Ιστορία

Ησαΐας Σαλώνων - Hγετική μορφή της Επανάστασης του 1821

Ο Ησαΐας γεννήθηκε το 1778 στη Δεσφίνα Παρνασσίδας. Έφερε το κοσμικό όνομα Ηλίας και σε ηλικία είκοσι ετών έγινε δόκιμος μοναχός στη Μονή Τιμίου Προδρόμου της περιοχής. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Οσίου Λουκά και ονομάστηκε Ησαΐας. Το 1814 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως του Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ και κατά την εκεί παραμονή του μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1818 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σαλώνων (σημερινής Άμφισσας) από το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, με το οποίο διατηρούσε αλληλογραφία σε συνθηματική γλώσσα.

Ως ιεράρχης στα Σάλωνα εργάστηκε εντατικά και συστηματικά για την προετοιμασία τού Αγώνα. Τον Ιανουάριο του 1821 ξαναπήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον πατριάρχη και με άλλους Έλληνες σχετικά με τον Αγώνα και επανήλθε στην έδρα του στα μέσα Μαρτίου.

Αμέσως κάλεσε στη Μονή του Οσίου Λουκά τον παλιό του γνώριμο Αθανάσιο Διάκο, οπλαρχηγούς και τους προκρίτους της Λειβαδιάς Ιωάννη Λογοθέτη, Ιωάννη Φίλωνα και Λάμπρο Νάκο και για να τους ανακοινώσει την επικείμενη έναρξη της Επανάστασης. Στη συνέχεια πήγε στα Σάλωνα και ενημέρωσε τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν εκεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στις 27 Μαρτίου με τον επίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σε δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά και κήρυξαν την Επανάσταση. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Απριλίου, ορίστηκε μέλος επαναστατικής διοικητικής επιτροπής της Στερεός Ελλάδας που συγκροτήθηκε στη Λιβαδειά και εντάχθηκε στο σώμα του Πανουργιά ως απλός στρατιώτης.

Κατά την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Ανατολική Στερεά, σε σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (20 Απριλίου 1821) ανάμεσα στους Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφασίστηκε να πολεμήσει ο Πανουργιάς στα χωριά Χαλκωμάτα και Μουσταφάμπεη, ο Διάκος στην Αλαμάνα και ο Δυοβουνιώτης στον Γοργοπόταμο. Η σφοδρή επίθεση των Τούρκων εναντίον της Χαλκωμάτας στις 23 Απριλίου 1821 διέλυσε το σώμα του Πανουργιά και στη σκληρή εκείνη μάχη ο Ησαΐας έπεσε νεκρός, όπως και ο αδελφός του παπα-Γιάννης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Αθανάσης Διάκος» αναφέρεται στον Ησαΐα και τον αδελφό του («Άσμα Τρίτον: Εικοστή τρίτη Απριλίου») με τους παρακάτω στίχους:

Στ’ αγέρι κρεμασμένα,
ωσάν καντήλια τ’ ουρανού, αποβραδίς δυο φώτα
εφάνηκαν στη σκοτεινιά… Κανείς δεν τα ’χε ανάψει…
Κι ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι είδε το θάμα κι έδραμε, στη λάμψη δυο κεφάλια
ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά… το ’να του Παπαγιάννη
και τ’ άλλο του Δεσπότη του. Γονατιστός εμπρός τους
έμειν’ ο γέρος κι έκλαψε… Τους έριξε τρισάγιο,
τα φίλησε στο μέτωπο και με το δοκανίκι
έσκαψε λάκκο κι έθαψε τ’ αχώριστα τ’ αδέρφια.
Βλογάει το χώμα τρεις φορές… Έκαμε το σταυρό του
και χάνεται στην ερημιά… Εσβήστηκαν τα φώτα.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ