Τις πρώτες μέρες εμφάνισης της επιδημίας, στην Ύδρα και τις Σπέτσες πέθαιναν περίπου 80 με 100 άνθρωποι τη μέρα. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και ο Καποδίστριας αποφάσισε να αναλάβει δραστικά μέτρα.
Την 22α Απριλίου ανακοίνωσε στους κατοίκους του Ναυπλίου την επιδημιολογική κατάσταση των γειτονικών νησιών και την απόφασή του να μεταβεί ο ίδιος στις πληγείσες περιοχές, για να θέσει σε λειτουργία το σύστημα της Υγειονομικής Αστυνομίας. Σε επιστολή τους προς τους κατοίκους του Ναυπλίου, ανέφερε:
“Η πανώλις νόσος είναι εις τας νήσους Ύδρας και Πέτσας. Οι αδελφοί μας κάτοικοι των νήσων τούτων ευρίσκονται εις κίνδυνον. Η Κυβέρνησις χρεωστεί να λάβη τόσον δι’ αυτούς, ως και δι’ όλην την Επικράτειαν, την ανήκουσαν φροντίδα. Διά τον λόγον τούτον είναι της μεγίστης ανάγκης να γνωρίζη η Κυβέρνησις ανά πάσαν ημέραν την κατάστασιν της υγείας της πόλεως ταύτης, και επί τούτω διετάχθη ο Έκτακτος Επίτροπος της Αργολίδος να οργανίση το σύστημα της Υγειονομικής Αστυνομίας, το οποίον από εχθές άρχισε να ενεργή.
Με επιστήμονες της εποχής
Αι περιστάσεις είναι δειναί, αλλ΄ η προς τον θεόν πίστις μας είναι πλέον ισχυρά”
Ο Καποδίστριας, εκτός από διπλωμάτης και πολιτικός ήταν και γιατρός, καθώς είχε αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή της Πάδοβα. Έτσι, δεν αντιμετώπισε την πανώλη με προσευχές και δεισιδαιμονίες αλλά με επιστήμονες.
Συγκεκριμένα, έστειλε τον Ελβετό γιατρό, Λουί Αντρέ Γκος, στις Σπέτσες και τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος ήταν απόφοιτος Ιατρικής, στον Πόρο, προκειμένου να παρακολουθούν την εξέλιξη της επιδημίας.
Ταυτόχρονα έθεσε σε εφαρμογή περιοριστικά υγειονομικά μέτρα, τα οποία θυμίζουν περισσότερο τις σύγχρονες μεθόδους αντιμετώπισης του κορονοϊού παρά τις ιατρικές πρακτικές του 17ου αιώνα.
Καραντίνα και ιχνηλάτηση κρουσμάτων το 1828
Στην Ύδρα και τις Σπέτσες, που παρουσίαζαν την μεγαλύτερη έξαρση κρουσμάτων, οι ασθενείς περιορίζονταν εντός της οικίας τους για 40 ημέρες ενώ, όπου ήταν δυνατόν, οι ασθενείς μεταφέρονταν και απομονώνονταν σε ξεχωριστό μέρος. Κάποιες οικογένειες από την Ύδρα μεταφέρθηκαν στο Καλαμάκι Κορινθίας.
Ο Έκτακτος Επίτροπος Αργολίδας, Ν. Καλλέργης, σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια, ανέφερε:
“Εις το Καλαμάκι απέβησαν αρκεταί οικογένειαι της Νήσου Ύδρας. Άμα έλαβον την είδησιν ταύτην, έπεμψα πάραυτα μ’ επίτηδες παζόν Διαταγήν προς την υπάρχουσαν Δημογεροντίαν της Κορίνθου διά να λάβη μέτρα δραστήρια και προφυλακτικά, να τας περιορίση, και να προσέξη μη γίνη η παραμικρά με τους κατοίκους κοινωνία”.
Αμέσως μετά την απομόνωση των νοσούντων, ακολουθούσε η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων πανώλης, κατά την οποία εξετάζονταν οι συγγενείς των ασθενών. Όσοι βρίσκονταν “θετικοί”, απομονώνονταν σε ξεχωριστές περιοχές και, όπου δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, υποχρεώνονταν να μην βγουν από το σπίτι τους για σαράντα ημέρες.
Ένα τέτοιο μέρος ήταν ένα νησάκι στην Ύδρα απέναντι από την ακτή του Βλυχού, όπου λειτουργούσε καραντίνα.
Εκείνοι που κατάφερναν να επιβιώσουν από την θανατηφόρα νόσο, θεωρούνταν “ασφαλείς”, καθώς πίστευαν πως δεν πρόκειται να ασθενήσουν ξανά, και αναλάμβαναν άλλοτε τον ρόλο του νεκροθάφτη και άλλοτε του φύλακα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών.
Για σαράντα ημέρες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού έμοιαζαν ακατοίκητα. Οι εκκλησίες σταμάτησαν τη λειτουργία τους, η αγορά και το λιανεμπόριο έκλεισε ενώ στους δρόμους δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορεί κανείς.
Υγειοαστυνόμοι εν δράσει
Για την τήρηση των μέτρων, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ορίσει υπεύθυνο τον αδερφό του, Βιάρο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα αυστηρός. Διόρισε, μάλιστα, στρατιώτες, γνωστούς και ως Υγειαστυνόμους, προκειμένου να πραγματοποιούν καθημερινούς περιπόλους στα νησιά.
Στις 4 Μαΐου του 1828 και ενώ ήδη οι κάτοικοι της Ύδρας βρίσκονταν σε καραντίνα, ο Βιάρος Καποδίστριας, με επιστολή του προς τους πρόκριτους του νησιού, ενημέρωσε για την δράση και τα καθήκοντα των Υγειονομικών Αστυνομικών υπαλλήλων.
“Μάθων ότι η νόσος, ήτις κατέλαβε τινας των κατοίκων της νήσου ταύτης, έπαυσεν από ένδεκα ημέρας σήμερον να θανατόνη τους ανθρώπους,.. όμως το χρέος μου με υπαγορεύει να πράξω τ’ αναγκαία και διά την ίασιν των έτι νοσούντων και διά την σωτηρίαν των εν τη υγεία.
Τοιούτον αίτιον μ’ έφερεν εις το να επιθυμήσω να λάβω εξ υμών συμπράκτορας εις το εσωτερικών σας, και
ωνομάσθησαν από τους προκρίτους σας Υγειοαστυνόμοι, και ως τοιούτους γνωρίσατε τους κάτωθεν σημειουμένους, την εκλογήν των οποίων εγώ επικυρώ. Διά προφορικής μου διαταγής παρήγγειλα, να ονομάσωσιν επιστάτας εις κάθε γειτονίαν της πόλεως και εις τους λιμένας σας, ίνα γίνηται καθημερινώς η αναγκαία επιθεώρησις εις την κατάστασιν της υγείας των κατοίκων.
Θέλω επομένως διατάξει τον τόπον, όπου αράζουν τα ερχόμενα έξωθεν ανύποπτα και ύποπτα πλοία, καθώς θέλω διατάξει και τον τόπον, όπου να καταθέτωνται και να πωλώνται ή διανέμωνται τα πράγματα έξωθεν ερχόμενα.”
Τα μέτρα και οι απολυμάνσεις
Έναν μήνα αργότερα, στις 4 Ιουνίου του 1828, ο Βιάρος Καποδίστριας, σε νέα επιστολή του, ανακοίνωσε τα νέα καθήκοντα των Υγειοαστυνόμων. Σύμφωνα με τις διαταγές του, οι υπάλληλοι
“θα κρατούν αρχείο των ενταφιασμών και θα ελέγχουν με συγκεκριμένες ερωτήσεις τους πλοιάρχους και τα πλοία που εσπλέουν στο λιμάνι του νησιού, θα αποστειρώνουν τις επιστολές που φτάνουν με πλοίο, θα αποστέλλουν στο Λοιμοκαθαρτήριο επιβάτες, που φτάνουν στην Ύδρα από μολυσμένες ή ύποπτες περιοχές.”
Οι νησιώτες δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο αυστηρές πρακτικές, με αποτέλεσμα να αντιδρούν καθημερινά στα περιοριστικά μέτρα. Ιδιαίτερα οι έμποροι, που έβλεπαν τα έσοδά τους να μειώνονται, απαιτούσαν την επαναλειτουργία της αγοράς, παρά την έξαρση της επιδημίας.
Τελικά, αποδείχτηκε πως τα σκληρά μέτρα απέδωσαν
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου έως τις αρχές του επόμενου μήνα, ο αριθμός των νεκρών από πανώλη, ιδιαίτερα σε Ύδρα και Σπέτσες, ήταν μηδενικός, όπως και αυτός των κρουσμάτων.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα ήταν ένα νεοϊδρυθέν κράτος, με τρομερές οικονομικές και ιατροφαρμακευτικές ελλείψεις εκείνη την περίοδο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας πάλεψε με μία από τις φονικότερες ασθένειες της παγκόσμιας ιστορίας και κατάφερε να βγει νικητής. Ο ίδιος, μαζί με τους επιφανείς φιλέλληνες ιατρούς που επιστράτευσε για την αντιμετώπιση της πανώλης, έθεσαν τα θεμέλια για μια οργανωμένη υγειονομική πολιτική στη χώρα.
Ωστόσο, η πορεία του διεκόπη αιφνιδιαστικά με τη δολοφονία του από τους γιους του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κωνσταντίνο και Γιώργο, μερικά χρόνια μετά, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Σύμφωνα με ιστορικές καταγραφές, κάποια μέρα, κατά την επίσκεψη του στον Αργοσαρωνικό, ο Καποδίστριας ρωτήθηκε αν φοβάται την πανούκλα. Εκείνος απάντησε “όχι, δεν φοβάμαι την πανούκλα. Φοβάμαι, όμως, την πανούκλα των δημογερόντων“.
Και, όπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο.