Στις 14 Απριλίου του 1821, μια σπουδαία μάχη για την έκβαση της ελληνικής επανάστασης έλαβε χώρα στο Λεβίδι εναντίον των Οθωμανών. Μια άνιση εκ πρώτης όψεως μάχη, που ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, και χάρη στη γενναιότητα μιας χούφτας μόνο ανδρών, αποδείχτηκε νικηφόρος για τον νεοσύστατα ελληνικά σώματα και τους έδωσε κουράγιο για τη συνέχιση του αγώνα.
Στις αρχές του Απριλίου του 1821, ο Κολοκοτρώνης προετοιμαζόταν για την πραγματοποίηση του σχεδίου του να καταλάβει την Τριπολιτσά, που ως κέντρο της οθωμανικής διοίκησης ήταν ζωτικής σημασίας να πέσει στα χέρια των επαναστατών. Γύρω από την Τριπολιτσά, λοιπόν, είχαν δημιουργηθεί στρατόπεδα, προκειμένου να αποκόπτουν σιγά-σιγά την πόλη από την Πελοπόννησο. Ωστόσο, τα επαναστατικά τμήματα των Ελλήνων είχαν χάσει το ηθικό τους και στη θέα του τουρκικού στρατού εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Πολλοί αγωνιστές λιποτάκτησαν και ανέβηκαν στα βουνά.
Αλλά το στρατόπεδο του Λεβιδίου δεν διαλύθηκε. Και τούτο διότι οι αρχηγοί του ήταν Καλαβρυτινοί, και τα Καλάβρυτα είχαν ήδη ελευθερωθεί μόλις μερικές μέρες νωρίτερα. Οι αρχηγοί Πετιμεζαίοι, Σκαλτσάς, Λεχουρίτης, Χαραλάμπης, Στριφτόμπολας, Καρασπύρος, Σολιώτης και άλλοι συγκέντρωσαν 800 άνδρες και ταμπουρώθηκαν στο Λεβίδι. Εκεί κατέφθασαν και άλλοι από την Τριπολιτσά υπό τον Αβράλη.
Την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς έθεσαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο, προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση: «Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα. Η δεύτερη να διέλθει από τη μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει διά της Καρύταινας, του Λεονταρίου, του Φαναρίου, του πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους, κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους. Οι Τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί για την εκτέλεση του τρομερού τους σχεδίου, πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες, έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη» (Π. Ιατρίδης).
Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν για τη συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων και έστειλαν ισχυρή δύναμη περίπου 3.000 ανδρών από την Τριπολιτσά, οι οποίοι έφθασαν εκεί τα ξημερώματα της 13ης Απριλίου. Και πάλι, στη θέα του τουρκικού στρατού, οι περισσότεροι Έλληνες το έβαλαν στα πόδια. Ωστόσο, περίπου 80 άνδρες κλείστηκαν μέσα στο Λεβίδι, μαζί με τους αρχηγούς, και ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων.
Ακολούθησε σφοδρή μάχη, η οποία κράτησε περίπου 7 ώρες. Τελικώς, οι Οθωμανοί μπήκαν μέσα στο χωριό, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές και πυροβολισμοί από την κατεύθυνση των Καλαβρύτων. Έφθασαν ο Σκαλτσάς από τα Σουδενά, ο Πλαπούτας, ο Τσαφατίνος, ο Νικολός Πετιμεζάς και άλλοι. Οι Οθωμανοί βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο μέτωπα και υπέστησαν μεγάλες απώλειες, εγκαταλείποντας τη μάχη.
Ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας έπεσε στη μάχη.
Η νίκη των Ελλήνων στο Λεβίδι, που θα μπορούσε να έχει αποβεί σε πανωλεθρία για τους ελληνικούς σκοπούς, εμψύχωσε τους αγωνιζόμενους, οι οποίοι βρίσκονταν ακόμα στην αρχή της επανάστασης και γνώριζαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν έναν πανίσχυρο στρατό, καλά οργανωμένο και εκπαιδευμένο.
Ακόμη, η συσπείρωση που έδειξαν οι οπλαρχηγοί στη μάχη του Λεβιδίου, έδωσε το παράδειγμα ως προς τον τρόπο με τον οποίον έπρεπε να κινηθούν από εκεί και πέρα οι ελληνικές δυνάμεις.
Στη δημοτική παράδοση τραγουδήθηκε το κατόρθωμα:
«Τι ειν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι;
Μήνα βουνά γκρεμίζονται, μήνα στοιχειά μαλώνουν;
Μάυτε βουνά γκρεμίζονται, μάυτε στοιχειά μαλώνουν.
Πετιμεζαίοι πολεμούν με εφτά χιλιάδες Τούρκους.
Έκλεισαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη
Μεριά τον δέρνει η φωτιά, μεριά και το τουφέκι.
Στο παραθύρι κάθεται, ψηλή φωνίτζα βάλλει»
Πού ‘σαι αδερφούλη Κωνσταντή και ξάδερφε Θανάση,
Πάρτε στα χέρια τα σπαθιά και τ’ αλαφρά τουφέκια.
Κ’ ελάτε να με σώστε απ’ των Τουρκών τα χέρια»
Πήραν στα χέρια τα σπαθιά, στης πλάταις τα τουφέκια,
Βάζουν τους Τούρκους εμπροστά, σαν γίδια και τους πάνε
σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν βουκολιό γελάδια».
ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Ας δούμε πώς περιγράφει ο Γριτσίπουλος τη μάχη του Λεβιδίου και το πώς τα γεγονότα οδήγησαν στην καλύτερη οργάνωση των εξεγερμένων:
«Μαύρο Πάσχα στην Πόλι με την αγχόνη του Πατριάρχη, μαύρο και στα Αρκαδικά Στρατόπεδα. Ευτυχώς οι αγωνισταί είχον αρχίσει να συνειδητοποιούν την Επανάστασι και δεν διελύθησαν. Οι Τούρκοι επήραν θάρρος και νυχτιάτικα την Τετάρτη της Λαμπρής, ξημερώνοντας Πέμπτη 14η Απριλίου έφθασαν στο Λεβίδι με το Πεζικό από του Κάψια και το Ιππικό από τον Κάμπο της Μηλιάς. Πολύωρη και πεισματώδης μάχη διεξήχθη εις δύο φάσεις. Επί ώρες 4 ημύνοντο ολιγάριθμοι αγωνισταί μέσα στα σπίτια ταμπουρωμένοι και μετακινούμενοι στα πλαϊνά όταν ο εχθρός έβαζε φωτιά στα πρώτα. Κατά την Δευτέρα φάσι έφθασαν ενισχύσεις. Πλαπούτας, Σαλαφατίνος, Ν.Πετμεζάς, Σταύρος Δημητρακόπουλος, Ασημάκης Σκαλτσάς, Θανάσης Δαγρές. Είχον σκορπισθή οι Ελληνικές δυνάμεις στα γύρω υψώματα και συμπολεμούσαν με γενναιότητα και έσπαζαν το ηθικό των εχθρών, οι οποίοι ενόμισαν πως ερχόταν ο Κολοκοτρώνης και εγκατέλειψαν το πεδίον της μάχης αφήνοντας 150 νεκρούς και μεταφέροντας πολλούς τραυματίες. Τους κατεδίωξαν οι Έλληνες, αλλά ραγδαία βροχή τους υπεχρέωσε να τους αφήσουν να φύγουν. Το Ιππικό δεν έλαβε μέρος.
Η μάχη και νίκη των Ελληνικών όπλων Λεβιδίου αναπτέρωσε το ηθικό των αγωνιστών. Οι καπεταναίοι αντελήφθησαν ότι ο διαξαγόμενος απελευθερωτικός αγών είχε ανάγκη συντονισμού. Πρό της μάχης και ευθύς μετά απ’ αυτήν εμεσολάβησαν ενέργειες στρατιωτικές με πολιτικόν χαρακτήρα και είναι αξιομνημόνευτες, διότι μετείχε και ο στρατευμένος λαός.
Και του μέν Αναγνώστη οι Λεβιδαίοι έστησαν άγαλμα στην μέση στην πλατεία, πρό της μάχης οι οπλαρχηγοί επηρεασμένοι από την αποτυχία της Λαμπρής στην Βλαχοκερασιά συνήλθον στου Πάπαρη σε Πολεμικό Συμβούλιο, κατά πάσαν πιθανότητα την Τετάρτη της Διακαινησίμου 13ης Απριλίου, όπου από συμφώνου όλοι απεφάσισαν να καλέσουν τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως αρχηγό των όπλων, με τον τίτλο του αρχιστρατήγου και αμοιβή για τους Μανιάτες, που εθεωρούντο γενικώς ως έμπειροι πολέμου.
Και μεν ο Πετρόμπεης δεν απεδέχθη την πρόσκλησι, έμειναν όμως με αμοιβή οι Μανιάτες. Η νίκη Λεβιδίου μετέβαλε το σκηνικόν. Ο πόλεμος απαιτούσε μεταβολή. Επεβάλλετο δημιουργία άλλου Στρατοπέδου πιο κοντά στην Τριπολιτσά, ώστε να την απειλή και το Βαλτέτσι εκρίθη ως ο πλέον κατάλληλος κατάσκοπος, σε προέκτασι μάλιστα προς τα αγαπημένα του Κολοκοτρώνη Καρυτινά ορδιά, Πιάνας, Χρυσοβιτσίου, Αλωνίσταινας. Κάτι περισσότερο τότε απεφασίσθη, ενώ μεταξύ 18 – 24 Απριλίου έλαβον χώραν δύο σημαντικά επεισόδια. Ο Πλαπούτας από το Στρατόπεδο της Πιάνας και οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Κ. Μαυρομιχάλης και Μούρτζινος από το Βαλτέτσι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν αιφνιδιαστική έξοδον Τουρκικού στρατεύματος από Τριπολιτσά, για να υπερασπισθή Τουρκική αποστολή στην Δαβιά, για να αλέση στους εκεί μύλους και έπεσε σ’ Ελληνική ενέδρα. Διεξήχθη μάχη δίωρη στο Χάνι της Συλίμνας, πολύ κοντά στην Τριπολιτσά. Ο εχθρός απεσύρθη με σοβαρές απώλειες. Απεδείχθη τότε με τις συναντήσεις στην Δαβιά και στην Συλίμνα ότι οι Έλληνες άρχισαν να γίνωνται επιτιθέμενοι. Αλλά και οι Τούρκοι αντελήφθησαν ότι έπρεπε να διαλύσουν το συντομώτερο το νεότευκτον Στρατόπεδο Βαλτετσίου, όπου πρό του διδύμου επεισοδίου της 18ης – 24ης Απριλίου είχε ταμπουρωθή όλη σχεδόν η στρατευμένη Πελοπόννησος. Ανελήφθη Τουρκική επίθεσις επείγουσα.
Η έξοδος στις 26 Απριλίου υπήρξε παραπλανητική, από την πόλη του Ναυπλίου προς Βέρβενα, αλλά το πολυπληθές στράτευμα εκινήθη προς το Βαλτέτσι, όπου εξεδηλώθη επίθεσις με πυρπόλησι των οικιών. Τούτο ανάγκασε τους προασπιστάς να μη επιμείνουν. Ενώ υποχωρούσαν, έφθασε με ολίγους ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος και δίδει λακωνικώτατα την λήξι του επεισοδίου : «… λαβώνομεν ένα μπαϊρακτάρη, ετσάκισαν οι Τούρκοι, έφθασαν από τα Βέρβενα, Πιάνα και Χρυσοβίτσι μεντάτι, τους γυρίσαμεν, τους κυνηγήσαμεν εις τον Κάμπον, κάτω από την Βιολέταν, μισή ώρα μακριά από την Τριπολιτσά». Το επεισόδιον δεν είχε εμφανές αποτέλεσμα για τον προληπτικόν εχθρό, διελύθη όμως το Στρατόπεδο Βαλτετσίου. Σ’ αυτό ο Κολοκοτρώνης εβάσιζε όλες του τις ελπίδες, για την εφαρμογή του Πολεμικού του Σχεδίου. Δεν άφησε όμως ο πατριωτισμός των Ελλήνων να διαλυθή η Επανάστασις. Συνέβη τότε κάτι απροσδόκητο.
Αναφέρει ο σύγχρονος ιστορικός: «εις το Χρυσοβίτσι την 28η Απριλίου (δύο ημέρας μετά την διάλυση του Στρατοπέδου) υπεγράφη ιδιαιτέρας σημασίας έγγραφον, δια του οποίου το Γένος της επαρχίας Καρυταίνης αυτοθελήτως διορίζει αρχιστράτηγον και κεφαλή των στρατευμάτων τον γενναιότατον και υπερμάχον του Γένους καπετάν Θεοδωράκην Κολοκοτρώνη … εις τούτου τας οδηγίας και προσταγάς ήσαν εις χρέος να υπακούσουν». Το ιστορικόν τούτο έγγραφον φέρει τας υπογραφάς Κανέλου Δεληγιάννη, Ανδρέα Ν. Παπαδιαμαντοπούλου, Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Λάμπρου Ροϊλοπούλου, Νικολάου Μπούκουρα, Δημ. Πλαπούτα και Αναγνώστη Ζαφειροπούλου.
Πολλά μαρτυρεί το ιστορικόν τούτο έγγραφον, πρό πάντων ότι ο Αγών των Ελλήνων απαιτούσε αρχηγό και ο πόλεμος έμελλε να διεξαχθή συστηματικά και με βάσι το περίφημο Πολεμικό Σχέδιο του αρχιστρατήγου, δηλ. να πολιορκηθή η Τριπολιτσά, ν’ αχρηστευθή ο Τουρκικός στρατός φυλακισμένος μέσα σε μια πληθωρική πόλι και να επικρατήση η Επανάστασις, διεξαγομένη με Ελληνική πρωτοβουλία.