Εκατόν εξήντα χρόνια έχουν συμπληρωθεί από τον άγνωστο στους περισσότερους σήμερα Έλληνες, εμφύλιο πόλεμος μεταξύ Πεδινών και Ορεινών. Ο ελληνικός λαός έχει εκδιώξει, πριν λίγους μήνες, τον Βασιλιά Όθωνα, αλλά η πολιτική αναταραχή δεν είχε κοπάσει.
ΤΟ ΒΗΜΑ, περιγράφει, τον Μάρτιο του 1958 τα βασικότερα γεγονότα αυτού του άγνωστου ελληνικού εμφυλίου.
«Βρισκόμαστε στο 1863, και πιο συγκεκριμένα είμαστε στον Ιούνιο του φοβερού εκείνου χρόνου που μοιάζει σαν σαιξπήριο ιστορικό δράμα, με τα αλλεπάλληλα δραματικά γεγονότα του.
»Πρώτη πράξις, επανάσταση του Οκτωβρίου (σ.σ. 1862) που εκθρονίζει τον Όθωνα και στέλνει στον αγύριστο μια Δυναστεία (…) Τελευταία πράξις του δράματος, αλλά με χάπυ εντ, ο ελπιδοφόρος ερχομός – μήνα Οκτώβριο πάλι – ενός άλλου ξανθού εφήβου (σ.σ. Ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ , που θα στεριώσει στον τόπο μια δεύτερη υναστεία, ευτυχέστερη από την πρώη, αλλά εξ’ ίσου περιπετειώδη.
»Και ανάμεσα στους δύο αυτούς μοιραίους Οκτώβριους (…) η κορυφαία σκηνή του δράματος, ο εμφύλιος του Ιουνίου που θα ματοκυλίση την Αθήνα».
Αναβρασμός
Μετά την έξωση του Βασιλιά Όθωνα στις 12 Οκτωβρίου 1962, το κύριο ζητούμενο ήταν ποια πολιτική δύναμη θα αποκτούσε τον έλεγχο ενόψει του ερχομού του νέου βασιλιά.
Γράφει ο Ρούσσος:
«Από τις πρώτες συνεδριάσεις οι 360 πληρεξούσιοι μοιράστηκαν σε τρεις παρατάξεις. Παρατάξεις, όχι κόμματα. Γιατί τα μέχρι τότε υπάρχοντα τρία μεγάλα κόμματα Μπαρλαίων (αγγλόφιλων), Ναπαίων (ρωσόφιλων) και Μοσχομαγκιτών ή κόμμα της Φουστανέλλας (γαλλόφιλων), καταργήθηκαν σιωπηρώς μαζί με την πρώτη Δυναστεία. (…)
»Στη θέση τους ξεπρόβαλαν τρία νεοβαφτισμένα κόμματα: Οι ‘Πεδινοί’, οι ‘Ορεινοί’ και το ‘Εθνικό Κομιτάτο’. Υπήρχε και ένα τέταρτο, αλλά ‘κομματίδιον’ που ωνομάσθηκε οι ‘Ελεύθεροι Σκοπευταί’.
Ποιοι ήταν οι Πεδινοί και οι Ορεινοί.
»Πεδινοί και Ορεινοί είχαν αυτονομασθή κατά μίμηση των ιστορικών κομμάτων της Γαλλικής Επαναστάσεως. [σ.σ. Κατά άλλη εξήγηση επειδή καθόντουσαν στα αντίστοιχα έδρανα της βουλής. Ψηλά (ορεινά) και χαμηλά (πεδινά)].
»Αλλά είχαν μόνο το όνομά τους, τίποτε από τις ιδέες τους. Αρχηγός των Πεδινών ήταν ο Βούλγαρης (σ.σ. Δημήτριος Βούλγαρης), κι ωστόσο αυτός ήταν ο πιο επαναστατικός. Και αρχηγός των Ορεινών ήταν ο ναύαρχος Κανάρης, ο πιο “φρόνιμος”».
Η “Παράγκα”
«Γενικά οι Ορεινοί ήταν οι μετριοπαθείς, αντίθετα προς τους Πεδινούς που απειλούσαν κάθε τόσο ότι θα αρπάξουν τα όπλα και ‘θα βαρέσουν στο σταυρό’”.
»Αυτές οι δυό παρατάξεις συνεκρούσθησαν από την πρώτη στιγμή, σχεδόν από την πρώτη συνεδρίασή τους στην περιβόητη ‘Παράγκα’, όπως ωνόμαζαν το τότε βουλευτήριο, που κτίσθηκε στα γρήγορα, μέσα σε 45 μέρες, εκεί που είναι σήμερα η Τηλεφωνική Εταιρεία (σ.σ. Πίσω από την παλαιά Βουλή) – ένα οίκημα ονομαστικώς λιθόκτιστον αλλά κατά μέρος ‘σανιδόπηκτον’ – εξ’ ου και ‘Παράγκα’.
Ιδεολογικές διαφορές
«Ιδεολογικές διαφορές δεν εχώριζαν τους 360 πατέρες του Έθνους. Βέβαια έγιναν πολλές και θυελλώδεις συζητήσεις υπέρ της δημοκρατίας, αλλά τελικώς η πλειοψηφία των πληρεξουσίων ακολούθησε τον Βούλγαρη που χτυπούσε το πόδι του και φώναζε «Θέμα Βασιλέα! Είναι η πρώτη άγκυρα του καραβιού μας! Κι αν σας πιάνει το γινάτι’ εσάς, με πιάνει και μένα το δικό μου και σηκώνομαι και και φεύγω και τότε βλέπουμε».
«Φεύγω» για τον Βούλγαρη εσήμαινε ότι θα «πάη να μαζέψη τα παιδιά» – δηλαδή τους οπλοφόρους του – και θα κάμη νέα επανάσταση. Έτσι λοιπόν οι ΄δημοκρατίζοντες’ αναγκάσθηκαν να «καταλαγιάσουν», αφού ήξερα ότι ο Βούλγαρης, που είχε πολιτικό του έμβλημα τη διαβόητη αρβανίτικη φράση του ‘άστε ντούα ου!’ (έτσι θέλω εγώ!) δεν θα δίσταζε διόλου να πραγματοποιήση τις οργίλες απειλές του. (…) Δεν τον αποκαλούσαν άδικα «Σατράπη», τίτλος άλλωστε που κατά βάθος τον κολάκευε, όπως εξωμολογείτο με καμάρι ο ίδιος».
Πώς φτάσαμε στον εμφύλιο
Μέσα λοιπόν σε ένα γενικότερο κλίμα έντασης, η εμφύλια σύρραξη έμοιαζε όλο και πιο πιθανή. «Για το ποιος θα πάρη την Κυβέρνηση, προτού να έλθη ο νεαρός βασιλιάς, ώστε ο “άναξ να ευρεθή προ τετελεσμένο γεγονότος” – αυτό υπήρξε το βαθύτερο ελατήριο του άλληλοσπαραγμού του 1863».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Παύλο Καρολίδη (1849 – 1930) «η οργιώσα αχαλίνωτος και αδάμαστος φιλαρχία αμφοτέρων των παρατάξεων, ωδήγησεν εις τον εμφύλιον πόλεμον του Ιουνίου του 63» τονίζοντας όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης βάρυνε τους Πεδινούς και τον Βούγλαρη.
Βούλγαρης ενατίον Κανάρη, Πεδινοί εναντίον Βορινών
Όπως γράφει ο Ρούσσος, ο Βούλγαρης «που είχε ηγηθή της «Μεγάλης Επαναστάσεως», της εναντίον του Όθωνος , επίστεψε μετά την Έξωση ότι είχε αποκτήσει αναφαίρετα δικαιώματα επί της εξουσίας».
Μετά την έκπτωση και τον διωγμό του Όθωνα σχηματίσθηκε τριανδρία με επικεφαλής τον Βούλγαρη.
«Πρόεδρος της Τριανδρίας που εσχηματίσθη μετά την αποπομπή του «Τυράννου» εκυβέρνησε τον τόπο επί τέσσερις μήνας. Αλλά φιλοδοξούσε μονοκρατορία. Και με διάφορα τεχνάσματα εξανάγκασε τον ναύαρχο Κανάρη να παραιτηθή από μέλος της Τριανδρίας.
»Υποχωρητικός συνήθως ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης, άναψε τώρα μετά την «μπαμπεσιά του Νυδραίου μπιρμπάντη», ανέβηκε στο βήμα της Εθνοσυνελεύσεως και κατήγγειλε με βαρειά λόγια τα «καμώματα του δίβουλου Τζουμπέ»».
Τα προεόρτια Φεβρουαριανά
Σε μια ιδιαίτερα θυελώδη συνεδρίαση ύστερα από τις καταγγελίες του Κανάρη, η Εθνοσυνέλευση καθαιρεί δια βοής τον Βούλγαρη. Ο Βούλγαρης σε έξαλλη κατάσταση προχωράει σε ένοπλη αντίδραση στηριζόμενος σε κάποια τάγματα του πεζικού και στο σύνολο των δυνάμεων της χωροφυλάκης που του ήταν αφωσιομένοι.
«Η Εθνοσυνέλευση όμως διέθεσε την πειθαρχημένη και καλά εξωπλισμένη Εθνοφυλακή, που είχε σχηματιστθή μετά την έξωση. Την αποτελούσαν νέοι,φοιτηταί και νοικοκυρόπαιδα και την ποδηγετούσαν καθηγηταί του Πανεπιστημίου. Τα νοικοκυρόπαιδα αυτά έσωσαν τότε την Αθήνα.
»Στις αψιμαχίες που έγιναν μέσα στους δρόμους, από 8-11 Φεβρουαρίου, η Εθνοφυλακή κατετρόπωσε τους χωροφύλακες του Βούλγαρη. Τότε ο Τζουμπές εσυνθηκολόγησε. Και στην πλατεία Όθωνος συνεκεντρώθη όλος ο στρατός και ο λαός, σε μία μεγαλειώδη τελετή συναδελφώσεως, και ωρκίσθηκαν ειρήνη και ομόνοια – εξ ου και η πλατεία Ομονοίας.
»Αυτά ήταν τα “Φεβρουαριανά” που όμως αποτέλεσαν ένα είδος γενικής δοκιμής για τα επακολουθήσαντα φρικτά “Ιουνιανά”».
Τα Ιουνιανά
Παρά τους όρκους για ειρήνη και ομόνοια, από τον Φεβρουάριο του 1863 τα πνεύματα συνεχώς και οξύνονταν με ευθύνη κυρίως του Βούλγαρη και των Πεδινών.
«Οι Πεδινοί είχαν αρχίσει μια συνεχή, άγρια κοινοβουλευτική μάχη εναντίον των Ορεινών. Επεισόδια, χειροδικίες. Οι περισσότεροι οπλοφορούσαν επιδεικτικά. Τα θεωρεία (σ.σ. της Βουλής) έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις, βρίζανε τους πληρεξούσιους, καμμιά φορά τους μουντζώνανε και από πάνω.
»Ο Μαυροκορδάτος, τυφλός πια, ανέβηκε στο βήμα κάποτε και είπε, με πόνο: “Ως τώρα θεωρούσα τον εαυτό μου δυστυχή διότι μου έλειψε η όρασις. Τώρα όμως τον θεωρώ δυστυχέστερο διότι δεν μου λείπει και η ακοή, για να μην ακούω αυτά που γίνονται εδώ μέσα!”».
Ταυτόχρονα ο Βούλγαρης, θέλοντας να μην υποστεί το ίδιο πάθημα με τον περασμένο Φεβρουάριο ενίσχυε τις ένοπλες δυνάμεις του. «Προσεταιρίζονταν τους αξιωματικούς, εξαγόραζε στρατιώτες και χωροφύλακες, έφερνα από τα βουνά της Βοιωτίας ληστοσυμμορίτες. Και προπάντων καλλιεργούσε το μίσος στις δύο παρατάξεις.
»Σε τέτοιο ακρότατο σημείο είχε φθάσει το κομματικό πάθος «ώστε όχι μόνον φίλοι ή συγγενείς, συνδεδεμένοι μέχρι της χθες διά μεγάλης αγάπης, αλλά και μέλη μιας και της αυτής οικογενείας να καταστούν αιφνιδίως εχθροί και να μελετούν την εξόντωσιν αλλήλων”».
Η Αθήνα και άλλες πόλεις ετοιμάζονταν για αιματοχυσία.
«Στην πόρτα κάθε σπιτιού ήταν γραμμένο ένα μεγάλο “Π” ή ένα “Ο” για να υποδηλώνη τα πολιτικά φρονήματα των ενοίκων – Πεδινοί, Ορεινοί! (…) Η Τρομοκράτησις του πληθυσμού των Αθηνών εμεγάλωνε από ημέρα σε ημέρα. Στις επαρχίες χειρότερα. Στη Λακωνία, στη Μεσσηνία, στην Αρκαδία είχε καταλυθή το κράτος του νόμου.
»Συμμορίες από αρπακτικούς χωρικούς εισέβαλαν στις γειτονικές επαρχίες και λεηλατούσαν. Ολόκληρη πολιτεία, η Κυπαρισσία, κατεστράφη κυριολεκτικώς από μια τέτοια ομαδική εισβολή λεηλατών. Καμμιά επαρχία δεν επλήρωνε πια φόρους, επί μήνες πολλούς.
»Το Ναύπλιο ήθελε να κηρύξη…την δημοκρατία, η Βόνιτσα ήθελε να αποτελέση “ελευθέραν προνομιούχον πολιτείαν”. Έδιωχναν τους νομάρχες, καταργούσαν τις αρχές, προπηλάκιζαν τους Υπουργούς που πήγαιναν να τους ημερέψουν. Ωσότου το πανελλήνιο αυτό δράμα βρήκε την λύσιν του στην αλληλοσφαγή των Αθηνών.
Ο εμφύλιος ξεκινά
»Το σύνθημα του εμφυλίου το έδωσε η παραίτηση του υπουργού των Στρατιωτικών Δημητρίου Νότη Μπότσαρη, πεδινού το φρόνημα. Στην ψηφοφορία που έγινε για νέο Υπουργό, εξελέγη ο πληρεξούσιος Αττικής και αρχηγός της Εθνοφυλακής Πάνος Κορωναίος, ορεινός. (…) Η ήττα αυτή της Πεδινής παρατάξεως έδωσε στον Βούλγαρη την ευκαιρία που περίμενε.
»Την ίδια νύχτα άρχισε η κινητοποίηση των “δυνάμεων” του Υδραίου αρχομανούς. Ένας διαβόητος αρχιλήσταρχος, ο Κυριάκος, ενεφανίσθη ξαφνικά στην Αθήνα με ογδόντα “παλληκάρια”.
»Εστάλησαν χωροφύλακες να τους κτυπήσουν αλλά αυτοί ενώθησαν με τους ληστάς. Κι όλοι μαζί μπήκαν στη μονή Ασωμάτων (Πετράκη), που βρισκόνταν στη βραχώδη περιοχή όπου σήμερα υψώνεται το νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”».
Προς το σημείο αυτό εστάλησαν, από την “ορεινή” κυβέρνηση και τμήματα του στρατού, τα οποία όμως όπως και οι άνδρες της χωροφυλακής συντάχθηκαν με τις δυνάμεις των Πεδινών.
«Η ανταρσία είχε πια ξεσπάση. Το ένα τάμγα ύστερα από το άλλο προσχωρούσαν στο κίνημα, που είχε ετοιμάσει μυστικά ο Βούλγαρης. (…) Οι στασιασταί στρατοπέδευσαν στην πλατεία Συντάγματος, όπου σε λίγο ήρχισαν να συρρέουν και άλλοι επαναστατημένοι λόχοι καθώς και χιλιάδες πολίτες, ωπλισμένοι, οπαδοί του Βούλγαρη.
Στην άλλη πλευρά, πρωταγωνιστής των κινήσεων των Ορεινών είναι ο υπουργός Στρατιωτικών (της κυβέρνησης Μπενιζέλου Ρούφου) που είχε αναλάβει τον Απρίλιο του 1863, Πάνος Κορωναίος.
«“Εγκαθίσταται στο Βαρβάκειο, το νεόδμητο τότε (σημερινή Βαρβάκειο Αγόρα, τότε σχολή) και το μεταβάλλει σε στρατηγείο του και γενικό στρατόπεδο των Ορεινών. Με τα στρατεύματα που του μένουν πιστά, καταλαμβάνει την Ακρόπολη και το Παλάτι, ενω οι επανάσταται μαζί με τον αρχιληστή Κυριάκο σπεύδουν και καταλαμβάνουν την Εθνική Τράπεζα. (…)
»Τρεις μέρες διαρκούν οι μάχες. Σκληρές οδομαχίες με εκατοντάδες θύματα. Ανάμεσά σ’ αυτά ο γυιός του Κανάρη, ο λοχαγός του πεζικού Αριστείδης Κανάρης, που σκοτώνεται υπερασπιζόμενος τα Ανάκτορα. Στην κηδεία του οι Πεδινοί περικυκλώνουν τους οδυρόμενους συγγενείς και τους βάζουν στο τουφέκι. Παρά λίγο να σκοτώσουν την μητέρα του νεκρού και τον πατέρα του, τον γέρο Κανάρη.
Θηριωδείες
Η φρίκη του εμφυλίου έχει τώρα απλωθή σε όλη την Αθήνα. “Λύσσα ανεξήγητος και δίψα αίματος κατέλαβε τους ανθρώπους” έγραφε η “Κλείω” της Τεργέστης.
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες «Από των θυρών, των παραθύρων, των στεγών, των οικιών, οι μεν πυροβολούν λυσσωδώς τους δε!» (…)
«Τρόμος βασίλευε σ’ όλη την πόλη. Οι ευπορώτεροι άρχισαν να φεύγουν προς τα χωριά, άλλοι ζητούσαν άσυλο στις πρεσβείες.
»Κακοποιά στοιχεία ωργάνωναν συστηματικάς λεηλασίας και αρπαγάς. Άλλοι, αυτοσχέδιοι ληστές, δρούσαν ανενόχλητα, σκότωναν, εβίαζαν».
Η μάχη της Εθνικής Τράπεζας
Η σκληρότερη μάχη δόθηκε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, καθώς, όπως προαναφέρθηκε είχε καταληφθεί από τους Πεδινούς και περικυκλώθηκε από ισχυρή δύναμη Ορεινών.
«Τα επτά εκατομμύρια που βρίσκονταν στα ταμεία της απετέλεσαν ΄μέγα δέλεαρ’ δι’ αμφοτέρας τας παρατάξεις. (…)
»Πεντακόσιοι Ορεινοί στρατιώτες και εθνοφύλακες πολιορκούσαν και χτυπούσαν με πάσης φύσεως πυροβόλα όπλα την Τράπεζα.
Οι Πεδινοί εντός της Εθνικής Τράπεζας ανταπαντούσαν, ύστερα από περαιτέρω ενισχύσεις οι εκατέρωθεν δυνάμεις έφταναν τους 1000 άνδρες. Τελικά οι Ορεινοί έλυσαν την πολιορκία. Οι νεκροί, και από τις δύο πλευρές έφτασαν τους 80.
«Ωστόσο οι συγκρούσεις εξακολουθούσαν σε διάφορα σημεία των Αθηνων. Από τον λόφο του Σχιστού τα κανόνια των Πεδινών (…) χτυπούσαν την Πλάκα με κύριο στόχο τα σπίτια του ναυάρχου Κανάρη και του στρατηγού Γρίβα, που ήταν οι ηγέται των Ορεινών.
»Στη Νεάπολι οδοφράγματα, στην οδό Σταδίου και στην οδό Πανεπιστημίου λυσσαλέες μάχες, ολούθε μακελειό, διαρπαγές, ληστείες βιασμοί.
Το τελεσίγραφο
Τελικά οι εμφύλια σύρραξη έληξε ύστερα από παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. «Στέλνουν στους αρχηγούς των δύο παρατάξεων ένα αυστηρό τελεσίγραφο. Ζητούν την σύναψι 48ώρου ανακωχής μέχρις ότου η Εθνοσυνέλευσις ρυθμίση τα πράγματα.
»Άλλως θα παραλάβουν τους υπηκόους των και θα αφήσουν τον τόπον τούτον εις την κακήν του μοίραν και εις τον ανίερον πόλεμον, όστις τον καταματώνει από δύο ημερών και δύο νυκτών».
Η πίεση των ξένων έφερε αποτελέσματα και τελικά έστω και αν πολλοί βουλευτές χρειάστηκε να προσέλθουν βιαίως η βουλή κατέληξε σε συγκεκριμένες αποφάσεις.
Η βασικότερη ήταν ότι «τα διάφορα σώματα του εν τη πρωτευούση στρατού θέλουν μεταβή αμέσως εις τας επαρχίας και η ασφάλεια της πρωτευούσης ανατίθεται εις τον πατριωτισμόν της Εθνοφυλακής.
»Έτσι η Β’ των Ελλήνων Εθνοσυνέλευσις απέδειξε, όπως ετόνιζε η “Παλιγγενεσία”, ότι “είναι η δύναμις εκείνη ήτις δύναται να επιβάλη την θέλησίν της”.
Η επόμενη ημέρα
Το επόμενο πρωινό η εικόνα της Αθήνας έκοβε την ανάσα.
«Κηδείαι διέσχιζαν ανά πάσαν στιγμήν αυτάς και ψαλμωδίαι συνεχώς αντηχούν, συνοδευόμεναι από τους θρήνους των ακαλουθούντων οικείων…
»Εκ παραλλήλου ανά παν λεπτόν εθεώντο εις τας οδούς ασκεπείς ιερείς, κρατούντες τα ‘Αχραντα Μυστήρια και σπεύδοντες να κοινωνήσουν ετοιμοθανάτους, τραυματισθέντας κατά τον τετραήμερον εμφύλιον. (…)
»Πτώματα πολιτών και ίππων ευρίσκοντο εγκατεσπαρμένα εις πολλά των Αθηνών σημεία εντός λιμνών αίματος, απαισίαν αναδίδοντα δυσωδίαν, κυρίως ένεκα του αφορήτου καύσωνος”.
Έτσι έληξαν τα «Ιουνιανά», ο σχεδόν άγνωστος σήμερα εμφύλιος μεταξύ Πεδινών και Ορεινών το 1863.
Γιάννης Θ. Διαμαντής, tovima.gr