Σκεφτήκαμε λοιπόν σήμερα να ασχοληθούμε με μία ακόμα σημαντική μάχη της ελληνιστικής εποχής. Αυτή που έγινε το 217 π.Χ. στη Ραφία, αρχαία πόλη της Παλαιστίνης νοτιοδυτικά της Γάζας. Εκεί συγκρούστηκαν ο Πτολεμαίος Δ’ της Αιγύπτου με τον Αντίοχο Γ’ της Συρίας ,γνωστό μας από τη μάχη της Μαγνησίας. Θα δούμε στη συνέχεια περισσότερες λεπτομέρειες για τη μάχη αυτή.
του Μιχάλη Στούκα
Ο Τέταρτος Συριακός Πόλεμος (219-217 π.Χ.)
Το 220 π.Χ. τρεις νεαροί άντρες κατέλαβαν σημαντικές ηγετικές θέσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όταν πέθανε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Δ’ ο διάδοχός του Φίλιππος Ε’ ήταν 18 ετών. Στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος Γ’ πέθανε το 222 π.Χ. αφήνοντας στον θρόνο τον δεκαεπτάχρονο γιο του Πτολεμαίο Δ’. Τέλος, στην Ανατολή ο Αντίοχος Γ’ που είχε γεννηθεί το 242 ή το 241 π.Χ. διαδέχθηκε τον αδελφό του Σέλευκο Γ’ Κεραυνό που σκοτώθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Άτταλου Γ’ της Περγάμου. Αρχικά νίκησε τον στασιαστή βασιλιά της Περσίας Μόλωνα (229-220 π.Χ.) και το 220 π.Χ. εκστράτευσε εναντίον της Συρίας. Ο Αιτωλός στρατηγός των Αιγυπτίων Θεόδοτος νίκησε τον Αντίοχο ο οποίος και λόγω εσωτερικών προβλημάτων εγκατέλειψε την εκστρατεία του. Το 219 π.Χ. όμως ξεκίνησε νέα εκστρατεία που τον έφερε το 218 π.Χ. στα σύνορα της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Το 219 π.Χ. θεωρείται ως το έτος έναρξης του Δ’ Συριακού Πολέμου.
Παράλληλα, ο Θεόδοτος μετά την επιτυχία του εναντίον του Αντίοχου θεωρήθηκε επικίνδυνος για την αιγυπτιακή αυλή που έβλεπε με καχυποψία όποιον γινόταν δημοφιλής ή έμενε πολύ καιρό σε κάποιο αξίωμα. Αφού γλίτωσε από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, ο Αιτωλός στρατηγός άφησε σε έμπιστους του την Τύρο και την Πτολεμαΐδα (η οποία βρισκόταν στη θέση του σύγχρονου Σουέζ) και έγραψε στον Αντίοχο Γ’ προσφέροντάς του τις δύο αυτές πόλεις. Ο δρόμος για τον νεαρό βασιλιά της Συρίας προς την Αίγυπτο μέσω της Παλαιστίνης ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Πτολεμαίος πανικοβλήθηκε από την εξέλιξη αυτή και για να κερδίσει χρόνο αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Αντίοχο. Στο διάστημα αυτό που γίνονταν οι, παρελκυστικές, διαπραγματεύσεις, ο Πτολεμαίος εκπαίδευσε με μυστικότητα τους άνδρες του, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και αυτόχθονες Αιγύπτιοι, με τη βοήθεια Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος στους πρόσφατους πολέμους με τη Μακεδονία.
Την άνοιξη του 218 π.Χ. οι διαπραγματεύσεις έληξαν και ο Αντίοχος συνέχισε να κατακτά περιοχές και πόλεις όπως τη Σελεύκεια και την Τύρο. Ο Πτολεμαίος όμως δεν έμεινε αδρανής. Συγκέντρωσε 70.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 73 αφρικανικούς ελέφαντες και κινήθηκε εναντίον του Αντίοχου. Από την άλλη πλευρά, ο Αντίοχος είχε 62.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 102 ασιατικούς ελέφαντες. Το βασίλειο των Πτολεμαίων είχε έκταση 120.000 τ.χλμ. ,χωρίς τις αφρικανικές ερήμους και πληθυσμό 10.000.000 περίπου. Αντίθετα, το βασίλειο των Σελευκιδών είχε έκταση τουλάχιστον 600.000 τ.χλμ. (χωρίς να υπολογίζονται τα περίπου 3.000.000 χλμ. των αραιοκατοικημένων ανατολικών επαρχιών) και πληθυσμό 20.000-30.000 κατοίκους.
Οι Πτολεμαίοι χάρη στη συστηματική εκμετάλλευση των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους τους, εισέπρατταν ετησίως 15.000 αργυρά τάλαντα και 1.200.000 μεδίμνους σιταριού ενώ τα συνολικά έσοδα των Σελευκιδών δεν ξεπερνούσαν τα 10.000 τάλαντα τον χρόνο.
Η μάχη της Ραφίας (217 π.Χ.)
Στις αρχές της άνοιξης του 217 π.Χ. ο Πτολεμαίος ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια και έκανε την πρώτη στάση του στο Πελούσιο. Συνέχισε την πορεία του στην έρημο, πέρασε το όρος Κάσιος και τα έλη που ονομάζονταν Βάραθρα. Στρατοπέδευσε σε απόσταση 50 σταδίων (9,6 χλμ. αφού ένα αρχαίο στάδιο ήταν ίσο με 192 μέτρα) από την πόλη Ραφία της πρώτης πόλης της Κοίλης Συρίας στην αιγυπτιακή πλευρά μετά τη Ρινοκολούρα. Τον Πτολεμαίο συνόδευε η αδελφή και σύζυγός του Αρσινόη Γ’. Ο Αντίοχος πλησίαζε ταυτόχρονα με τον στρατό του και αφού έφτασε στη Γάζα όπου ξεκουράστηκαν οι άνδρες του συνέχισε πορευόμενος αργά.
Πέρασε τη Ραφία και στρατοπέδευσε σε απόσταση 10 σταδίων (περ. 1.920 μέτρα) από το στράτευμα του Πτολεμαίου. Αρχικά οι δύο στρατοί παρέμειναν σε αυτή την απόσταση, όμως λίγες μέρες αργότερα ο Αντίοχος μετακινήθηκε ακόμα πιο κοντά στον Πτολεμαίο.
Οι δύο στρατοί απείχαν περίπου 900 μέτρα. Σταδιακά άρχισαν αψιμαχίες μεταξύ των αντιπάλων . Στο διάστημα αυτό, ο Θεόδοτος, που είχε πλέον προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Αντίοχου επιχείρησε να δολοφονήσει τον Πτολεμαίο. Μαζί με άλλους δύο έφτασαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί στη σκηνή όπου συνήθιζε ο βασιλιάς να δειπνεί.
Δεν κατάφερε όμως να βρει τον Πτολεμαίο που όταν ήθελε να ξεκουραστεί έφευγε από την «κύρια» σκηνή όπου έμενε. Ο Θεόδοτος αφού σκότωσε τον γιατρό του Πτολεμαίου που ονομαζόταν Ανδρέας και δύο φρουρούς του, επέστρεψε στο στρατόπεδο του Αντίοχου.
Στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. έγινε η μάχη της Ραφίας. Και οι δύο αντίπαλοι παρέταξαν τα στρατεύματά τους κατά τον μακεδονικό τρόπο. Ανάμεσα στους άνδρες του Πτολεμαίου βρίσκονταν 11.000 μισθοφόροι, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από την Κρήτη, συγκεκριμένα από την Κνωσό. Αλλά και στον στρατό του Αντίοχου υπήρχαν 6.500 μισθοφόροι, ανάμεσά τους και πολλοί Κρήτες από τη Γόρτυνα που ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της Κνωσού! Συνολικά, 5.500 μισθοφόροι ήταν Κρήτες!
Στην αρχή της μάχης οι αφρικανικοί πολεμικοί ελέφαντες του Πτολεμαίου μην μπορώντας να αντέξουν την οσμή και τις κραυγές των ινδικών ελεφάντων του Αντίοχου πανικοβλήθηκαν προκαλώντας μεγάλη αναταραχή στο στρατόπεδο του Πτολεμαίου. Ο Αντίοχος επιτέθηκε στο ιππικό του Πτολεμαίου στην αριστερή πτέρυγα και καταδίωκε τον εχθρό που υποχωρούσε. Όμως η αριστερή πτέρυγα του Σελευκίδη βασιλιά βρισκόταν σε δυσμενή θέση λόγω των επιθέσεων του Φωξίδα με τους Έλληνες μισθοφόρους του.
Τότε ο Πτολεμαίος κινήθηκε αποφασιστικά προς τους αντιπάλους προκαλώντας ταραχή σε αυτούς και ενθουσιασμό στους στρατιώτες του. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα τα συριακά στρατεύματα αντιστάθηκαν, όμως γρήγορα τράπηκαν σε φυγή. Αυτό οφειλόταν στην αριθμητική υπεροχή των αιγυπτιακών στρατευμάτων (45.000 έναντι 30.000) και στην καλύτερη εκπαίδευση των πεζικάριων τους.
Ο νέος και άπειρος Αντίοχος συνειδητοποίησε ότι η φάλαγγα του εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει την ήττα. Μάταια προσπάθησε να συγκεντρώσει διάσπαρτες ομάδες φυγάδων και τελικά το ξημέρωμα της επόμενης μέρας ζήτησε ανακωχή και πήγε στη Γάζα για να θάψει τους νεκρούς του. Περίπου 10.000 πεζοί και 300 ιππείς του Αντίοχου είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Περισσότεροι από 4.000 άνδρες του είχαν αιχμαλωτιστεί ενώ συνολικά πέντε ελέφαντες του σκοτώθηκαν. Από την άλλη πλευρά ο Πτολεμαίος έχασε περίπου 1.500 πεζούς, 700 ιππείς και 16 ελέφαντες. Αρκετοί ακόμα ελέφαντες αιχμαλωτίστηκαν.
Οι συνέπειες της μάχης της Ραφίας
Με τη νίκη του Πτολεμαίου στη Ραφία, η Κοίλη Συρία παρέμεινε στην κατοχή του ως το 204 π.Χ. που πέθανε. Παρά την επιτυχία του όμως οι συνέπειες του πολέμου ήταν αρνητικές γι’ αυτόν. Το υψηλό κόστος του πολέμου εξασθένησε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο και η συμβολή των, περίπου 10.000 αυτοχθόνων Αιγυπτίων στη νίκη ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση τους. Δέκα χρόνια μετά τη μάχη της Ραφίας, οι ντόπιοι επαναστάτησαν και ο ηγέτης τους Άρμαχις ανακηρύχτηκε φαραώ της Άνω (νότιας) Αιγύπτου. Οι Πτολεμαίοι έχασαν τον έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος του βασιλείου τους για περίπου είκοσι χρόνια από το 205 π.Χ. ως το 185 π.Χ.
Ο Πολύβιος που περιγράφει τη μάχη της Ραφίας τη χαρακτηρίζει «πόλεμο που εκτός από την ωμότητα και την ανομία που η κάθε πλευρά επέδειξε στην αντίπαλη, δεν έχει να δείξει ούτε κανονική μάχη ούτε ναυμαχία ούτε πολιορκία ούτε κάποιο άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός». Οι συνέπειες του πολέμου για την οικονομία του βασιλείου του Πτολεμαίου και την αποδοχή της βασιλικής του εξουσίας ήταν πολύ βαριές. Ο Αντίοχος Γ’ από την άλλη, το 216 π.Χ. νίκησε τον αντιβασιλέα της Μικράς Ασίας Αχαιό και το 213 π.Χ. τον σκότωσε. Το 212 π.Χ. υπέταξε την Αρμενία, το 208 π.Χ. το βασίλειο των Πάρθων και το 206 π.Χ. τη Βακτριανή και την Γκαντάρα. Το 204 π.Χ. ονομάστηκε Μέγας Βασιλιάς.
Το 203/202 π.Χ. συμμάχησε με τον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας εναντίον της Αιγύπτου και κατά τον Πέμπτο Συριακό Πόλεμο κατέλαβε τη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας και τη Θράκη (197-194 π.Χ.). Οι κατακτήσεις αυτές οδήγησαν τον Αντίοχο σε πόλεμο εναντίον της Ρώμης, της Ρόδου, της Περγάμου και των Αχαιών. Τον διεξήγαγε επικεφαλής των Αιτωλών ως «στρατηγός αυτοκράτωρ». Το 192 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Ελλάδα και, όπως αναφέραμε στο άρθρο για τη μάχη της Μαγνησίας, ηττήθηκε στις Θερμοπύλες (191 π.Χ.), στη Μαγνησία (190 π.Χ.) και στο Σίπυλο. Το 189/188 π.Χ. υποχρεώθηκε με την ειρήνη της Απάμειας να εκκενώσει όλη τη Μικρά Ασία ως τον Ταύρο και να πληρώνει φόρο στους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους.
Το καλοκαίρι του 187 π.Χ. σκοτώθηκε ενώ επιχειρούσε να συλήσει τον πλούσιο ναό του Βήλου στην Ελυμαΐδα της Σουσιανής. Λίγο πριν είχε ανακηρύξει συμβασιλέα τον δευτερότοκο γιο του Σέλευκο καθώς ο πρωτότοκος είχε πεθάνει το 193 π.Χ. Ήταν παντρεμένος με την εξαδέλφη του Λαοδίκη, κόρη του Μιθριδάτη Β’ του Πόντου. Όμως το 191 π.Χ. την έδιωξε για να παντρευτεί μια ωραία νέα κοπέλα από τη Χαλκίδα. Από τη Λαοδίκη απέκτησε τρεις γιους και, τουλάχιστον, τέσσερις κόρες…
Πηγές: ΠΟΛΥΒΙΟΣ, «ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΒΙΒΛΙΟ V (79-85)
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΤΟΜΟΣ Ε’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ, «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ-Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό 336 π.Χ.-138 μ.Χ.», ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2021
protothema.gr