Έλαβε χώρα από τις 7 έως τις 17 Μαρτίου 1921 στην Κροστάνδη, που είναι νησιωτική πόλη της βορειοδυτικής Ρωσίας και αποτελεί το σπουδαιότερο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης. Είναι κτισμένη επάνω στο νησί Κότλιν, στο κέντρο του Κόλπου της Φινλανδίας και έχει εξαιρετική στρατηγική σημασία, αφού ελέγχει τη θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ Βαλτικής και Αγίας Πετρούπολης.
Στις αρχές του 1921, τη Ρωσία κυβερνούσε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι είχαν εξέλθει νικητές από ένα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν απελπιστική. Η κρατικοποιημένη οικονομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ακόμη και των υποστηρικτών της. Η βιομηχανική παραγωγή είχε μειωθεί κατά 20% σε σχέση με την τσαρική περίοδο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είχαν συρρικνωθεί στο 38% των προεπαναστατικών. Ο πληθωρισμός είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Ένα δολάριο ισοδυναμούσε με δύο ρούβλια το 1914, ενώ το 1920 η ανταλλακτική του αξία ήταν ένα προς 1.200. Η άθλια οικονομική κατάσταση είχε οδηγήσει την ύπαιθρο σε αναταραχή, ενώ οι απεργίες και οι συγκρούσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1921 οι ναύτες των πολεμικών πλοίων «Πετροπαβλόφσκ» και «Σεβαστοπόλ» αποφάσισαν να παρέμβουν και συνέταξαν ένα κείμενο με 15 θέσεις. Απαιτούσαν, μεταξύ άλλων, από τους μπολσεβίκους περισσότερες πολιτικές ελευθερίες, τερματισμό του πολεμικού κομμουνισμού, ελευθερία δράσης για τα μικρότερα σοσιαλιστικά κόμματα και περιορισμό των μέτρων κατά της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας. Στη 1 Μαρτίου το μανιφέστο ενεκρίθη από την ανοιχτή γενική συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος χιλιάδες ναύτες, στρατιώτες και πολίτες της Κροστάνδης. Μάταια οι εκπρόσωποι των μπολσεβίκων Καλίνιν και Κούζμιν προσπάθησαν να τους αποτρέψουν, γιατί το πλήγμα για τον Λένιν θα ήταν μεγάλο, καθώς η αμφισβήτηση προήρχετο από τους προλετάριους.
Οι ναύτες, σκληραίνοντας τη στάση τους, προχώρησαν στη σύλληψη των Καλίνιν και Κούζμιν, όταν άρχισαν να καταφθάνουν πληροφορίες από τη Μόσχα για δυναμική επέμβαση του Κόκκινου Στρατού. Αποφάσισαν να αντισταθούν και παρέταξαν 10.000 άνδρες υπό τον μηχανικό πλοίων Στέπαν Πετριτσένκο.
Η απάντηση της Μόσχας ήταν άμεση και δυναμική. Αφού χαρακτήρισε τους εξεγερμένους ναύτες «μικροαστούς αντεπαναστάτες και πιόνια της Γαλλίας», αποφάσισε την καταστολή της ανταρσίας τους. Με εντολή του Λέοντος Τρότσκι, αρχηγού του Κόκκινου Στρατού, εστάλησαν στην Κροστάνδη 50.000 άνδρες, υπό τον στρατάρχη Μιχαήλ Τουχατσέφσκι.
Οι μάχες κράτησαν έως τις 17 Μαρτίου, όταν ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την πόλη με βαρύτατες απώλειες (περίπου το 1/5 της δύναμής του). Υπό κανονικές συνθήκες η κατάληψη του νησιού θα ήταν αδύνατη, δεδομένης της απόλυτης ναυτικής υπεροχής των εξεγερμένων. Αλλά η παγωμένη θάλασσα τους στέρησε αυτό το πλεονέκτημα, δίνοντας στους άνδρες του Τουχατσέφσκι τη δυνατότητα να κινηθούν επάνω στον πάγο ως στρατός ξηράς.
Μεγάλος αριθμός από τους εξεγερμένους ναύτες εκτελέσθηκε επί τόπου ή μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία, ενώ οι περισσότεροι διέφυγαν στη γειτονική Φινλανδία. Σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, ο Κόκκινος Στρατός έχασε 527 άνδρες, ενώ 3285 ήταν οι τραυματίες. Οι απώλειες για τους εξεγερμένους ανήλθαν σε 1000 νεκρούς και 2000 τραυματίες. 2500 συνελήφθησαν και 8000 διέφυγαν στη Φιλανδία.
Η Εξέγερση της Κροστάνδης θορύβησε τον Λένιν και ήταν ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν να προβεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Στις 21 Μαρτίου 1921 υιοθέτησε τη λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική, που περιείχε στοιχεία ελεύθερης οικονομίας.