Ιστορία
Ενημερώθηκε στις:

13 Αυγούστου 1944: Πρώτα έφαγαν γλυκό του κουταλιού και μετά οι Γερμανοί και οι Ταγματασφαλίτες έστησαν το μπλόκο της Καλαμαριάς

Στις 13 Αυγούστου 1944, ημέρα Κυριακή το πρωί, οι Γερμανοί κατακτητές συνοδευόμενοι από άνδρες του τάγματος του Δάγκουλα κάνουν μπλόκο στην Καλαμαριά, συλλαμβάνουν 13 αθώους πολίτες και τους εκτελούν με τη δικαιολογία ότι ήταν μέλη αντιστασιακών οργανώσεων

«Την 13-8-44 και από της 4ης πρωινής ώρας και μέχρι της μεσημβρίας περίπου απεκλείσθη άπασα η περιφέρεια του ενταύθα ΙΑ’ Αστυνομικού Τμήματος Συνοικισμού Καλαμαριάς υπό Γερμανών στρατιωτών… τμήματα δε των ενταύθα Εθνικιστικών Ομάδων ενήργησαν κατ’ οίκον ερεύνας και εξετέλεσαν τους κάτωθι…». Έτσι περιγράφει τα γεγονότα της ημέρας η έκθεση της 16ης Αυγούστου 1944, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Της ημέρας που στιγμάτισε την ιστορία της νεώτερης Καλαμαριάς.

Η Δήμη Τζιβοπούλου περιγράφει στη «Μηχανή του Χρόνου» πως ο πατέρας της έζησε το μπλόκο της Καλαμαριάς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η αφορμή

Αφορμή στάθηκε η εκτέλεση του Ιωάννη Βελισσαρίδη, ταγματασφαλίτη, πρωτοπαλίκαρου της ομάδας Πούλου, από τρεις άντρες της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ) με τα ψευδώνυμα ΚάκοςΡίζος και Μάτης, που είχε προηγηθεί, τρεις μήνες περίπου, νωρίτερα, στην Καλαμαριά. Την εκτέλεση του «έργου» ανέλαβε, με την υποστήριξη των Γερμανών στρατιωτών, η άλλη διαβόητη για τη δράση της ομάδα, στη Θεσσαλονίκη, του γνωστού και μη εξαιρετέου Δάγκουλα.

Παρών στο μπλόκο και ο πατέρας μου, 13 ετών τότε, παιδί μιας τυπικής οικογένειας της Καλαμαριάς: πρόσφυγες από την Πόλη και τη Συλήβρια, επιζών, ο πατέρας, των «Αμελέ Ταμπορού». Το σπίτι τους, σε μια κάθετο της πανέμορφης, δενδροσκέπαστης, σήμερα, Καπετάν Γκόνη, δέκα λεπτά ποδαρόδρομος από το κέντρο της Καλαμαριάς.

«Το γλυκό του κουταλιού»

Σύμφωνα με τη διήγησή του, ξημερώματα, ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα τους. Ο πατέρας του, αγουροξυπνημένος και φοβισμένος, πήγε ν’ ανοίξει. Η μητέρα με τα παιδιά, ζάρωσαν σε μια γωνία. Μπούκαραν, μέσα, 3-4 μαζεμένοι και κρατώντας μια λίστα με ονόματα, χωρίς πολλές εξηγήσεις, άρχισαν ν’ ανακατώνουν το σπίτι. Σταμάτησαν μπροστά στον κλειδωμένο μπουφέ του σαλονιούκαι ζήτησαν το κλειδί. Η γιαγιά μου φυλούσε εκεί το βάζο με το γλυκό του κουταλιού. Το κλείδωνε να μην πηγαίνουν τα μικρά και το αδειάζουν! Οι εισβολείς, άρπαξαν το βάζο κι άρχισαν να τρώνε. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκαν την ύπαρξη ενός κλειδωμένου μπαούλου, σε ένα υπνοδωμάτιο.

– «Τί έχει εδώ?», γαύγισαν!

-«Τα προικιά της αδερφής μου», απάντησε η γιαγιά μου, με την 9χρονη κόρη της στην αγκαλιά.

«Εκείνη έχει το κλειδί, στον παραδίπλα δρόμο».

– «Να τρέξει ο μικρός και να το φέρει! ΤΩΡΑ!», απαίτησαν!

Ο μπαμπάς μου βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά, σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν, γύρω του! Είδαν οι υπόλοιποι ταγματασφαλίτες, που είχαν πιάσει τις γωνιές κάποιον να τρέχει κι άρχισαν να πυροβολούν. Ο μπαμπάς μου κοκκάλωσε.

-«Σταματήστε!», φώναξε ένας από τους “Ελληνες” συνεργάτες, «τον ξέρω τον μικρό, είναι γειτονόπουλο!» Τον ρώτησε για πού το βαλε, ο μπαμπάς μου του εξήγησε κι ο άλλος φώναξε: «Μην πυροβολείτε, εντάξει είναι!»

Δόθηκε η άδεια… Πήγε, ήρθε ο μικρός, με την ψυχή στο στόμα, και το κλειδί στο χέρι. Το μπαούλο ανοίχθηκε.. Τα προικιά πετάχτηκαν έξω σα σκουπίδια. Κάτω-κάτω βρέθηκε μια χλαίνη και μια μπαλάσκα.

-«Τί είναι αυτά;»

-«Από τον Ελληνοαλβανικό», απάντησε η γιαγιά μου, «Του αδερφού μου».

Τα πήραν μαζί τους κι έφυγαν… Λίγο παρακάτω, σκότωσαν τους γονείς ενός συμμαθητή και φίλου του μπαμπά μου, μπροστά στα μάτια του.

Ήταν το ζεύγος Μουρουχλιάδη, δύο ανάμεσα στους έντεκα που έχασαν εκείνη τη μέρα τη ζωή τους.

 

Το υπό αμφισβήτηση τέχνασμα του δημάρχου και η λίστα με τα 30 ονόματα

Αργότερα, μαθεύτηκε, πως στην πλατεία της Καλαμαριάς, μπροστά στο Σχολείο και νυν Δημαρχείο, εκεί που, σήμερα, είναι ο πεζόδρομος και τα παιδάκια παίζουν αμέριμνα, στήθηκε γλέντι, με αρνιά στη σούβλα κι άφθονο κρασί. Επρόκειτο για ένα τέχνασμα του Δημάρχου, Δημήτριου Παυλίδη, ο οποίος προκειμένου να ανακόψει το πλιάτσικο και το φονικό, έστησε άρον-άρον το γλέντι και κάλεσε τους Δαγκουλαίους στη φιέστα. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν. Η φονική τους λύσσα κόπασε. Ποιος ξέρει πόσα ακόμα θύματα θα μετρούσε η Καλαμαριά, αλλιώς… Η λίστα είχε 30 ονόματα…

Τα κίνητρα αυτής της ενέργειας του Δημάρχου, ωστόσο, αμφισβητήθηκαν, αργότερα, και το Νοέμβριο του ίδιου έτους οδηγήθηκε σε λαϊκό δικαστήριο το οποίο τελικά τον αθώωσε, δεχόμενο τον ισχυρισμό του περί τεχνάσματος προκειμένου να σταματήσει το μακελειό.

Ο πατέρας μου, ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια αγνοούσε το ρόλο του Δημάρχου στα γεγονότα, τελείωνε πάντα τη διήγησή του με τη φράση…

Κι αφού σκότωσαν και ρήμαξαν, μετά πήγαν στη πλατεία και στήσαν γλέντι…

Σα να μη μπορούσε να «χωνέψει», τόσα χρόνια μετά, πώς είναι δυνατόν να φτάσει ο «άνθρωπος» σε τέτοιο βαθμό βαρβαρότητας κι αναισθησίας…

Από τα γεγονότα της ημέρας εκείνης, εμπνεύστηκε και έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος ζούσε, τότε, στη Θεσσαλονίκη, το τραγούδι του «Ο μπλόκος»:

Τα τελευταία χρόνια, στο μνημείο που έχει φτιάξει ο Δήμος, στο Πάρκο της 13ης Αυγούστου, στην Καλαμαριά, πραγματοποιείται, κάθε χρόνο, τελετή όπου αποτίνεται φόρος τιμής στους εκτελεσμένους.

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ