Ο Αλέξης Νικολάου πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό της περιοχής του, συνέβαλε στην ίδρυση επαναστατικού στρατοπέδου στο Λεβίδι και συμμετείχε στην ομώνυμη μάχη (14 Απριλίου 1821). Πήρε μέρος σε πολλές συγκρούσεις στη γύρω περιοχή και αργότερα, επικεφαλής σώματος συμπατριωτών του, συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ιδιαίτερα διακρίθηκε στη μάχη του Αγίου Σώστη Κορινθίας στις 28 Νοεμβρίου 1822.
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες ήταν φανατικός υποστηρικτής του Νικηταρά και του Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα να καταδιωχθεί αυτός και η οικογένειά του. Μάλιστα, οι κυβερνητικοί έδωσαν εντολή να του κάψουν το σπίτι στο Λεβίδι.
Κατά την εισβολή των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο πολέμησε στο Μανιάκι μαζί με τον Παπαφλέσσα, ο οποίος τον είχε διορίσει υπασπιστή του. Ήταν από τους λίγους που επέζησε για να συνεχίσει τον αγώνα κατά του αιγύπτιου πολέμαρχου.
Ο Αλέξης Νικολάου σκοτώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1826, πολεμώντας ηρωικά εναντίον 2.000 Αιγυπτίων, που είχαν περικυκλώσει αυτόν και τους άνδρες του στη βόρεια Μαντινεία.
Η λαϊκή μούσα θρήνησε τον χαμό του με το παρακάτω δημοτικό τραγούδι, από το οποίο παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Τρεις περδικούλες κάθουνται
στον Νούδημο στη βρύοι,
ή μια τηράει το Σταχτερό,
η άλλη το μοναστήρι,
κι η τρίτη ν’ η καλλίτερη
μοιριολογάει και λέει:
«Πολλή Τουρκιά μας πλάκωοε
οτου Λεβιδιού τον κάμπο».
[…]
κι Αλέξης μ’ άλλους δεκοχτώ
χωρίζει από τους άλλους,
τραβάει πέρ’ απ’ την Μπαλιά
όλο το καταράχι,
για να τους πιάση από μπροστά
πούταν στενός ο τόπος.
Μπροστά καρτέρι τούχανε
στης Κώοταινας τη λάκκα
ασκέρι ταχτικού στρατοΰ
όλο στραβαραπάδες
και τα ταμπούρλα βάρεσαν,
στη μέοη τους εβάλαν,
πολλά τουφέκια τούριξαν
κ’ εννηά τον εβαρέοαν
και λαβωμένος πούτανε
τ’ άρματα δεν τα ρίχνει,
παρά σκοτώνει αλύπητα
ως που τον εσκοτώσαν.