«Τεσσάρων νέων, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τάς χεῖρας ἔστησαν αὐτούς ἐπί σωροῦ πτωμάτων καί τούς προέτρεπον εἰςἐξωμοσίαν. Ἀρνουμένων δέ ἐκείνων ἔκοψαν ἀλληλοδιαδόχως τάς ρίνας, τά ὦτα, τά χείλη, καί τελευταίως ἐξορύξαντες τούς ὀφθαλμούς τωνἀφῆκαν αὐτούς ἡμιθανεῖς».
ὁ James Baker στό βιβλίο του «Ἡ Τουρκία στήν Εὐρώπη» πού δημοσιεύθηκε τό 1876 αναφερει :«Τούς φώναζαν ἕναν-ἕναν. Τούς ρωτοῦσαν τό ὄνομά τους καί στή συνέχεια ἀκολουθοῦσε ἡ ἴδια πάντα ἐρώτηση: «Γκιαούρη, πιστεύεις στόν θεό καί στόν προφήτη γιά νά σώσεις την ψυχή σου;» Ἡ ἀπάντηση ὅλων ήταν μία: «Ὄχι, ἐφέντιμ». «Ἀληθινά», σημειώνει ὁ Baker, «αὐτοί ἦταν χριστιανοί μάρτυρες. Και ἡ φυλή τους θά πρέπει νά εἶναι ἱκανή μεγάλων κατορθωμάτων».
Σύμφωνα με την μαρτυρία αυτού του μάρτυρος υπήρξε ένας νεαρός άνδρας, τόσο σωματώδης, τόσο ευγενής, τόσο ομορφος, πού σταμάτησαν. Κατόπιν διστακτικά του τέθηκε τό μοιραίο ερώτημα, και απάντησε αποφασιστικά. «ΟΧΙ». «Γύρνα πίσω, γκιαούρη, καί σκέψου καλύτερα τίς συνέπειες της αρνήσεως σου για μία ώρα ακόμη». Πάλι τον έσυραν εμπρός στον κριτή, και πάλι η ίδια απάντηση. Ακόμη απρόθυμοι, του προσέφεραν μία τρίτη καί τελευταία ευκαιρία για μεταμέλεια. Την Μαρούσια Ιωάννου Πασχαλίτσα, την πόθησε ο τριτότοκος γιος του Μπέη του Μοναστηρίου και την θέλησε για γυναίκα του.. Επειδή όμως αυτή δε δεχόταν, την έβαζαν να κάνει τις περισσότερο βαριές εργασίες ώστε να δεκτεί. Για να τις αποφύγει, προσποιήθηκε την παράλυτη και για πολλούς μήνες τη βασάνιζαν, καίγοντας τα πόδια και τα χέρια της με πυρακτωμένες βελόνες και καυτά σίδερα, χωρίς να δείξει αυτή ότι αισθανόταν τον πόνο, μέχρι που από τα πολλά βασανιστήρια και τη συνεχή ακινησία έγινε ράκος. Σε αυτή την κατάσταση την πούλησε τότε ο Μπέης για εκατόν πενήντα γρόσια. Αφού γλίτωσε από τα βάσανα, η κοπέλα επέστρεψε στην Νάουσα και συντόμως ανέκτησε την υγεία της.
Επιπρόσθετα ο Πουκεβίλ κάνει αναφορά στο μαρτυρικό τέλος των γυναικών του οπλαρχηγού Καρατάσου & του Ζαφειράκη στην Θεσσαλονίκη. «δεόμενη ὑπέρ τῶν δημίων της καί ἐπικαλούμενη τή βοήθεια τῆς Παναγίας», καί πιστοποιεῖ ὅτι οἱ Τοῦρκοι «δολοφόνησαν τή γυναίκα τοῦ Καρατάσου καί τοῦ Ζαφειράκη,ἐπειδή δέν δέχθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν». Ἡ μία μαρτύρησε μέσα σέ ἕνα τσουβάλι μέ φίδια. Τή δεύτερη τήν ἔκτισαν μέσα σέ ἕνα τοῖχο! Προηγούμενος είχαν φροντίσει να τις αλείψουν με μέλι ώστε να δέχονται τα τσιμπήματατων μελισσών καθώς και ύβρεις , φτυσίματα & πέτρες από τους παρατρεχάμενους μουσουλμάνους. Έχει διασωθεί κατά τις μέρες των σφαγών το εξής εντυπωσιακό γεγονός. Όταν έφτασε η σειρά του ,ράφτη στο επάγγελμα, Νικολάου Κοκοβίτη με την γνωστή διαδικασία όταν αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει οδηγήθηκε στον δήμιο. Μόλις του κόπηκε ο κεφάλι αντί το υπόλοιπο σώμα να σωριαστεί κάτω, σηκώθηκε όρθιο και άρχισε ακέφαλο να περπατά προς την σκηνή του στρατάρχη. Στην πορεία άλλαξε κατεύθυνση , πήδηξε ένα αυλάκι μέχρι που το ακούμπησε ένας στρατιώτης και έπεσε κάτω. Αυτό θεωρήθηκε θειο σημάδι ότι έπρεπε να σταματήσει η σφαγή και ήταν ο τελευταίος που εκτελέστηκε.
Ο οπλαρχηγός Ζώτος μην αντέχοντας να πέσει στα χέρια των Τούρκων έβαλε φωτιά στο μπαρούτι ανατινάζοντας τον εαυτό του μαζί με τους διώκτες του. Η μεγαλύτερη σφαγή έγινε στους αιχμάλωτους της περιοχής Κιόσκι όπου δόθηκε διαταγή να σκοτωθούν όλοι οι άνδρες μεταξύ 15-65 ετών. Για τόν σκοπό αυτό είχαν έρθει δήμιοι γύφτοι από την Βέροια και άλλοι 600 εβραίοι από την Θεσσαλονίκη, που αποδείχτηκαν φοβερότεροι όλων. Η ιστορία κατέγραψε 1.241 σφαγιασθέντες μπροστά στον Τούρκο διοικητή που παρακολουθούσε ατάραχος.