Αυτό πλέον είναι δεδομένο στην επιστημονική κοινότητα. Απ’ τον Κωνσταντίνο Α’ (306-337) μέχρι τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο (1449-1453), το Ανατολικό Βασίλειο διήλθε πολλών «σκοτεινών» και «κρίσιμων» περιόδων, όπως η περίοδος απ’ τον θάνατο του Ιουστινιανού (†565), έως τον Βασίλειο Α’ του οίκου των Μακεδόνων (867-886). Το κράτος παρ’ ότι εκλονίζετο συνθέμελλα, είχε μια τέτοια δυναμική και κατάφερνε να επιβιώνει.
του Εμμανουήλ Πλουμή, Μεταπτυχιακού Φοιτητή Θεολογίας ΕΚΠΑ
Η άνοδος της Κωνσταντινούπολης αποτελεί πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Α’, οι λόγοι όμως που τον οδήγησαν στην απόφαση αυτή κρύβονται στην «σκοτεινή» περίοδο, του Γ΄ αιώνος, όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφθασε στο χείλος της καταστροφής και ολοκληρωτικής διάλυσης. Μέχρι τότε, όμως, είχε φθάσει στο απόγειο της δόξης της. Ο πρώτος αυτοκράτωρ, ο Οκταβιανός-Αύγουστος, κατάφερε να θέσει τις βάσεις ανάπτυξης της Ρώμης, για τα επόμενα έτη. Αυτόν θα έχουν ως πρότυπο οι διάδοχοί του.
Γενικότερα, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες ύπαρξης του Imperium Romanum, οι περίοδοι κρίσης ήταν σύντομες, χωρίς να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην εδαφική ακεραιότητα, την κοινωνία ή την οικονομία. Τα έτη 96-192 μ. Χ., η Μεσόγειος εκαλείτο «Mare Nostrum» και η επικράτεια της Ρώμης θα απλωθεί απ’ την Μεγάλη Βρετανία, έως τον Ευφράτη, απ’ τον Ρήνο, μέχρι την Βόρειο Αφρική και απ’ την Αρμενία, μέχρι το Γιβραλτάρ. Είναι η «Χρυσή περίοδος των Ρωμαίων» του Άγγλου ιστορικού Γίββων και χαρακτηρίζεται για την πολιτική σταθερότητα, ισχύ των ρωμαϊκών όπλων. Μέχρι και τον Τραϊανό (98-117), διενεργούνται επεκτατικοί πόλεμοι, ενώ απ’ τον Αδριανό (117-138), οι αυτοκράτορες θα επικεντρωθούν στην άμυνα και σταθεροποίηση των συνόρων του κράτους. Όπως, τα περισσότερα κοσμικά κράτη, μετά την ανοδική τους πορεία, έπεται εκείνη της «παρακμής», ούτως κι η Ρώμη δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνος. Η περίοδος παρακμής εκκινεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, απ’ τον θάνατο του Commodus, στις 31 Δεκεμβρίου, του 192 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του Διοκλητιανού, στις 20 Νοεμβρίου, του 284 μ. Χ. Οι λόγοι, σύμφωνα με τους οποίους αυτή η περίοδος ήταν «κρίσιμή» για την Ρώμη, δύνανται να συνοψισθούν ως εξής:
➢ Πρώτη φορά το κράτος δέχεται επιθέσεις με τέτοια συχνότητα και ενίοτε από πολλά μέτωπα ταυτοχρόνως
➢ Οι πόροι του κράτους μειώνονται προκαλώντας πολιτική, κοινωνική και οικονομική δυσπραγία
➢ Η εδαφική ακεραιότητα της Ρώμης σφυροκοπείται και πολλές επαρχίες χάνονται ανεπιστρεπτή (Μ. Βρετανία)
➢ Παρατηρείται πολιτική και καθεστωτική αστάθεια. Οι αυτοκράτορες διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Σε αυτό το διάστημα, τριάντα περίπου Αυτοκράτορες, προερχόμενοι απ’ το στρατό, ανέλαβαν την εξουσία.
➢ Τα ηνία του κράτους ανέλαβε ο στρατός, επιφέρων μια στρατιωτικοποίηση του Imperium. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι εντός πέντε δεκαετιών ετών, τριάντα περίπου Αυτοκράτορες, προερχόμενοι απ’ το στρατό, ανέλαβαν την διακυβέρνηση
➢ Επιδρομές αλλοφύλων στο εσωτερικό της ρωμαϊκής επικράτειας, μέχρι και τη Ρώμη
➢ Επιδημίες
Ο ρόλος του αυτοκράτορα και το πρόβλημα διαδοχής
Κύρια πηγή προβλημάτων κατά τον Γ’ αιώνα ήταν οι διαρκής εσωτερικοί και εξωτερικοί πόλεμοι. Ο συνδυασμός του περσικού κινδύνου στις Ανατολικές επαρχίες και οι επιδρομές των Γερμανών στο Ρήνο και Δούναβη υποχρέωναν την αυτοκρατορία να δράσει. Την ισχύ της Ρώμης απειλούσαν περισσότεροι, από ποτέ πριν, εχθροί, όπως οι Αλαμαννοί, Γότθοι, Γέπιδες, Βάνδαλοι, κατά μήκος του Ρήνου και Δούναβη κι οι Πέρσες, στην Εγγύς Ανατολή Η Ρώμη, όμως, δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τόσο ισχυρούς εχθρούς, πόσο μάλλον ταυτοχρόνως. Το 235, ο αριθμός του ρωμαϊκού στρατού ήταν δυσανάλογος των απαιτήσεων που επρόκειτο να του ανατεθούν.
O Octavian εισήγαγε το σύστημα της αυτοκρατορικής εξουσίας, το οποίο, κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, εδραιώθηκε και τροποποιήθηκε. Το σύστημα αυτό δεν περιείχε κάποια διάταξη προς εδραίωση της νομιμότητας και εξουσίας ενός αυτοκράτορα, ούτε για τον τρόπο διαδοχής του. Η δε μακροχρόνια απροθυμία των αυτοκρατόρων να ορίσουν τους κανόνες διαδοχής, προκαλούσαν περιόδους πολιτικής αστάθειας. Το ζήτημα ήταν παρόν και τους προηγούμενους αιώνες, αλλά την περίοδο αυτή μεγεθύνθηκε, ένεκα των πολεμικών πιέσεων. Στο, εισαχθέν από τον Αύγουστο, σύστημα προστέθηκαν δύο ακόμη παράγοντες κοινωνικής εξουσίας και πολιτικής νομιμοποίησης: το σώμα των πολιτών και η Σύγκλητος.
Ήδη απ’ τα τέλη του Β’ αιώνος, η επιρροή της Συγκλήτου είχε μειωθεί, το δε αυτοκρατορικό αξίωμα είχε εξελιχθεί σε στρατιωτική απολυταρχία ή «Δεσποτεία» (Dominatus) κι έτσι θα μείνει γι’ όλη την διάρκεια της ύστερης ρωμαϊκής αρχαιότητος. Η θέση και τα προνόμια των Ρωμαίων, σταδιακά, μειώνονταν, ενώ αυξάνονταν τα προνόμια των διαφόρων άλλων εθνών, κατοικούντων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. H Constitutio Antoniniana, του Καρακάλα, αναγνώρισε την ρωμαϊκή ιθαγένεια «σ’ όλο το ελεύθερο πληθυσμό της αυτοκρατορίας». Μ’ αυτή την πράξη, κατέρρευσαν τα προνόμια της Συγκλήτου και του Λαού της Ρώμης (Senatus Popolusque Romanus).
Η περίοδος, απ’ το 235, μέχρι το 284, καλείται ως «στρατιωτική αναρχία». Οι στρατιωτικές επαναστάσεις κατά του αυτοκράτορος ή αποκήρυξή των κι η εκλογή ενός νέου προσώπου είναι τα φαινόμενα, που συναντά ο μελετητής της ιστορίας των χρόνων αυτών. Ο θάνατος του Alexander Severus, απ’ την φρουρά του, υπό τον Maximinus, θεωρείται ως εκκίνηση μιας περιόδου, όπου ο στρατός θα φρουρεί τα πολιτικά τεκταινόμενα, προβιβάζοντας και υποβιβάζοντας αυτοκράτορες, κατά βούληση. Οι διάφοροι αυτοκράτορες προέρχονταν απ’ το στρατό, ενώ η πηγή εξουσίας τους ήταν στις επαρχίες της Ρώμης, γεγονός οδηγόν στην περιθωριοποίηση της Ρώμης.