Η συνδρομή των ελληνικών νησιών, που διέθεταν μεγάλο αριθμό πλοίων, ήταν επομένως απαραίτητη για την επιτυχή έκβαση του Αγώνα. Οι πρόκριτοι της Ύδρας διαβλέποντας ότι η επιχείρηση αυτή ενείχε είτε κινδύνους (απώλεια σκαφών) είτε μεγάλο κόστος (μετατροπή, εξοπλισμός, συντήρηση) ήταν διστακτικοί στην ιδέα της Επανάστασης: «Εἰς τήν Ὕδραν ἡ ὁποία διέθετε τά περισσότερα πλοῖα, τά μεγαλύτερα καί βαρύτερα ἐξωπλισμένα, ἐβράδυναν τά πράγματα. Διότι ἐπεκράτει τό συντηρητικόν πνεῦμα τῶν προκρίτων της, οἱ ὁποῖοι ἐφοβοῦντο τό ἀνέτοιμον καί ἀνοργάνωτον τοῦ ἀγῶνος, ἐξ οὗ ἐκινδύνευον νά χάσουν τά πλοῖα των» (Δ. Κόκκινος, Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος).
Δεν είναι τυχαίο ότι τελευταίο από τα τρία νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) που μπήκαν στον Αγώνα ήταν η Ύδρα. Τα πληρώματα, όμως, και πολλοί καπεταναίοι, που έβλεπαν τη ζωή τους να βαλτώνει μέσα στην ανεργία και την οικονομική κρίση μετά το τέλος των ναπολεόντιων πολέμων το 1815, είχαν αντίθετη γνώμη. Ο πόθος για ελευθερία και η ανάγκη τους ώθησαν στον ξεσηκωμό.
Πρωτεργάτης της εαρινής ανταρσίας των Υδραίων το 1821 ενάντια στους πρόκριτους και τους Τούρκους ήταν ο πλοίαρχος Αντώνιος Οικονόμου. Στην Κωνσταντινούπολη που είχε βρεθεί λίγους μήνες πριν την κήρυξη της Επανάστασης, γνωρίστηκε με τον Παπαφλέσσα, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Επιστρέφοντας στην Ύδρα βρήκε πρόθυμους στην ιδέα της Επανάστασης τους ναύτες και τους καπετάνιους, όχι όμως και τους πρόκριτους, οι οποίοι προσχηματικά ζητούσαν διαρκώς εγγυήσεις για τη σοβαρότητα του εγχειρήματος.
Οι επισκέψεις του Περραιβού και του Αναγνωσταρά εκ μέρους της Φιλικής για να τους μεταπείσουν παρέμεναν άκαρπες. Την ίδια τύχη είχε και η επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Οικονόμου κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για δισταγμούς, οργάνωσε λαϊκό κίνημα εναντίον των προκρίτων και πήρε την εξουσία. Σύμφωνα με την παράδοση ο Αντώνιος Οικονόμου και οι συνεργάτες του (Γκίκας Θεοδώρου Γκίκας, Πέτρος Μαρκέζης, κ.ά.), τη νύκτα της 28ης Μαρτίου ξεσήκωσαν το πλήθος των πολιτών και των ενόπλων που είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι φωνάζοντας «Στ’ ἄρματα! Ὅλοι στ’ ἄρματα».
Την επόμενη μέρα εκδιώχθηκε ο διορισμένος από τον καπουδάν πασά Κυβερνήτης του νησιού Γεώργιος Βούλγαρης, ο νεότερος, και εγκαθιδρύθηκε λαϊκή εξουσία με ψυχή και νου τον Αντώνιο Οικονόμου. Ο ίδιος όρισε ως Κυβερνήτη έναν οπαδό του, τον Νικόλαο Κοκοβίλα και ανέθεσε στον πλοίαρχο Ιάκωβο Τομπάζη την αρχηγία του υδραίικου στόλου. Στις 16 Απριλίου του 1821 δημοσιεύτηκε επαναστατική προκήρυξη με την οποία η Ύδρα αποτίνασε την εξουσία του Σουλτάνου και κήρυσσε την ένωσή της με την επαναστατημένη Ελλάδα. Οι λίγοι προοδευτικοί πρόκριτοι στέκονται στο πλευρό του Οικονόμου. Ο Γκίκας Θ. Γκίκας, μάλιστα, διαφωνεί με τον πατέρα του, Θεόδωρο Γκίκα και στέκεται στα πλευρό του Οικονόμου και του ξεσηκωμένου λαού προσφέροντας στο βωμό της ελευθερίας και τη ζωή του. Οι συντηρητικοί πρόκριτοι όμως, (Θεόδωρος Γκίκας, Λάζαρος Κουντουριώτης, Δημήτριος Τσαμαδός κ.ά.) που δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκεια για τον παραγκωνισμό τους, άρχισαν αμέσως να συνωμοτούν με στόχο στην αρχή να στρέψουν το λαό εναντίον του και μετά να προχωρήσουν στην εξόντωσή του.
Η ευκαιρία τους δόθηκε με αφορμή τη διαφωνία που προέκυψε ανάμεσα στους ναύτες και τον Οικονόμου για τη διανομή της λείας ενός μουσουλμανικού πλοίου που είχαν κυριεύσει οι πλοίαρχοι Σαχτούρης και Πινότσης. Ο Οικονόμου πρότεινε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του «Κανονισμού» για τη δίκαιη διανομή των πολεμικών λειών και απαίτησε να κρατηθεί μερίδιο για το δημόσιο ταμείο. Οι ναύτες αντιτάχθηκαν στο δίκαιο αυτό μέτρο και βρήκαν υποστήριξη από τους πρόκριτους. Εκμεταλλευόμενοι, οι πρόκριτοι την αντίδραση των ναυτών οργάνωσαν σχέδιο για τη δολοφονία του. Στις 12 Μαΐου οι πρωτεύοντες πλοίαρχοι Λάζαρος Παναγιώτας και Θεόφιλος Δρένιας, που είχαν συμπράξει με τους πρόκριτους, βοηθούμενοι από τους πλοιάρχους Γεώργιο Σαχτούρη και Αντώνιο Κριεζή επιτέθηκαν στην Καγκελαρία με σκοπό να σκοτώσουν τον Οικονόμου. Εκείνος κατόρθωσε να διαφύγει προς το νότιο τμήμα του νησιού, όπου όμως τελικά συνελήφθη. Οι ένοπλοι τον επιβίβασαν σε μια βάρκα και τον οδήγησαν απέναντι, στην Αργολίδα, για να τον σκοτώσουν. Διασώθηκε όμως από κάποιους ναύτες και φυγαδεύθηκε στο Κρανίδι.
Όταν έφθασε στην Ύδρα ο πρόκριτος Καλαβρύτων Σωτήρης Θεοχαρόπουλος «ἐπικαλούμενος ἐξ ὀνόματος τῶν Ἀχαιῶν ἀποστολήν ναυτικῆς δυνάμεως εἰς τόν κορινθιακόν κόλπον», οι πρόκριτοι δια στόματος Λάζαρου Κουντουριώτη απάντησαν ότι «ἐν ὅσῳ ὁ Οἰκονόμος διέτριβεν ἀντικρύ τῆς νήσου των ἐπί τῆς Πελοποννήσου, ὀχλαγωγῶν καί ἀπειλῶν, δέν ἐνέκριναν ν᾽ ἀπομακρυνθῶσι τά πλοῖα των» (Χ. Τρικούπης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως) απαιτώντας έμμεσα τη σύλληψή του. Ο Θεοχαρόπουλος, πράγματι, συνέλαβε τον Οικονόμου και τον έθεσε «ὑπό ἐπιτήρησιν» στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Φενεού. Ο Οικονόμου, όμως, δραπέτευσε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821 και με 14 άνδρες κατευθύνθηκε προς το Άργος, όπου είχαν ήδη, αρχίσει να συγκεντρώνονται οι αντιπρόσωποι των επαρχιών για την Α’ Εθνοσυνέλευση.
Οι αντιπρόσωποι της Ύδρας εκ μέρους των προκρίτων απείλησαν πως, αν ο Οικονόμου φτάσει στο Άργος, θα αποχωρήσουν από την Εθνοσυνέλευση και θα εγκαταλείψουν την Επανάσταση. Μετά από αίτησή τους, ξεκίνησε από το Άργος ένα απόσπασμα με επικεφαλής κάποιον Ξύδη, υπαρχηγό του Ανδρέα Λόντου, με εντολή να συλλάβουν τον Οικονόμου και αν αυτός αντισταθεί, τότε να τον σκοτώσουν. Οι πρόκριτοι μάλιστα έπεισαν τον Δημήτριο Υψηλάντη να υπογράψει έγγραφο για τη σύλληψη και τον περιορισμό του Οικονόμου. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις πληροφορήθηκε τις ενέργειες των προκρίτων, έστειλε αμέσως το φρούραρχο του Άργους Δημήτριο Τσόκρη με 200 άνδρες για να τον προστατεύσει. Ο Τσόκρης όμως καθυστέρησε, καθώς στο δρόμο συγκρούστηκε με τους Τούρκους, με αποτέλεσμα οι άνδρες του Λόντου να προλάβουν τον Οικονόμου ανάμεσα στο Κουτσοπόδι και το Άργος και να τον σκοτώσουν, στις 16 Δεκεμβρίου, ύστερα από μια σύντομη συμπλοκή. Στο σημείο της δολοφονίας ο Τσόκρης έθαψε το πτώμα του ξεχωριστού Υδραίου ανδρός.
Αυτό ήταν το τέλος της σύντομης σε διάρκεια αλλά καθοριστικής σε σημασία επαναστατικής δράσης ενός ανθρώπου, που εγέρθηκε πάνω από πρόσωπα και περιστάσεις και ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην αναγκαιότητα της ιστορικής στιγμής. Στα χρόνια που ακολούθησαν η περίπτωση του Οικονόμου καλύφθηκε από τη λήθη, προκαλώντας αναρωτήσεις για τους μηχανισμούς, τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τα ιδεολογικά μέσα με τα οποία διαμορφώνεται η κρατούσα κάθε φορά άποψη για την Ιστορία, με την αποσιώπηση ή την καταδίκη της μνήμης, την «damnatio memoriae» ιστορικών προσώπων και γεγονότων, να κυριαρχεί. Οι πρόκριτοι φρόντισαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της δράσης του Οικονόμου. Ακόμη και τα πρακτικά των αποφάσεων της περιόδου διακυβέρνησής του δε σώζονται, αφού τα αντίστοιχα φύλλα έχουν αποκοπεί. Η επίσημη ιστοριογραφία του 19ου αιώνα τον είχε καταδικάσει στην αφάνεια. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αφιερώνει μόλις μία παράγραφο στον Οικονόμου. Ο Οικονόμου αγνοήθηκε και από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, γιατί ενσάρκωνε μια άλλη διάσταση του ξεσηκωμού, εκείνη που η εθνική μας ιστοριογραφία ήθελε επιμελώς να αποκρύψει.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, στην «ἐ π ί κ λ η σ ι ν» του «Μπολιβάρ», μαζί με το Ρήγα Φεραίο, τον Πασβαντζόγλου, τον Pοβεσπιέρο αλλά και τον Isidore Ducasse, Comte de Lautréamont, μνημονεύει τον Αντώνιο Οικονόμου: «πού τόσο ἄδικα τόν σφάξαν». Στις επεξηγηματικές μάλιστα «Σημειώσεις» που συμπεριέλαβε στην έκδοση του 1962 γράφει: «Ἀντώνιος Οἰκονόμου. Ὁ πρωτοπόρος καί σεμνός Ὑδραῖος ἥρωας». Ένα στιγμιότυπο από τη ζωή του Αντώνιου Οικονόμου πιστεύω ότι περιγράφεται στο ποίημα με τίτλο «Ὕδρα» από τη συλλογή «Tά κλειδοκύμβαλα τῆς σιωπῆς» (1939):
κατηγγέλθη/ ὡς ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνος/ γιά τήν δημόσια/ ἀσφάλεια/ -γιά τήν εἰρήνη/ τῶν φιλησύχων πολιτῶν/ τήν ὥρα πού/ σοβαροί/ -ἤ μᾶλλον σοβαροφανεῖς- ἱερεῖς/ ἡλικιωμένοι/ καί λίαν ἄξιοι ἤ ἀνάξιοι σεβασμοῦ/ ἐπεκαλοῦντο/ τήν μνήμην/ τῶν μεγάλων ναυμάχων/ τῆς Σαλαμῖνος/ καθώς καί τήν μνήμην τῶν/ Μιαούλη, Κανάρη, Τομπάζη, Λαζάρου Κουντουριώτη/ καί Ἰσιδώρου Ducasse// χαράματα τόν/ ἔπιασαν/ πισθάγκωνα τόν ἔδεσαν/ καί τόν ἐπῆγαν σηκωτό/ σά λείψανο/…/ τόν πέταξαν/ -μοῦ εἶπαν οἱ γυναῖκες-/ μέσα σέ μιά σέρρα/ μέ κόκκινα λουλούδια/ μέ κόκκινα βελούδινα/ παραπετάσματα/…
Ο ποιητικός λόγος με τη μορφή αστυνομικού ρεπορτάζ αφηγείται το περιστατικό της σύλληψης του ποιητικού ήρωα. Ο χώρος, το βασικό σκηνικό της αφήγησης («μέσα σέ μιά σέρρα μέ κόκκινα λουλούδια μέ κόκκινα βελούδινα παραπετάσματα»), συνδυάζει το ονειρικό-ψυχαναλυτικό με το θεατρικό-εικαστικό στοιχείο. Όλη η εικόνα λειτουργεί ως μια «άλλη σκηνή», μια φροϋδική «l’autre scene», ως μετωνυμία του ασυνείδητου. Στους στίχους αυτούς η δομή βάθους του ποιητικού μύθου μετατοπίζεται από την ορφική και τη χριστιανική παράδοση (θάνατος του Ορφέα-μαρτύριο του Χριστού) στη σύγχρονη πραγματικότητα (κατατρεγμός του υποκειμένου) με ενδιάμεσο σταθμό την επανάσταση στην Ύδρα (σύλληψη και δολοφονία του Οικονόμου). Με αμφιλογίες, δισημίες, μεταφορές, υπονομευτικές ρητορικές τροπές (ειρωνεία) και αφηγηματικές αντιφάσεις μεταγράφεται ο αρχικός μύθος (το τίμημα της πρωτοπορίας) και συγκροτείται ο πυρήνας της αυτοαναφορικότητας του κειμένου.
Ανάλογη σκηνή σύλληψης, που παραπέμπει και αυτή κατά την γνώμη μου στην ιστορία του Οικονόμου, παριστάνεται στον πίνακα με τίτλο «Ὕδρα» (1940), ο οποίος εντάχθηκε στις μετά το 1962 εκδόσεις του «Μπολιβάρ». Στον πίνακα εικονίζονται τρεις μορφές. Η κεντρική, η μορφή του ήρωα-πολεμιστή, είναι γυμνή και φέρει σπαθί δεμένο με λωρίδα γαλάζιου υφάσματος, ενώ με υψωμένο το αριστερό χέρι κρατάει ακουστικό τηλεφώνου. Οι άλλες δύο βρίσκονται πίσω του και προσπαθούν να τον συλλάβουν ή να τον ακινητοποιήσουν. Η αριστερή είναι γυμνή και φέρει μονάχα πηλήκιο ξένου στρατιώτη. Η δεξιά μορφή είναι ντυμένη με αρχαιοπρεπή πράσινου χρώματος χιτώνα που καλύπτει διαγωνίως το σώμα από τη μέση μέχρι τους αστραγάλους ως σύμβολο εξουσίας. Εκτός από το χιτώνα, σύμβολο εξουσίας αλλά διακωμωδημένο αποτελούν και οι χάρτινες κορδέλες επί της κεφαλής στη θέση των μαλλιών της ίδιας μορφής. Ολη η σκηνή διαδραματίζεται σε μπαλκόνι οικίας, πάνω στην οποία είναι υψωμένη υδραίϊκη σημαία της επανάστασης του ’21. Στο βάθος διαγράφεται η θάλασσα, από την οποία ξεχωρίζει πλοίο με φουσκωμένο πανί. Στη δεξιά πλευρά της εικόνας ξεχωρίζει επίσης βάζο με τέσσερα κόκκινα τριαντάφυλλα πάνω σε μικρό στρογγυλό τραπέζι. Τα «κόκκινα λουλούδια» και τα «κόκκινα παραπετάσματα» του ποιήματος υπάρχουν και μέσα στον πίνακα.
Ο σκηνικός χώρος τέμνεται από ημίκλειστο παραβάν κόκκινου χρώματος, μπροστά στο οποίο είναι τοποθετημένο καβαλέτο ζωγραφικής με πίνακα, που απεικονίζει γυναικεία μορφή με γυμνό στήθος. Η ανάγλυφη αίσθηση της εικόνας και το οβάλ σχήμα του πίνακα θυμίζουν λιθογραφική μήτρα ή μικρού σχήματος κόσμημα εποχής. Το ενδιαφέρον στον πίνακα βρίσκεται στη ρεαλιστική απεικόνιση της γυναικείας μορφής και στην σκόπιμη κάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου της. Για τον Εγγονόπουλο ο χώρος της Ύδρας, είναι χώρος μνήμης και προσωπικών βιωμάτων. Είναι πιθανόν η γυναικεία μορφή με τον ερωτικό συμβολισμό της, να αποδίδει τιμή στη μουσικολόγο Λουκία Φωτοπούλου, που η σχέση τους και ο θάνατός της στην Ύδρα σημάδεψαν τον Εγγονόπουλο την περίοδο της νεότητάς του.
Δύο ομώνυμα έργα, ποιητικό και εικαστικό, αφηγούνται την ιστορία της σύλληψης του Υδραίου ήρωα και την επαναφέρουν στη συλλογική μνήμη. Και στα δύο ο αφηγούμενος ήρωας είναι ταυτόχρονα υποσυνείδητη προβολή του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, που πραγματώνει μέσω της τέχνης του το ίδιο τραυματικά το επαναστατικό του όραμα, πιο μπροστά πάντα από την εποχή του και από τις περιστάσεις.
Μιχάλης Κ. Άνθης, δρ Φιλολογίας
avgi.gr