Έχουν γραφτεί πολλά για όλα αυτά που υπέστη τη χρονιά της επανάστασης. Θα αναφερθώ μόνο στην πυρπόληση των εβδομήντα οχτώ χωριών και των πενήντα εννιά μετοχιών της και στις ανυπολόγιστες απώλειες ανθρώπινων ζωών» (βλ. Στο συλλογικό έργο, «Ελλάς. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους από τις απαρχές μέχρι σήμερα», τόμ. Β’, εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1998, σελ. 75.) Ας παύσουν επιτέλους οι ασκούντες εξουσία στο ελληνικό κράτος να «κατατάσσουν» την Χαλκιδική …στα περιθώρια της «επίσημης»-ακαδημαϊκής Ιστορίας κι ας ακουστεί επιτέλους και καμιά σχετική είδηση από τα δημόσια ΜΜΕ για τα όσα συνέβησαν τότε στη Χαλκιδική… Ξέρω ότι ίσως κατηγορηθώ από ορισμένους με το γνωστό …περί συμπλέγματος κατωτερότητας κι άλλα τέτοια! Δεν με απασχολεί. Ας ξέρουν μόνο ότι η επανάσταση της Χαλκιδικής, όπως άλλωστε και οι περισσότερες του είδους της, παρά την αποτυχία της είχε ευρύτερη σημασία του για τον Ελληνισμό, μέσα και έξω από τα σημερινά γεωγραφικά όρια της χώρας.
Του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη
Ο Εμμανουήλ Παππάς (Δοβίστα Σερρών 1772-1821) ακολουθώντας τις οδηγίες του Αλέξανδρου Υψηλάντη (Κωνς/πολη 1792-Βιέννη 1828), δηλαδή να προετοιμάσει το έδαφος και να ξυπνήσει τους κατοίκους της Μακεδονίας σε εξέγερση, φόρτωσε σε πλοίο όπλα και πυρομαχικά και ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου από την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε προς το Άγιο Όρος. Θεωρούσε ότι αυτό ήταν ο κατάλληλος τόπος για την έναρξη της εξέγερσης.
Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά απ’ ότι υπολόγιζε. Όπως εύστοχα σημείωσε ο Απ. Βακαλόπουλος (βλ. «History of Macedonia 1354-1833», του Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη, 1973, σε μετάφραση Peter Megann, σελ. 592), δεν είχαν γίνει επαρκείς προετοιμασίες για εξέγερση, ούτε καλλιεργήθηκε εκεί επαναστατική ατμόσφαιρα που θα εναρμονίζονταν, κατά κάποιο τρόπο, με την θρησκευτικό-λατρευτικό κόσμο της μοναστικής πολιτείας του Άθου.
Ο Απ. Βακαλόπουλος επικαλέστηκε ως προς αυτό και τις σχετικές αναφορές του Σπυρίδωνα Τρικούπη (βλ. «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Αθήναι 1879, τομ. 1, σελ. 178) και σημείωσε ότι το βράδυ της 16 Μαΐου 1821, οι Τούρκοι στρατιώτες της μικρής φρουράς του Πολυγύρου άρχισαν να τρομοκρατούν την περιοχή, απειλώντας τους κατοίκους και πυροβολώντας τους νέους που συναντούσαν στο δρόμο τους. Οι τρομοκρατημένοι Έλληνες, περιμένοντας κάθε μέρα το ξέσπασμα της εξέγερσης και με αφορμή κι ορισμένα άλλα συμβάντα, πήραν τα όπλα την επαύριο -17 Μαΐου 1821- και προχώρησαν προς την τουρκική διοίκηση που στεγάζονταν στο «καρακόλι», όπου σκότωσαν τον διοικητή και 14 από τους άνδρες του, ενώ τραυμάτισαν άλλους τρεις. Το εξαιρετικής ιστορικής -και όχι μόνο- αξίας αυτό κτίριο, που βρίσκονταν στο ανατολικό τέρμα της σημερινής οδού 17ης Μαΐου 1821, ήταν κοντά στην κεντρική εκκλησία και στον οδικό άξονα της παλαιάς αγοράς. Δυστυχώς το τόσο ενδιαφέρον αρχιτεκτόνημα του ιστορικού κέντρου του Πολυγύρου -της συνοικίας Παπακύρκου παλαιότερα-, κατεδαφίστηκε μόλις πριν από 2-3 δεκαετίες…
Επικαλέστηκε ακόμη ο Βακαλόπουλος σ’ αυτή του την αφήγηση τον ιστορικό Ι. Κ. Βασδραβέλλη (βλ. «Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832», Θεσσαλονίκη 1950, 2η έκδ., σελ. 201) και σημείωσε ότι η εξέγερση εξαπλώθηκε από τον Πολύγυρο σε όλα τα χωριά της Χαλκιδικής και του Λαγκαδά. Μπορεί μάλιστα να κατανοήσει κανείς το μέγεθος, την ένταση και τις συνέπειες των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τότε στη Χαλκιδική (σημ. Τον τότε καζά της Κασσάνδρας) και στην μετέπειτα περίοδο, από τον αριθμό των αιχμαλώτων και προσφύγων στη νότιο Ελλάδα, τις πυρπολήσεις οικισμών και αγιορείτικων μετοχιών, τις απώλειες ανθρώπινων ζωών αλλά και περιουσιακών στοιχείων…
Ένας από τους λόγους που επιλέχτηκε η Χαλκιδική ως τόπος έναρξης της εξέγερσης -παρά το αρνητικό δεδομένο της μικρής σχετικά απόστασής της από την Κωνσταντινούπολη- ήταν ότι ήταν δυσπρόσιτη λόγω της τοπογραφίας, του ανάγλυφου του εδάφους της και της διασποράς των οικισμών της σε μια μεγάλη και πολυδαίδαλη γεωγραφική έκταση. Μέτρησε ακόμη το γεγονός ότι κατοικούνταν από συμπαγή πληθυσμό, ελληνόφωνο, ομογενή και ορθόδοξο ως προς θρησκευτικό δόγμα.
Ως προς το τελευταίο θα αναφερθώ τόσο στα πληθυσμιακά στοιχεία των τελευταίων χρόνων πριν την απελευθέρωση της Μακεδονίας, όσο και στα οθωμανικά μνημεία που πιστοποιούσαν τον κατά πολύ μικρότερο αναλογικά αριθμό τουρκόφωνων ή άλλης γλώσσας πληθυσμών, σε σχέση με άλλες επαρχίες. Από τον συνολικό αριθμό των κατοίκων του καζά της Κασσάνδρας (υποδιοίκησης Χαλκιδικής) οι μουσουλμάνοι – Τούρκοι κάτοικοι ήταν μόνο 2.995 (βλ. Αθαν. Χαλκιόπουλος, Η Μακεδονία, Εθνολογική στατιστική των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, Αθήναις 1910, σελ. 9), ενώ όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες.
Αντίστοιχες πληθυσμιακές αναλογίες, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ επάνω από το 95%, δεν συναντούσε κανείς σε καμιά άλλη Μακεδονική περιφέρεια. Η πληθυσμιακή αυτή υπεροχή των Ελλήνων πιστοποιούνταν και από ένα άλλο γεγονός, το οποίο περιέγραψε ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake (1777-1860), όταν επισκέφθηκε την περιοχή το 1806. Οι Έλληνες του βορειοανατολικού τμήματος της χερσονήσου συσπειρώθηκαν και εντάχθηκαν σε μια ενδιαφέρουσα ιστορικά, αλλά και οικονομικά (σημ. με ειδικό καθεστώς φορολόγησης) αυτοδιοικούμενη συλλογική οργάνωση, κάτι που συναντούσε κανείς και στην αντίστοιχη των Χασικοχωρίων της Χαλκιδικής με πρωτεύουσα τον Πολύγυρο.
Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση επρόκειτο για την ομοσπονδία των Μαντεμοχωρίων, την οποία αποτελούσαν τα παρακάτω 12 «Ελευθεροχώρια», όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλούσαν: Γαλάτιστα, Βάβδος, Ραβνά (Πετροκέρασα), Στανός, Βαρβάρα, Λιαρίγκοβη (Αρναία), Νοβοσέλο (Νεοχώρι), Ίσβορος (Στρατονίκη), Χωρούδα, Ρεβενίκια (Μεγάλη Παναγία), Ιερισσός και η πρωτεύουσά τους ο Μαχαλάς (σημερινά Στάγειρα) (βλ. και Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 8, σελ. 633). Οι κάτοικοί τους εκλέγανε κάθε χρόνο τους τέσσερις ομοεθνείς τους για να τη διοικήσουν. Ήταν οι «άρχοντες» ή «βεκίλιδες», από την αραβική λέξη «ουακίλ», που σημαίνει πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, αλλά και οικονομικός διαχειριστής. Γι’ αυτό το λόγο, παράλληλα με τα διοικητικά τους καθήκοντα, είχαν την ευθύνη των οικονομικών και ασκούσανε και δικαστική εξουσία στα όρια της περιοχής τους.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα έγγραφο που συντάχθηκε στην Επίδαυρο με ημερομηνία «1826 Απριλίω» με το οποίο «Οι πληρεξούσιοι των εν τη ελευθέρω Ελλάδι από των Ανατολικομεσημβρινών Επαρχιών της Μακεδονίας, Μαδεμοχωρίων μετά των πέριξ, Κασσάνδρας (χερσόνησος) και Χασικοχωρίων, Δημήτριος Χρ. Σταγειρίτης, Αθανάσιος Μαυροϊδής Πολυγυρινός, Νικόλαος Ιωαννίδης εκ Κασσάνδρας και Δημήτριος Κοκκαλιώτης» απευθύνθηκαν προς «Προς την Ιεράν του Έθνους Συνέλευσιν» και όπως έγραφαν για την ενημέρωση όσων συμμετείχαν σ’ αυτή «ίνα ως μέλη της του Γένους ημών ολομελείας εμφανισθώμεν διά πληρεξουσίων ημών εις την Ιεράν Συνέλευσιν. (…) Αλλ’ επειδή διά τας καθ’ οδόν θαλασσίους δυσκολίας εφθάσαμεν ενταύθα μόλις ήδη περί τα τέλη της Ιεράς Συνελεύσεως, εμφανιζόμεθα εις αυτήν αμέσως διά της παρούσης μας, το προς αυτήν προσήκον ημών Σέβας και την τοιαύτην διάθεσιν των Πατριωτών μας προσφέροντες κ.λπ. κ.λπ.»
Δεν ήταν ασφαλώς άσχετο ότι στο κέντρο των Μαδεμοχωρίων, λειτουργούσαν τα μεταλλεία του Μαντέμ Λάκο όπου απασχολούνταν κυρίως Έλληνες. Η εξόρυξη και κατεργασία μετάλλων, με τα τότε συμβατικά μέσα, ώθησαν την οθωμανική ηγεσία στην ίδρυση τον 15ο αιώνα ενός από τα μεγαλύτερα νομισματοκοπεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βλ. Π. Κόκκας, Γ. Νικολάου, «Θησαυροί» νεότερων χρόνων του Νομισματικού Μουσείου (15ος- 20ος), Υπουργείο Πολιτισμού – Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα 2005, σελ. 339).
Το μεγάλης σημασίας νομισματοκοπείο βρίσκονταν στα Σιδηροκαύσια (Siderokapsa ή Siderokaissi), κοντά στα σημερινά Στάγειρα. Η εκεί λειτουργία του επί αιώνες προσείλκυε τουρκόφωνους ως επί το πλείστον εργαζόμενους, οι οποίοι αυξήθηκαν όταν κατά τους ύστερους χρόνους της τουρκοκρατίας η παρακείμενη κωμόπολη του Ισβόρου (Στρατονίκη) είχε ορισθεί ως έδρα της τουρκικής υποδιοίκησης της Χαλκιδικής. Αυτός προφανώς ήταν κι ένας πρόσθετος λόγος, πέρα από την κεντρική θέση της στην περιοχή, που η επισκοπή Ιερισσού και Αγίου Όρους μετέφερε την έδρα της από την Ιερισσό εκεί.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αύξηση των οικονομικών δυνατοτήτων πολλών από τους Έλληνες της περιοχής και η ευνοϊκή για τους σκοπούς της επανάστασης μύησή τους στη Φιλική Εταιρεία, για την οποία υπάρχει γραπτή μαρτυρία, την οποία θα δημοσιεύσω σύντομα σε εργασία μου που βρίσκεται στην τελική της φάση. Πέραν αυτών ιδιαίτερη σημασία είχε και η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων της Χαλκιδικής, συγκριτικά με άλλες περιοχές στις οποίες ζούσε ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων με διάφορες άλλες εθνολογικές ταυτότητες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν προφανώς Τούρκοι.
Πρόσθετη επιβεβαίωση αυτής της πραγματικότητας αποτελούσε, εκτός από την πληθώρα των ελληνικών μνημείων της Χαλκιδικής και ο εντοπισμός και η καταγραφή των αντίστοιχων οθωμανικών, τόσο σ’ αυτή όσο και σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία, έστω κι αν τα περισσότερα απ’ αυτά βρίσκονταν σε ερειπιώδη κατάσταση. (βλ. σχετικά, Γενική Διοίκησις Μακεδονίας συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας εκδοθείσαι κατά το έτος 1914, εν Θεσσαλονίκη 1914).
Ο αριθμός λοιπόν των οθωμανικών μνημείων στη Χαλκιδική, σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές του Μακεδονικού χώρου, ήταν πολύ περιορισμένος και κατά το πλείστον εντοπισμένος στους μωαμεθανικούς κυρίως θύλακες της Καλαμαριάς, στη δυτική δηλαδή περιοχή της, την κειμένη επί της ακτής του Θερμαϊκού κόλπου. Κι εδώ για να μην υπάρξει παρεξήγηση θα πρέπει να διευκρινίσω ότι η αναφορά μου στην ύπαρξη και τον αριθμό των μουσουλμανικών αρχιτεκτονημάτων, ως ενδεικτικών στοιχείων για τον προσδιορισμό της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας περιοχής, γίνεται με την παραδοχή ότι όλα τα μνημεία συγκαταλέγονται στα πιο αξιόπιστα τεκμήρια της ιστορικής διαδρομής ενός τόπου. Γι’ αυτό δράττομαι της ευκαιρίας να παρουσιάζω μερικά από τα περιορισμένα έτσι κι αλλιώς σε αριθμό, αλλά σημαντικά για την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Χαλκιδικής μνημεία.
Με αυτή τη θεώρηση, πέρα από το νομισματοκοπείο και το κτίριο της τουρκικής διοίκησης στον Πολύγυρο, στα οποία προαναφέρθηκα, σώζονται και σήμερα στη χερσόνησο τα ιαματικά λουτρά της Θέρμης και της Απολλωνίας στα τότε όρια του καζά της Κασσάνδρας (υποδιοίκησης Χαλκιδικής), αλλά και τα υπολείμματα ενός συγκροτήματος (πύργος, λουτρό και δεξαμενή) στη θέση Πισιόνα, 250-300 μ. από την εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Πολυγύρου, λίγο έξω και δυτικά των Βασιλικών (βλ. Θεόδωρος Τσιτρούλης, Ένα μικρό τουρκικό λουτρό στην Πισιόνα Βασιλικών, χρον. έκδ.1981, Βιβλιοθήκη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών).
Αλλά τα πιο σημαντικά απ’ όλα, που ενισχύουν και την σπουδαιότητα της περιοχής κατά την μεσαιωνική περίοδο, ήταν ότι στην περιοχή του Μαχαλά και του νομισματοκοπείου, το οποίο φαίνεται να σταμάτησε τη λειτουργία του τον 19ο αιώνα, βρέθηκαν ενδιαφέροντα αλλά και κατεστραμμένα ως ένα βαθμό αρχιτεκτονικά μνημεία, για ορισμένα από τα οποία (λουτρά, Χαμάμ) υπήρξαν σχετικές δημοσιεύσεις (βλ. Π. Γεωργάκη, Δύο οθωμανικά λουτρά στο μεσαιωνικό οικισμό Σιδηροκαυσίων Χαλκιδικής, Θεσσαλονικέων Πόλις 17, Απρίλιος, σσ. 24-57, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 24). Στο ένα, το μικρότερο που βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Δημητρίου, η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής εκπόνησε το 2007 μελέτη αποκατάστασής του και διέκοψε τη χρήση του ως στάβλου. Υπήρξε στη συνέχεια μια υποδειγματική αποκατάσταση, γι’ αυτό και αξίζει κανείς να το επισκεφτεί. Εκτός από τα λουτρά, που κατά πάσα πιθανότητα χρονολογούνται από τις αρχές του 16ου αιώνα, υπήρχαν δύο πύργοι, τα ερείπια ενός κονακιού, τα θεμέλια ενός μιναρέ και άλλα αρχιτεκτονικά υπολείμματα.
Καθώς τα σημαντικότερα γεγονότα της επανάστασης της Χαλκιδικής τα έχουν περιγράψει αρκετοί και ιδιαίτερα αρκετοί από τους αγαπητούς συμπατριώτες μου, θα περιοριστώ στα παραπάνω, άγνωστα ίσως στους πολλούς. Εκείνο ωστόσο που έχει σημασία και γι’ αυτό καταθέτω αυτά τα στοιχεία τεκμηρίωσης, είναι να κινηθούν οι τοπικές αρχές και φορείς (Αντιπεριφέρεια, Δήμοι, Επιμελητήρια, Ομοσπονδίες της εκπαίδευσης, σύλλογοι για τον Πολιτισμό, την Λαογραφία και την Ιστορία όπως η Ι.Λ.Ε.Χ., ο «Παγχαλκιδικός Σύλλογος», ο «Σύλλογος Χαλκιδικιωτών της Αθήνας» κ. ά.) και οι βουλευτές και να απαιτήσουν να αναγνωρισθεί η Χαλκιδική ως ιστορικός τόπος υψίστης ιστορικής σημασίας. Παράλληλα θα πρέπει να καθιερωθεί ως δημόσια γιορτή όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για ολόκληρη τη Μακεδονία.
Υπενθυμίζω ότι η Νάουσα με το Β.Δ. 17/8/1955, ΦΕΚ αριθ. φ. 240/3-9-1955 χαρακτηρίστηκε ως «ηρωική πόλη» για τους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων της κατά τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης (1822) και επικυρώθηκε επισήμως από την Βουλή ως ιστορικός τίτλος, χρόνια αργότερα με το Πρόγραμμα Καλλικράτης του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87Α). Κάτι ανάλογο υποθέτω ότι ζητά και το Δ.Σ. του Δήμου Σερρών με την υπ. αριθμ. 110/2021 απόφασή του στη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 2021. Ίσως μάλιστα εκ παραδρομής να χρησιμοποιήθηκαν ορισμένα στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά περιστατικά, όπως για παράδειγμα ο χρόνος έναρξης της επανάστασης, όπου σημειώνεται ότι: «Τότε ο Εμμανουήλ Παπάς, αφού συγκέντρωσε όλους τους ηγουμένους των μοναστηριών στις Καρυές κήρυξε την επανάσταση στις 17 του μηνός …».
Είναι υποθέτω προφανές ότι μια επανάσταση χαρακτηρίζεται από τον τόπο στον οποίο πραγματοποιήθηκε, με τις συνακόλουθες συνέπειες της απώλειας χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και της πρόκλησης τόσων άλλων δεινών και όχι από την καταγωγή ενός από τους πρωταγωνιστές της, όσο κι αν αυτός ήταν μια ισχυρή και ηρωική προσωπικότητα, όπως εν προκειμένω ο Εμμανουήλ Παπάς.
[σημ. Ο πρώτος (απόσπασμα) από τους συνημμένους δύο ιστορικούς χάρτες του αρχείου Γ. Αικατερινάρη είναι Αγγλικός, σχεδιάστηκε από τους Baldwin & Cradock και εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1829. Ο δεύτερος είναι Γαλλικός δημοσιευμένος στο περιοδικό Le tour du Monde στο Παρίσι, στο δεύτερο εξάμηνο του 1860. Η τρίτη εικόνα είναι από πίνακα της Πολυγυρινής Τριανταφυλλιάς Κριεζή, της γνωστής από την επανάσταση οικογένειας, Ακολουθούν δύο γκραβούρες από το αρχείο και πάλι του Γ. Αικατερινάρη. Η μία, του 1821, απεικονίζει μια φανταστική κατάληψη από τους Έλληνες ενός κάστρου της Χαλκιδικής και η άλλη, η συνημμένη, γυναίκες της Θεσσαλονίκης το 1860. Η τελευταία σε προγενέστερη έκδοσή της, που κάπου έχω αρχειοθετημένη, είχε το ίδιο θέμα έχοντας ωστόσο σε υπότιτλο γυναίκες των Βασιλικών).
eranistis.net