Ήταν 24 Απριλίου του 1821 όταν ο Αθανάσιος Διάκος, ένας από τους σημαντικότερους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ ο θάνατός του χαρακτηρίστηκε ως πλέον μαρτυρικός, έπειτα από μία βαθιά επεισοδιακή δίκη.
«Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!»
Έπειτα από τη μάχη της Αλαμάνας, ο Αθανάσιος Διάκος, πληγωμένος σοβαρά στον δεξί του ώμο, συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες και μεταφέρθηκε στη Λαμία ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη. Εκείνος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή Πασά. Λόγω της εκτίμησης που έτρεφε για το πρόσωπό του, προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας χαρακτηριστικά «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!». Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά ο Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ, που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη. Έτσι την επόμενη μέρα, ο Αθανάσιος Διάκος υπέστη έναν μαρτυρικό θάνατο, καθώς ανασκολοπίστηκε, κάτι που εκλαϊκευμένα αναφέρεται ότι «σουβλίστηκε».
Ο Αθανάσιος Διάκος αντιμετώπισε τον μαρτυρικό του θάνατο με περίσσιο θάρρος, υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ενώ μόνο ένα παράπονο βγήκε απ' τα χείλη του, προβλέποντας την ήδη επερχόμενη ανάσταση του Ελληνισμού: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι».
Η αποτρόπαια θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι, στη Λαμία στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα.
Ανώτατος αξιωματικός πρώτης τάξης
Ο χώρος της ταφής του Αθανάσιου Διάκου είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Έπειτα, το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του έως τον θάνατό της, το 1873.
Ποιος ήταν ο Αθανάσιος Διάκος
Γεννήθηκε στην περιοχή Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας ή Αρτοτίνα Φωκίδας στις 4 Ιανουαρίου 1788. Ήταν Έλληνας οπλαρχηγός εκ των πρωταγωνιστών ηρώων του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Καταγόταν από την ορεινή Φωκίδα και σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Ο ίδιος όμως, επέλεξε ως επώνυμο το «Διάκος».
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και στις 23 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία, δολοφονήθηκε στις 24 Απριλίου 1821, έπειτα από βασανιστήρια.
Η μάχη της Αλαμάνας
Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 1.000 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας, στον ποταμό Σπερχειό.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Έχοντας η πλειονότητα των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με όσους συμπολεμιστές του θέλουν να μείνουν σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν. "Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του" ήταν η απάντηση και έμεινε με 48 παλικάρια.
Σύμφωνα με τον Ιω. Φιλήμονα πάνω από 200 Έλληνες ήταν νεκροί. Οι τουρκικές απώλειες περιορίζονταν σε 150 νεκρούς σύμφωνα με τον Φιλήμονα, 600 κατά τον Πουκεβίλ.
Η μάχη της Αλαμάνας, αποτελεί σταθμό για την επανάσταση και τον νεότερο ελληνισμό. Διεξαγόμενη στην τοποθεσία της αρχαίας μάχης των Θερμοπυλών, υπήρξε, όπως κι εκείνη, ένα άφθαστο παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ίσως και μεγαλύτερο από αυτό του Λεωνίδα, αν αναλογιστούμε πως οι Σπαρτιάτες θα φονεύονταν, σύμφωνα με τους νόμους της πόλης, αν γυρνούσαν πίσω ηττημένοι. Ο Διάκος όμως είχε επιλογές και χρόνο να διαφύγει. Προτίμησε να θυσιαστεί στον βωμό του χρέους και απέδειξε πως δεν έπαψαν να γεννιούνται ήρωες στην ελληνική γη.
Η γενναία απόφαση του Αθανασίου Διάκου, να μείνει και να πολεμήσει μέχρι τέλους, βοήθησε τον Κολοκοτρώνη που πολιορκούσε την Τριπολιτσά, να κερδίσει μερικές μέρες χρόνο, αφού ο Ομέρ Βρυώνης καθυστέρησε την προέλασή του μέχρι τις 7 Μαΐου για να ανασυντάξει και να τροφοδοτήσει με νέα δύναμη τον στρατό του. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί ότι υπήρχε μεγαλύτερη δύναμη Ελλήνων στον Μοριά και φοβήθηκε, μετά το ηρωικό παράδειγμα του Διάκου, πως η κατάσταση ήταν πλέον σοβαρή και δεν είχε να κάνει με απλά κινήματα ανταρσίας, αλλά με μια γενικευμένη επανάσταση.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν παρουσιάζεται εκείνες τις μέρες του αγώνα, ενώ θα ήταν σημαντική η βοήθεια του. Κάνει την εμφάνισή του μετά τη μάχη της Αλαμάνας ίσως γιατί δεν πρόλαβε τα γεγονότα ή υπήρχε κάποιος άλλος λόγος, αν αναλογιστούμε και την ρήξη του με τον Διάκο παλιότερα, αλλά και την κακή σχέση του με τον Πανουργιά όταν, τον καιρό που ο Ανδρούτσος ήταν στις προσταγές του Αλή πασά, τον μετέφερε δέσμιο στα Γιάννενα ζητώντας όμως από τον Αλή να του χαρίσει τη ζωή. Η έχθρα μεταξύ τους φαίνεται να έσβησε, μετά τη μάχη της Αλαμάνας, ώστε να συμπράξουν και να αντισταθούν με θάρρος για μια ολόκληρη μέρα, στο χάνι της Γραβιάς, ενισχύοντας την καθυστέρηση της προέλασης του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Το γενναίο παράδειγμα του Διάκου, που ενέπνευσε πολλούς, θα ακολουθούσε και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), τέσσερα χρόνια μετά, στην ηρωική αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στο Μανιάκι, στις 20 Μαΐου του 1825.