Με στόχο τον περιορισμό του κινδύνου περαιτέρω μετάδοσης του κορωνοϊού, οι επιστήμονες τώρα συστήνουν την επανεξέταση των ασθενών με COVID-19 πάνω από τέσσερις εβδομάδες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων
Μία νέα πτυχή για τη διάρκεια της καραντίνας και τον επανέλεγχο των διαγνωσμένων με COVID-19 ασθενών αναδεικνύουν οι επιστήμονες σε νέα τους μελέτη. Όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσίευση στο BMJ Open, οι άνθρωποι που έχουν νοσήσει από COVID-19 θα πρέπει να εξετάζονται ξανά τέσσερις ή και περισσότερες εβδομάδες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος περαιτέρω μόλυνσης.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο SARS-CoV-2, ο ιός που είναι υπεύθυνος για τη λοίμωξη COVID-19, χρειάζεται κατά μέσο όρο 30 ημέρες για να απεκκριθεί από τον οργανισμό μετά από ένα θετικό αποτελέσματα και 36 ημέρες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Επίσης, ακόμα δεν είναι σαφές το πόσο μολυσματικό μπορεί να είναι ένα άτομο που βρίσκεται στη φάση της ανάρρωσης, προειδοποιούν οι ερευνητές.
Επιπλέον, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα ποσοστά ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων –όπου οι άνθρωποι εσφαλμένα διαβεβαιώνονται ότι δεν έχουν πλέον ενεργό στέλεχος του ιού στο σώμα τους- είναι σχετικά υψηλά (1 στα 5) κατά την πρώιμη ανάρρωση, θέτοντάς τους σε κίνδυνο ακούσιας μετάδοσης της μόλυνσης.
«Το κλειδί για τον περιορισμό του κινδύνου περαιτέρω μόλυνσης και την ελαχιστοποίηση της περιόδου αναγκαστικής απομόνωσης για τους ασθενείς που δεν παρουσιάζουν πλέον συμπτώματα είναι μια ακριβής αξιολόγηση του χρόνου που χρειάζεται το σώμα για να αποβάλει τον ιό», αναφέρουν οι ερευνητές.
Για να διερευνήσουν περισσότερο το εν λόγω ζήτημα, οι επιστήμονες παρακολούθησαν την εξέλιξη 4.538 κατοίκων μίας από τις περιοχές της Ιταλίας με τα περισσότερα κρούσματα, την επαρχία Reggio Emilia, οι οποίοι είχαν αποδειχθεί θετικοί στον ιό μεταξύ 26 Φεβρουαρίου και 22 Απριλίου.
Λόγω ελλιπών στοιχείων, στην προκαταρκτική ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 4.480 άνθρωποι, με τους 1.259 να έχουν εκκαθαρίσει τον ιό από τον οργανισμό τους, όπως προσδιορίστηκε από τουλάχιστον ένα αρνητικό τεστ μετά την αρχική θετική διάγνωση και 428 να χάνουν τελικά τη ζωή τους. Ο μέσος χρόνος για την αποβολή του ιού από τον οργανισμό ήταν 31 ημέρες μετά το πρώτο θετικό τεστ ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος.
Στη συνέχεια οι ερευνητές εξέτασαν την ταχύτητα αποβολής του ιού και κάθαρσης του οργανισμού σε 1.162 ανθρώπους, πέραν των αρχικών 4.480, για τους οποίους είχε περάσει ο απαραίτητος χρόνος μετά το πρώτο τεστ επιχρίσματος (τουλάχιστον 30 ημέρες). Κάθε επιζών ασθενής επανεξετάστηκε κατά μέσο όρο τρεις φορές: μία περίπου 15 ημέρες μετά το πρώτο θετικό τεστ, 14 ημέρες μετά το δεύτερο και 9 ημέρες μετά το τρίτο.
Απουσία ιού ανιχνεύθηκε σε 704 (60,5%) ανθρώπους και επιβεβαιώθηκε στο 79% αυτών που επανεξετάστηκαν μετά το πρώτο τεστ επιχρίσματος (436/554), υποδεικνύοντας ένα ποσοστό ενός ψευδώς αρνητικού τεστ για κάθε πέντε αρνητικά αποτελέσματα.
Ο μέσος χρόνος για να «καθαρίσει« ο οργανισμός από τον ιό στην ομάδα αυτή ήταν 30 ημέρες μετά το πρώτο θετικό τεστ και 36 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά ο χρόνος επεκτεινόταν ανάλογα με την ηλικία και τη σοβαρότητα της λοίμωξης.
Βάσει των ευρημάτων αυτών, οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι η επανεξέταση στις 14 ημέρες μετά από ένα θετικό τεστ επιχρίσματος στις περισσότερες περιπτώσεις θα παράσχει το ίδιο αποτέλεσμα και ότι ένα σχετικά υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων στον επανέλεγχο παραμένει έως και τρεις εβδομάδες αργότερα.
Τα δεδομένα δείχνουν μια μακρά περίοδο ενεργού ιικού στελέχους, αναφέρουν οι ερευνητές, προειδοποιώντας πως «για να αποφύγουμε τη δημιουργία δευτερευόντων περιστατικών, είτε η περίοδος απομόνωσης πρέπει να είναι μεγαλύτερη (30 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων) ή τουλάχιστον το ένα τεστ επανεξέτασης να γίνεται πριν τη διακοπή της καραντίνας».
Τονίζουν, ακόμη, ότι προηγούμενη πειραματική έρευνα έδειξε ότι κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης το άτομο μάλλον δεν είναι μεταδοτικό, ακόμα και αν αποδειχθεί θετικό, παρακινώντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να συστήσει περίοδο απομόνωσης έως και 13 ημέρες για όσους εκδηλώνουν συμπτώματα και 10 για όσους παραμένουν ασυμπτωματικοί.
«Τα στοιχεία για τον κίνδυνο μετάδοσης κατά τη διάρκεια της φάσης ανάρρωσης που προσδιορίζεται από ένα θετικό τεστ είναι αδύναμα και τα υπάρχοντα δεδομένα ορού δεν έχουν παράσχει επιπρόσθετες γνώσεις. Τέλος, τα τρέχοντα επιδημιολογικά στοιχεία για τη μετάδοση έχουν επηρεαστεί από το πώς έχει διαχειριστεί η καραντίνα μέχρι σήμερα», επισημαίνουν καταληκτικά οι επιστήμονες.