Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143-1180) αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εξωτερικές απειλές από κάθε κατεύθυνση, ενώ ενεπλάκη και σε διάφορες φιλόδοξες εκστρατείες (Ιταλία, Αίγυπτος), συνήθως με δυσμενή αποτελέσματα. Παρά ταύτα το κύριο βάρος της βυζαντινής στρατιωτικής πολιτικής έπεφτε στη Μικρά Ασία, την καρδιά της αυτοκρατορίας σημαντικό τμήμα της οποίας κατείχαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος,
Ύστερα από κάποιες συγκρούσεις στην αρχή της θητείας του, ο Μανουήλ επανέλαβε την αντεπίθεση κατά των Σελτζούκων μεταξύ 1158 και 1161 και τους εξανάγκασε σε συνθηκολόγηση. Η συνθήκη με τον σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β’ το 1162 προέβλεπε την παραχώρηση στο Βυζάντιο ορισμένων οχυρών, μεταξύ των οποίων και η σημαντική πόλη της Σεβάστειας, στην Ποντική Καππαδοκία.
Επιπλέον οι Τούρκοι όφειλαν να είναι σύμμαχοι με τον αυτοκράτορα και να εμποδίζουν τις ληστρικές συμμορίες να κάνουν επιδρομές στα εδάφη του. Μάλιστα ο σουλτάνος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκε για καιρό, παρακολούθησε περίλαμπρες γιορτές και έλαβε πλούσια δώρα. Έναντι αυτών των εδαφών το Βυζάντιο θα κατέβαλε κάποιο ποσό. Όμως τα χρόνια περνούσαν και περνούσαν, με τους Τούρκους όχι μόνο να μην τηρούν τα συμπεφωνημένα, αλλά και να προκαλούν την αυτοκρατορία. Για το Μανουήλ, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Είχε έρθει η ώρα για μία ολοκληρωτική σύγκρουση όπως δεν είχε ξαναγίνει μέχρι τότε, με έπαθλο τον πλήρη έλεγχο της Μικράς Ασίας.
Το 1176 ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε τα στρατεύματα του, 3.000 άμαξες και πολλούς συμμάχους, από τα Σταυροφορικά Κράτη, τη Σερβία και άλλα φιλικά και υποτελή κράτη. Περίπου 35.000 άνδρες αριθμούσε η βυζαντινή στρατιά, και ο αυτοκράτορας ξεκίνησε από τα οχυρά του Δορυλαίου και του Σουβλαίου προς το Ικόνιο. Οι Τούρκο εφήρμοσαν τακτική ανταρτοπολέμου: έκαιγαν τα χωριά, τα σιτηρά και τους βοσκότοπους, μόλυναν τα πηγάδια γλυκού νερού (με αποτέλεσμα τους Βυζαντινούς να ταλαιπωρούν κρούσματα δυσεντερίας) και παρενοχλούσαν την αυτοκρατορική στρατιά συνεχώς. Μπροστά από τα στενά του Μυριοκεφάλου, στη Φρυγία, το στρατό συνάντησαν πρέσβεις του σουλτάνου, που προσέφεραν ειρήνη με πολύ συμφέροντες όρους. Οι παλαιότεροι και έμπειροι σύμβουλοι του Μανουήλ θεώρησαν σωστό να δεχτούν, όμως ο αυτοκράτορας, παρακινημένος από τους ενθουσιώδεις και άπειρους νεαρούς ακολούθους του, περιφρόνησε τους Τούρκους, δηλώνοντας πως διαπραγματεύσεις θα κάνει μονάχα στο Ικόνιο. Στις 17 Σεπτεμβρίου η εμπροσθοφυλακή-δεξιά πτέρυγα της στρατιάς, με τους Δυτικούς ιππότες και διάφορους συμμάχους υπό την ηγεσία του Βαλδουίνου της Αντιόχειας (κουνιάδου του Μανουήλ) μπήκε στα στενά. Ακολούθησε το λοιπό στράτευμα. Στην περίπτωση αυτή ο αυτοκράτορας είχε παραβιάσει ένα βασικό, ένα θεμελιώδη κανόνα της στρατηγικής: πριν την είσοδο του στρατού σε στενά πρέπει πάντα να στέλνονται ανιχνευτές, για να σιγουρέψουν πως η διέλευση είναι ασφαλής.
Ξαφνικά από τα βράχια ένθεν και ένθεν των στενών όρμησαν αλαλάζοντας οι Τούρκοι. Μία βροχή από πέτρες, βέλη και βλήματα έπεσε πάνω στους Βυζαντινούς και τους συμμάχους τους. Οι Φράγκοι ιππότες πολέμησαν άγρια, αλλά συνετρίβησαν. Οι διασκορπισμένοι Βυζαντινοί πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Η μάχη ξέσπασε άγρια και ανελέητη. Όμως η πλάστιγγα έγειρε προς τη μεριά των Τούρκων. Η άμυνα κατέρρευσε και άρχισε μια άτακτη υποχώρηση. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας βρέθηκε σε δύσκολη θέση:
Ο βασιλιάς αποκόπηκε από το υπόλοιπο στράτευμα έχοντας πολλά τραύματα από ξίφη και μώλωπες που του κατάφεραν οι εχθροί σε ολόκληρο το σώμα. Παρότι όμως εκείνον τον είχαν κυκλώσει και τον κτυπούσαν από παντού, ο Θεός τον προστάτεψε όπως αντίστοιχα έπραξε και με το βιβλικό Δαβίδ, σώζοντας τη ζωή του. Τα υπόλοιπα ρωμαϊκά στρατεύματα βρίσκονταν σε χειρότερη κατάσταση, αφού με δόρατα και λόγχες που εκτινάσσονταν διαρκώς προς το μέρος τους υφίσταντο φοβερά πλήγματα.
Κατακόπτοντας με το ξίφος του όποιον εχθρό τολμούσε να τον πλησιάσει, ο Μανουήλ γλίτωσε από τα χέρια των εχθρών πληγωμένος. Ένα μεγάλο μέρος του στρατού καταστράφηκε, μαζί και όλες οι πολιορκητικές μηχανές και τα μεταγωγικά. Ο αριθμός των νεκρών, αν και ήταν μεγάλος και για τις δύο πλευρές, δεν έχει υπολογιστεί. Η μεγάλη εκστρατεία, με την οποία ο Μανουήλ ήλπιζε να ελευθερώσει τη Μικρά Ασία, είχε αποτύχει παταγωδώς. Οι Τούρκοι παρόλα αυτά δεν απαίτησαν πολύ σκληρούς όρους. Ζήτησαν μόνο την καταστροφή των οχυρών του Δορυλαίου και του Σουβλαίου. Το δεύτερο κατεδαφίστηκε, αλλά ο Μανουήλ αρνήθηκε να κάνει το ίδιο για το πρώτο, καθώς και οι Τούρκοι είχαν παραβιάσει τη συνθήκη του 1162.
Ο αυτοκράτορας σχεδόν έχασε τα λογικά του. Τόσος κόπος, από πλευράς του παππού του, του πατέρα του και του ίδιου, φαινόταν χαμένος. Τόση δουλειά, τόσος σχεδιασμός, τόσες μάχες και τόσα χρήματα είχαν δοθεί για αυτόν το σκοπό, και η κατάληξη ήταν μία αποτυχία. Τα όνειρα του Μανουήλ γκρεμίστηκαν. Αποτέλεσμα τη θλίψης του ήταν να πέσει σε βαριά κατάθλιψη.
Βέβαια, στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα και τραγικά όσο φαινόταν. Οι μεγαλύτερες απώλειες ήταν σε συμμάχους και μισθοφόρους. Ο Βυζαντινός στρατός ήταν ακόμα ακμαίος, τα επόμενα χρόνια μάλιστα νίκησε επανειλημμένα τους Τούρκους και πήρε πίσω όλα τα εδάφη που χάθηκαν με τη μάχη του Μυριοκεφάλου. Σε μάχη επί του ποταμού Μαιάνδρου το 1177 ο Ιωάννης Βατάτζης αιφνιδίασε και τσάκισε τους Τούρκους επιδρομείς. Ο πόλεμος συνεχίστηκε με τις δύο μεριές ισοδύναμες, μέχρι που το 1179 ο Μανουήλ με μια μικρή δύναμη ιππικού νίκησε στην Κλαυδιόπολη της Βιθυνίας. Το 1180 οι νίκες συνεχίστηκαν. Εκατό χρόνια φροντίδας και συνεχούς εξέλιξης είχαν κάνει τη βυζαντινή άμυνα πολύ ισχυρή. Όμως οι ελπίδες για ανάκτηση της Μικράς Ασίας χάθηκαν. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι δε μπορούσαν να κατακτήσουν τα βυζαντινά εδάφη των παραλίων, αλλά και οι Βυζαντινοί δε μπορούσαν να τους διώξουν από το εσωτερικό.
Η μεγάλη καταστροφή ήταν στη διπλωματία. Τα μεγάλα κράτη της Δύσης έχασαν το σεβασμό που έτρεφαν για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το κύρος του κράτους καταβαραθρώθηκε, παρότι η δύναμη του εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα έγραψε επιστολή στο Μανουήλ, όπου έλεγε «δεν είσαι βασιλιάς Ρωμαίων, αλλά Ελλήνων», αμφισβητώντας τα πρωτεία και τον τίτλο του. Το 1177, στη Βενετία, οι Γερμανοί συμφιλιώθηκαν με τον Πάπα και σχηματίστηκε αντιβυζαντινός συνασπισμός. Η δυτική Ευρώπη είχε πλέον καταλάβει πως η αυτοκρατορία στεκόταν εμπόδιο στα κατακτητικά της σχέδια, και άρχισε λοιπόν να απεργάζεται την πτώση της.
Ήταν ένα ακόμη χτύπημα στην ήδη πληγωμένη υπερηφάνεια του Μανουήλ. Μην αντέχοντας άλλο και έχοντας φτάσει σε ηλικία 62 ετών, ο αυτοκράτορας κυριολεκτικά αρρώστησε από τη στενοχώρια. Άφησε τα βασιλικά ενδύματα και την πολυτέλεια της αυλής και έγινε μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Λίγο αργότερα ο τελευταίος Έλληνας κοσμοκράτορας άφησε την τελευταία του πνοή. Μετέπειτα κηρύχθηκε άγιος της ορθόδοξης εκκλησίας. Σήμερα δεν αναφέρεται σε κανένα συναξάριο ή εορτολόγιο, κι όμως υπάρχει ακολουθία και ημέρα εορτασμού του, η 21 Ιουλίου.
Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός βασίλευσε για 37 έτη. Ήταν ο τελευταίος Ρωμιός στην ιστορία, που κατάφερε να κατέχει τον τίτλο του κοσμοκράτορος κατ’ ουσία και όχι μόνο τυπικά. Μετά από αυτόν η Βυζαντινή αυτοκρατορία εξασθενίζει και χάνει την ως τότε παγιωμένη θέση της ως περιφερειακή και «παγκόσμια» υπερδύναμη.
Οι σύγχρονοι του ιστορικοί δε φείσθηκαν επαίνων για το Μανουήλ. Ο Χωνιάτης τον ονομάζει τον πιο ευλογημένο ανάμεσα στους αυτοκράτορες. Του δόθηκε δίκαια ο τίτλος του «Μεγάλου». Άφησε την αυτοκρατορία πιο μεγάλη και πιο δυνατή από όταν την παρέλαβε το 1143, όντας 25χρονος πρίγκιπας στα βουνά της Κιλικίας. Η οικονομία άκμαζε, καθώς τα τεράστια πολεμικά έξοδα αντιστάθμιζε η απρόσκοπτη ανάπτυξη των επαρχιών, και τα σύνορα ήταν ασφαλή. Η Ουγγαρία, η Ρωσία και τα Σταυροφορικά Κράτη ήταν υποτελείς και σύμμαχοι, όπως και αρκετές ιταλικές πόλεις. Ο κυριότερος ιστοριογράφος των σταυροφοριών, ο Γουλιέλμος της Τύρου, χαρακτηρίζει το Μανουήλ άξιο κάθε επαίνου και άνδρα μεγαλόψυχο με ασύγκριτη ενεργητικότητα. Τον Μανουήλ εξυμνεί τα μέγιστα και ο Ροβέρτος του Κλαρί, ενώ ένας Γενουάτης συγγραφέας φτάνει στο θλιβερό συμπέρασμα πως ο θάνατος του ήταν μια μεγάλη καταστροφή για τη χριστιανοσύνη.
Έκανε λάθη ο Μανουήλ, αυτό είναι βέβαιο. Κανένα από αυτά δεν ήταν ανεπανόρθωτο όμως, και αν έσφαλε αυτό έγινε από υπερβολικό πατριωτισμό και αισιοδοξία. Ο Μανουήλ μοιάζει με το Δημοσθένη της Αθήνας του 4ου προχριστιανικού αιώνα. Ήταν και οι δύο ικανοί πολιτικοί και φιλοπάτριδες, αλλά δεν είχαν καταλάβει πως οι καιροί είχαν αλλάξει. Η Αθήνα του Δημοσθένη δεν ήταν αυτή του Περικλή, και ο Μανουήλ δεν επεξέτεινε ούτε ισχυροποίησε το Βυζάντιο όσο ο Ιουστινιανός, πράγμα που πάντα ονειρευόταν. Δε μπορούσε άλλωστε. Ο αυτοκράτορας δημιούργησε πάρα πολλούς εχθρούς, πράγμα που αργότερα αποδείχθηκε καταστροφικό. Όμως σε καμία περίπτωση δεν του άξιζε αυτό το τέλος, ένας θάνατος βουτηγμένος στην απογοήτευση και στη θλίψη. Ο Μανουήλ ήταν αντάξιος σε ικανότητες, του σοφού παππού του Αλεξίου και του γενναίου πατέρα του Ιωάννη. Ίσως αν δεν ήταν τόσο πολυπράγμων στα εξωτερικά θέματα, αν περιοριζόταν σε άμυνα στα άλλα μέτωπα και έριχνε όλες τις δυνάμεις του στη Μικρά Ασία, τότε όχι μόνο θα επικρατούσε, αλλά θα διέλυε το κράτος του Ικονίου και θα ξανάφερνε τα όρια του Ελληνισμού στα βουνά της Αρμενίας και στις όχθες του Ευφράτη. Η πολυπραγμοσύνη στην εξωτερική πολιτική αρμόζει μόνο σε παγιωμένες και καθιερωμένες υπερδυνάμεις-ακόμη και εκεί δε ελλοχεύουν φοβεροί κίνδυνοι. Το Βυζάντιο ήταν ισχυρό μεν αλλά βρισκόταν σε ανασυγκρότηση, σε «ανάρρωση» από μια μακρά περίοδο κακοδιοίκησης, φθοράς και παράλυσης. Δεν είχε τη δύναμη να διεκδικήσει τοDominium Mundi, την Παγκόσμια Κυριαρχία. Δεν είχε το ανθρώπινο δυναμικό, δεν είχε το στρατό, δεν είχε τους πόρους και τα χρήματα για να πραγματοποιήσει αυτόν το σκοπό. Ήδη οι εκστρατείες του Μανουήλ κόστισαν αμύθητα ποσά, αδυνατίζοντας το βασιλικό θησαυροφυλάκιο.