Εκείνο το πρωί του Ιανουαρίου, το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό όταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για μια πτήση ρουτίνας με το αγαπημένο του Piaggio 136, προκειμένου να τεστάρει έναν νέο Αμερικανό πιλότο. Ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ένας γοητευτικός άνδρας, ο μοναχογιός του Αριστοτέλη Ωνάση αλλά κάτι παραπάνω: ο διάδοχος της αυτοκρατορίας που είχε στήσει ο μυθικός Σμυρνιός.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, αφού θα πετούσε το επόμενο πρωί, αγνοώντας ότι η μοίρα, το κισμέτ-πείτε το όπως θέλετε- είχε αποφασίσει για το πεπρωμένο του σε αυτό τον κόσμο. Το Piaggio τροχοδρόμησε και αμέσως μόλις απογειώθηκε πήρε μια απότομη κλίση στα δεξιά και «τσακίστηκε» στο έδαφος λίγα δευτερόλεπτα μετά.
Ο νεαρός κληρονόμος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ με βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ο Ωνάσης ειδοποιήθηκε άμεσα και έσπευσε στο νοσοκομείο, όπου ενημερώθηκε για την κατάσταση που παιδιού που προοριζόταν να διοικήσει την αυτοκρατορία του. Οι γιατροί δεν του άφησαν καμία ελπίδα για τον γιο του που βρισκόταν σε καταστολή και παρότι επικοινώνησε με τους κορυφαίους νευροχειρουργούς σε όλο τον κόσμο, κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή ελπίδα.
Η νύχτα είχε ρίξει για τα καλά τα πέπλα της πάνω από τον αττικό ουρανό, ενώ το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η 23η Ιανουαρίου του 1973, μόνο που εκείνο το βράδυ ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν ήταν πλέον ο αγέρωχος μεγιστάνας. Ήταν ένας «τσακισμένος» δισεκατομμυριούχος που βίωνε την χειρότερη τραγωδία της πολυτάραχης ζωής του, την επερχόμενη απώλεια του παιδιού για το οποίο είχε φτιάξει τα πάντα.
Ο Αλέξανδρος θα κληρονομούσε την αυτοκρατορία που είχε στήσει ο άνθρωπος με την μυθιστορηματική διαδρομή, τους διάσημους έρωτες και τα μεγάλα deals. Ο γιος του αγαπούσε κυρίως δύο πράγματα εκτός από την δουλειά. Να τρέχει με το αυτοκίνητό του και να πετάει, ίσως επειδή ειδικά όταν πιλόταρε, ένοιωθε πραγματικά ελεύθερος, μόνος του.
Ήταν αυτός, ο ουρανός και τα σύννεφα μόνο που εκείνη την καταραμένη Δευτέρα, έμελλε να πετάξει για τελευταία φορά με ένα Piaggio.
Στην εντατική δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από τον ήχο των μηχανημάτων που υποστήριζαν την αναπνοή και τις ζωτικές λειτουργίες του 25χρονου, που ήταν κλινικά νεκρός.
Ο μεγιστάνας με τα γκρίζα μαλλιά κάπνιζε με το βλέμμα στο κενό, όταν πέρασε μπροστά του ένας γιατρός από την ομάδα που είχε «πέσει» πάνω στον νεαρό κληρονόμο από την πρώτη στιγμή. Ο Ωνάσης τον έπιασε από το χέρι και τον ρώτησε: «Αν σου δώσω όλα τα λεφτά μου, όλη μου την περιουσία, ότι έχω και δεν έχω μπορείς να τον κάνεις καλά; Μόνο αυτό θέλω» του είπε.
Ο γιατρός του απάντησε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα ανάνηψης και έφυγε αφήνοντας τον άνθρωπο που τα ήθελε όλα, να κλαίει βουβά Ο Αλέξανδρος ήταν ο λατρεμένος του, το παιδί που όταν ήταν μικρός τον έβλεπε σπάνια, ο έφηβος που του πήγαινε κόντρα και τον εκνεύριζε με τα ειδύλλια του, όπως αυτό με την Φιόνα Φον Τίσεν.
Όταν έμαθε για τον δεσμό με την γοητευτική βαρόνη, που ήταν μεγαλύτερη από τον γιο του έγινε έξαλλος και του ζήτησε να την χωρίσει. «Μπορείς να έχεις όποια θέλεις. Παράτα την αυτήν, δεν είναι για σένα» ήταν η προτροπή - εντολή του Ωνάση στο γιο του, αρνούμενος να δεχθεί ότι ο νεαρός ήθελε να είναι με μια μόνο γυναίκα. Αγνοούσε όμως ή δεν ήθελε να παραδεχθεί ένα πράγμα. Ότι ο γοητευτικός άνδρας με τα αρρενωπά χαρακτηριστικά δεν είχε βγει «καθ' εικόνα και ομοίωση» του.
Ήταν διαφορετικός από τον πατέρα του, ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τον έρωτα και την αγάπη, όπου ο Αρίστος «χτυπούσε» συνέχεια γοητευτικές γυναίκες σαν την Εβίτα Περόν και την Τζάκι Κένεντι. Αυτοί που έζησαν τον Ωνάση λένε ότι από την στιγμή που έδωσε την εντολή να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα που κρατούσαν στην ζωή τον γιο του, ήταν πια ένας άλλος άνθρωπος, που παραδόθηκε στη μοίρα του.
Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε λίγες ώρες αργότερα κατέρρευσε μετά από τις πρώτες λέξεις στους δημοσιογράφους όταν τους είπε σχεδόν δακρυσμένος: «Ο Αλέξανδρος ήταν ένα καλό παιδί».
Τους επόμενους μήνες μεταλλάχθηκε σε έναν γερασμένο άνθρωπο, που έχασε κάθε επιθυμία για την ζωή μετά την πτώση του δικού του Ίκαρου.
Το μόνο που θυμόταν συχνά όταν ερχόταν η κουβέντα στον Αλέξανδρο ήταν ότι ο γιος του ζούσε παράτολμα, κόντρα στην λογική. Αναπόλησε την ημέρα που πέταξε με το ελικόπτερο σε ένα νησί κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες για να μεταφέρει το γιο ενός ψαρά που είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά, ψαρεύοντας με δυναμίτη.
Όταν προσγειώθηκε στο νοσοκομείο, ο πατέρας του νεαρού του έδωσε ένα πεντακοσάρικο, αγνοώντας ότι ο νεαρός πιλότος ήταν ο γιος του πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο.
Ο Αλέξανδρος το πήρε μετά από πολλά παρακάλια για να μην τον προσβάλλει και επέστρεψε στην συνήθη καθημερινότητά του. Αυτή που διακόπηκε εκείνο το παγωμένο πρωινό του Γενάρη που το ημερολόγιο έγραφε 22 του μήνα. Αποσυνδέθηκε από τα μηχανήματα την επομένη και μετά την νεκρώσιμο ακολουθία μεταφέρθηκε στον Σκορπιό και τάφηκε εκεί.
Μήνες αργότερα ο Ωνάσης πήγαινε στον ιδιωτικό του παράδεισο μόνο για να ανεβαίνει με ένα μπουκάλι ούζο, το μονοπάτι που οδηγούσε στο μνήμα του Αλέξανδρου. Καθόταν με τις ώρες, του μιλούσε, έπινε και έκλαιγε για το παιδί που θα κληρονομούσε την περιουσία του και την ζωή που δεν έζησε. Αυτόν που σε μια πτήση ρουτίνας με ένα παλιό υδροπλάνο Piaggio χάθηκε σε ένα περίεργο δυστύχημα, όταν η κατάρα των Ωνάσηδων αποφάσισε να χτυπήσει με τον πιο σκληρό τρόπο τον άνθρωπο που έχτισε μια αυτοκρατορία: Του στέρησε τον διάδοχο…