Η λήψη αντισυλληπτικών χαπιών αυξάνει τον κίνδυνο για θρόμβωση και φλεβική θρομβοεμβολή, ιδιαίτερα στις γυναίκες που πάσχουν από κληρονομική θρομβοφιλία – μια διαταραχή της πήξης του αίματος.
Όσες πάσχουν από ήπια ή σοβαρή μορφή κληρονομικής θρομβοφιλίας και παίρνουν αντισυλληπτικά, διατρέχουν εξαπλάσιο έως επταπλάσιο κίνδυνο να υποστούν θρόμβωση, σε σύγκριση με όσες δεν πάσχουν από θρομβοφιλία. Όταν, όμως, έχουν και οικογενειακό ιστορικό της νόσου, ο κίνδυνος για θρόμβωση αυξάνεται κατά 2-3 φορές περισσότερο.
Τα αντισυλληπτικά συνήθως χορηγούνται στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας για την καταστολή της ωοθυλακιορρηξίας. Χρησιμοποιούνται και για θεραπευτικούς λόγους, όπως για την αντιμετώπιση:
- Των επιπτώσεων του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών
- Της ενδομητρίωσης
- Των κύστεων ωοθηκών
- Της δυσμηνόρροιας
- Των διαταραχών της εμμήνου ρύσεως
Η φλεβική θρομβοεμβολή
Όπως εξηγεί η βιοπαθολόγος-μικροβιολόγος δρ Ελένη Μπαλαμπάνη, τα αντισυλληπτικά περιέχουν συνθετικές γυναικείες ορμόνες (προγεστερόνη και οιστρογόνα) σε χαμηλές ποσότητες. Τα οιστρογόνα μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των παραγόντων πήξης στο αίμα, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι πιθανότητες φλεβικής θρομβοεμβολής, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους χρήσης.
Δυστυχώς, «ο αριθμός των γυναικών που λαμβάνουν αντισυλληπτικά χωρίς να έχουν ελέγξει προηγουμένως εάν απειλούνται από φλεβική θρομβοεμβολή είναι μεγάλος», επισημαίνει.
Η φλεβική θρομβοεμβολή είναι μια από τις κύριες αιτίες θανάτου και αναπηρίας παγκοσμίως. Τόσο η επίπτωση όσο και ο επιπολασμός της εξαρτώνται από τη φυλή, αλλά και την ηλικία των ασθενών. Ο κίνδυνος να εκδηλωθεί θρόμβωση που θα οδηγήσει σε εμβολή αυξάνεται κατά περίπου 90 φορές από τα παιδιά ηλικίας κάτω των 15 ετών έως τα άτομα ηλικίας 80 ετών και άνω.
Η φλεβική θρομβοεμβολή εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες κατά την παιδική ηλικία και στους άνδρες μετά την ηλικία των 45 ετών. Είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από επεισοδιακή υποτροπή. Δίχως την κατάλληλη αντιπηκτική αγωγή, το περίπου 30% των ασθενών εμφανίζει νέο επεισόδιο εντός 10 ετών.
Παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τις πιθανότητες να δημιουργηθεί θρόμβωση και ο θρόμβος να απελευθερωθεί και να μετακινηθεί στο κυκλοφορικό σύστημα, προκαλώντας τελικά εμβολή. Αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν όσοι:
- Βρίσκονται σε κατάκλιση
- Έχουν τραυματιστεί στο κάτω μέρος του σώματός τους
- Έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στα κάτω άκρα
- Πάσχουν από καρκίνο, καρδιοπάθεια ή/και παχυσαρκία
- Είναι καπνιστές
Αυξημένο κίνδυνο για θρόμβωση διατρέχουν επίσης οι γυναίκες οι οποίες:
- Κάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης
- Είναι έγκυοι
Η θρομβοφιλία
Τον κίνδυνο αυξάνει επίσης η θρομβοφιλία, η οποία είναι μια αιματολογική διαταραχή υπερπηκτικότητας. Η διαταραχή αυτή καθιστά ευκολότερη την πήξη του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες και τη δημιουργία θρόμβων. Η τάση αυτή μπορεί να είναι κληρονομική (γενετική) ή επίκτητη.
«Φυσιολογικά ο οργανισμός δημιουργεί έναν θρόμβο αίματος προκειμένου να σταματήσει την αιμορραγία σε περίπτωση τραυματισμού. Ο θρόμβος αυτός κατόπιν διαλύεται», λέει η δρ Μπαλαμπάνη. «Το σώμα των πασχόντων από θρομβοφιλία, όμως, είτε δημιουργεί πολλούς θρόμβους είτε δεν διασπά όσους αναπτύσσονται. Οι θρόμβοι αυτοί είναι επικίνδυνοι, διότι μπορεί να αποφράξουν φλέβες ή αρτηρίες και να προκαλέσουν βλάβη σε ζωτικής σημασίας όργανα, όπως η καρδιά και οι πνεύμονες».
Κληρονομικοί και επίκτητοι τύποι
Ο συχνότερος κληρονομικός τύπος της είναι η θρομβοφιλία V (Leiden). Ο τύπος αυτός είναι πιθανότερο να προκαλέσει αρχικά εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση.
Ο δεύτερος συχνότερος τύπος είναι η θρομβοφιλία λόγω μετάλλαξης στο γονίδιο της προθρομβίνης. Οι πάσχοντες από αυτήν αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο να εκδηλώσουν:
- Πνευμονική εμβολή
- Εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση
- Αποβολή ως πρώτο συμβάν
Ακολουθούν η θρομβοφιλία λόγω ανεπάρκειας της πρωτεΐνης C, της πρωτεΐνης S, και η ανεπάρκεια αντιθρομβίνης ΙΙΙ.
Η επίκτητη θρομβοφιλία οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως στον τρόπο ζωής, σε ορισμένα φάρμακα και νόσους. Ο συχνότερος τύπος είναι το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο και θεωρείται η πιο επιθετική μορφή της.
Η διάγνωση
Η διάγνωση της διαταραχής γίνεται με εξετάσεις αίματος, οι οποίες είναι επιβεβλημένες σε όσες έχουν οικογενειακό ή ατομικό ιστορικό θρόμβων ή/και συχνές αποβολές.
«Ο έλεγχος καθιστά δυνατό τον εντοπισμό των γυναικών που θα μπορούσαν να αποφύγουν μια φλεβική θρομβοεμβολή, εάν λάμβαναν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα, όπως η επιλογή μιας άλλης αντισυλληπτικής μεθόδου ή αντισυλληπτικών που περιέχουν μόνο προγεστερόνη», λέει η δρ Μπαλαμπάνη. «Συνιστάται η πλήρης ενημέρωσή τους σχετικά με τις επιπτώσεις της λήψης αντισυλληπτικών χωρίς έλεγχο, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν οι ίδιες εάν θα υποβληθούν σε εξετάσεις».
Στις εξετάσεις που προτείνεται να γίνουν για να αξιολογηθεί η πιθανότητα να συμβεί θρόμβωση, συμπεριλαμβάνονται πηξιολογικές, ανοσολογικές και μοριακές αναλύσεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων:
- Η γενική αίματος
- Ο έλεγχος 13 γενετικών μεταλλάξεων και προδιαθεσικών παραγόντων για θρομβοφιλία και εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση
- Ο έλεγχος για αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο
Για διευκόλυνση και εξατομίκευση του ελέγχου γίνονται συνδυασμοί αναλύσεων σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως για άτομα με οικογενειακό ιστορικό θρόμβωσης, για γυναίκες που θέλουν να κάνουν λήψη από του στόματος αντισυλληπτικών, για εγκύους και λεχώνες.
Η εύρεση θρομβοφιλίας δεν συνεπάγεται πως η γυναίκα θα εκδηλώσει οπωσδήποτε απειλητική θρόμβωση. Απλώς οι πιθανότητες είναι αυξημένες, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν πάσχουν από τη νόσο. «Η γνώση της ύπαρξής της εξασφαλίζει τη διαμόρφωση των ενδεδειγμένων θεραπευτικών στρατηγικών, που θα προστατεύσουν τις γυναίκες από αναίτιες ταλαιπωρίες», καταλήγει η δρ Μπαλαμπάνη.