-19 και το κλείσιμο των επιχειρήσεων, ο έλεγχος του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους έγινε λιγότερο αυστηρός, όπως διαπιστώνει ο ΟΟΣΑ και προσθέτει:
“Επιπλέον, οι κανόνες για το άτμισμα σε δημόσιους χώρους σε μεγάλο βαθμό δεν αποσαφηνίζονται. Επιπροσθέτως, τα κέντρα διακοπής καπνίσματος, τα οποία θα μπορούσαν να παρέχουν κίνητρα και υποστήριξη στους καπνιστές ώστε να διακόψουν το κάπνισμα, είναι εξαιρετικά περιορισμένα σε αριθμό και δεν έχουν ενισχυθεί οι υπηρεσίες τους. Συνολικά, τα μέτρα για τη μείωση του καπνίσματος έχουν επικεντρωθεί σε πολιτικές αναδρομικού χαρακτήρα και όχι σε πολιτικές πρόληψης”.
Καρκίνος του πνεύμονα
Ο καρκίνος του πνεύμονα και ο καρκίνος του παχέος εντέρου συνιστούν τις κύριες αιτίες θανάτου από καρκίνο στην Ελλάδα
Το 2019 ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν η κύρια αιτία θανάτου από οποιονδήποτε τύπο καρκίνου στην Ελλάδα και ευθυνόταν για περίπου 59 θανάτους ανά 100 000 άτομα.
Ο καρκίνος του μαστού ήταν ο κύριος τύπος καρκίνου στις γυναίκες (29 %), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου (12 %) και τον καρκίνο του πνεύμονα (9 %).
Τα νέα περιστατικά καρκίνου στους άνδρες αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 20 % κατά την περίοδο μεταξύ του 2020 και του 2040 (από 35 000 σε 44 000 περιστατικά) και κατά 12 % στις γυναίκες (από 27 000 σε 30 000 περιστατικά), αντίστοιχα.
Η οικονομική κρίση έφερε αύξηση στη συχνότητα του καρκίνου του πνεύμονα.
Ο καρκίνος συγκαταλέγεται στις μη μεταδοτικές νόσους που επηρεάζονται περισσότερο κατά τη διάρκεια περιόδων ύφεσης.
Στην Κρήτη, για παράδειγμα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε σημαντική αύξηση του άχθους του καρκίνου του πνεύμονα και των συναφών παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα και η ρύπανση του αέρα εσωτερικών και του αέρα εξωτερικών χώρων.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης διαγνώστηκαν με καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο περισσότεροι ασθενείς απ’ ό,τι πριν από την κρίση. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την ανεπάρκεια των μηχανισμών έγκαιρης ανίχνευσης και την αύξηση των εμποδίων στην πρόσβαση.
Τέλος, οι γυναίκες με χαμηλό εισόδημα επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας, η οποία αποδίδεται εν μέρει σε κοινωνικές ευπάθειες, όπως τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και οι υψηλότεροι παράγοντες κινδύνου για την υγεία.
Της Γιάννας Σουλάκη/iatropedia.gr.