Η συναυλία δόθηκε στις 28 Απριλίου 1826 στο θέατρο «Βοξόλ ντε Παρί». Τα εισιτήρια κόστιζαν 20 φράγκα κι έγιναν ανάρπαστα έως και σε πενταπλάσια τιμή, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος του παρισινού κοινού για την ελληνική υπόθεση. Ανάμεσα στους παρισταμένους ήταν οι γιοι των ναυμάχων Κωνσταντίνου Κανάρη και Ανδρέα Μιαούλη, που εκείνη την περίοδο σπούδαζαν στη γαλλική πρωτεύουσα με έξοδα του φιλελληνικού κομιτάτου. Η συναυλία επαναλήφθηκε στις 9 Μαΐου και το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε έφτασε τα 30.000 γαλλικά φράγκα.
Η επιτυχία της συναυλίας ώθησε τον Ροσίνι, που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1824, να συνθέσει μια νέα όπερα, την οποία οι μουσικόφιλοι παριζιάνοι περίμεναν με ανυπομονησία. Αλλά πολυάσχολος καθώς ήταν αποφάσισε να διασκευάσει μία παλαιότερή του, τον «Μωάμεθ Β’» («Maometto II»), που είχε πρωτοπαρουσιάσει στις 3 Δεκεμβρίου 1820 στο θέατρο «Σαν Κάρλο» της Νάπολι. Η υπόθεσή της εκτυλισσόταν το 1470 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της ενετοκρατούμενης Εύβοιας από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Στο νέο του έργο με τίτλο «Η Πολιορκία της Κορίνθου», η δράση μεταφέρεται το 1459, έξι χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Μωάμεθ πολιορκεί την Κόρινθο. Η κόρη του τοπικού άρχοντα Παμίρα είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του και αρνείται τον Νεοκλή, τον υποψήφιο σύζυγο που της παρουσιάζει ο πατέρας της Κλεομένης. Η Παμίρα ταλαντεύεται ανάμεσα στην αγάπη της για την πατρίδα και στον έρωτά της για τον ισχυρό τούρκο σουλτάνο και, τέλος, πεθαίνει με τις άλλες Κορίνθιες στη διάρκεια της πολιορκίας.
Το λιμπρέτο έγραψαν ο Λουίτζι Μπαλόκι και Αλεξάντρ Σουμέ. Ήταν η πρώτη όπερα του Ροσίνι με γαλλικό λιμπρέτο και μία από τις τελευταίες της ένδοξης καριέρας του. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1826 στην Όπερα των Παρισίων με τον γαλλικό τίτλο «Le siège de Corinthe», ενώ απαντάται και με το ιταλικό τίτλο «L' assedio di Corinto».
Το έργο δεν είναι από τα κορυφαία του ιταλού μουσουργού, ήταν όμως το κατάλληλο για να κεντρίσει το ενδιαφέρον των Παριζιάνων που ήταν ενήμεροι για τον Αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους. Οι δύο λιμπρετίστες χρησιμοποίησαν αλληγορικά στοιχεία για να κάνουν σαφείς αναφορές στην παρατεταμένη πολιορκία και την τελική Έξοδο του Μεσολογγίου, ενώ προσπάθησαν να συσχετίσουν την Ελληνική Επανάσταση με τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας, δίνοντας στους κύριους χαρακτήρες τους αρχαιοελληνικά ονόματα.
Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα ισχυριζόταν ότι το αρχικό σχέδιο των συντελεστών του έργου ήταν η εναρκτήρια παράσταση να πραγματοποιηθεί έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο, παρενέβη ο ίδιος ο Μέτερνιχ για να διασφαλίζει ότι αυτό δεν θα συνέβαινε. Ο Αυστριακός Καγκελάριος και ηγετική μορφή της Ιεράς Συμμαχίας ανησυχούσε για την αντίδραση των Οθωμανών σ’ αυτή την πρόκληση, δεδομένου ότι η ανακατάληψη της πόλης από τους χριστιανούς ήταν ένα θέμα που συζητιόταν έντονα εκείνη την εποχή.
Το έργο σημείωσε αρχικά μεγάλη επιτυχία, αλλά με τα χρόνια ξεχάστηκε και σήμερα σπανίως ανεβαίνει. Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε τον Ιανουάριο του 1993 από την Εθνική Λυρική Σκηνή και παρουσιάστηκε στον φυσικό του χώρο στην Κόρινθο, τον Ιούνιο του 2002, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας.