Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο «Επανάσταση», «εμφύλιος» και η ελληνική περίπτωση στο βιβλίο Οι εμφύλιες συγκρούσεις του Αγώνα.
Ο David Armitage έχει χαρακτηρίσει την «επανάσταση» και τον «εμφύλιο πόλεμο» —ως εννοιολογικές κατηγορίες— «σιαμαίους διδύμους», αφού κάθε επαναστατικό γεγονός αποτελεί μία σύγκρουση για την εξουσία μεταξύ δύο (ή περισσότερων) συσπειρώσεων ενταγμένων στην ίδια πολιτική κοινότητα (ή στο ίδιο βασίλειο). Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην Αγγλία του 17ου αιώνα (οι τρεις εμφύλιοι στο διάστημα 1642–1651 και η Glorious Revolution του 1688) αναφέρονται στην ιστοριογραφία και ως επαναστάσεις και ως εμφύλιοι πόλεμοι. Ακόμα, η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση είχαν εγγραφεί αρχικά στα εμφυλιοπολεμικά συμφραζόμενα (Armitage, 2020: 171–201)
του Μιχάλη Ρέττου
Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, οι θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές των επαναστατημένων από τους Οθωμανούς κυριάρχους τους και η —νομικά προσδιορισμένη— υπεροχή των μουσουλμάνων έναντι των «ζιμμήδων» υπηκόων δεν άφηναν περιθώρια ένταξης του επαναστατικού γεγονότος στα πλαίσια ενός εσωτερικού πολιτικού (civil/εμφυλίου) πολέμου. Ο ελληνικός αγώνας προσδιορίστηκε εξαρχής ως πόλεμος ενός έθνους έναντι των αλλοεθνών τυράννων του, όχι τόσο ως εγχείρημα με χαρακτήρα κοινωνικο-πολιτικής ανατροπής. Ενδεικτικό είναι ότι στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του πρώτου ελληνικού συντάγματος (1822) αποσαφηνίζεται ότι ο Αγώνας αποστρέφεται τις στασιώδεις αρχές, ενώ η λέξη «επανάσταση» δεν υπάρχει στο κείμενο και, αντί αυτής, επιλέγεται η λέξη «πόλεμος». Σίγουρα, οι επιλογές αυτές εμπλέκονται με το πολιτικό περιβάλλον της μεταναπολεόντειας Ευρώπης και με το πλαίσιο νομιμότητάς της (Jarrett, 2013: 158–205). Οι Έλληνες επεδίωκαν την προσέγγιση με τα ευρωπαϊκά βασίλεια, για τα οποία η επανάσταση ισοδυναμούσε με έγκλημα κατά της διεθνούς τάξης. Δήλωναν ότι δεν ενστερνίζονταν τα καρμποναρικά και ιακωβινικά φρονήματα και ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του δικού τους πολέμου και των επαναστάσεων που εκδηλώνονταν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη· στη Νάπολη, το Πεδεμόντιο και την Ισπανία.
Μολαταύτα, ο ελληνικός αγώνας αποτελεί ένα επαναστατικό γεγονός ενταγμένο στη πληθώρα ανάλογων περιστατικών που συγκλόνισαν τον πλανήτη στη χρονική περίοδο 1789 – 1848 — τη λεγόμενη «εποχή των επαναστάσεων» (Hobsbawm, 2002). Η Ελληνική Επανάσταση επέφερε μία de facto πολιτική και κοινωνική μεταβολή ιλιγγιώδους σημασίας. Μετέτρεψε το έθνος σε πολιτικό υποκείμενο και τον Χριστιανό Ορθόδοξο Οθωμανό υπήκοο σε Έλληνα πολίτη κάτω από μία ανεξάρτητη αρχή και ένα νέο πλαίσιο νομιμότητας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στη διάρκεια του Αγώνα (1823–1824) θα εκδηλωθούν στο πλαίσιο της διεκδίκησης της (νεοϊδρυθείσας) εξουσίας από τους ίδιους τους φορείς της Επανάστασης, μέσα στο νέο πολιτικό πεδίο που η ίδια εγκαινίασε. Ενισχυτικός παράγοντας των εσωτερικών εντάσεων καθίστατο το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του ξεσηκωμού ανήκαν σε διακριτές κοινωνικές ομάδες (προύχοντες, κλεφταρματολοί, Φαναριώτες, πλοιοκτήτες) και είχαν, ενίοτε, αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα ή/και πολιτικούς προσανατολισμούς.
Οι απαρχές των εμφυλίων αντιπαραθέσεων
Οι απαρχές της εμφύλιας διαμάχης δεν μπορούν να προσδιοριστούν με απόλυτο τρόπο. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένα γεγονότα που προλείαναν το έδαφος για τις μετέπειτα συγκρούσεις και, με αυτόν τον τρόπο, να κατανοήσουμε την εξέλιξη των εσωτερικών αντιπαραθέσεων.
Οι διενέξεις για την ηγεσία της Επανάστασης είχαν ξεκινήσει στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, από το 1820. Μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει τα ηνία της Φιλικής Εταιρείας και την παραχώρηση της Αρχής στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, οι παράγοντες που βρίσκονταν στην Πίζα της Ιταλίας —Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, Ιωάννης Καρατζάς, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κ.α (Παναγιωτόπουλος, 1986: 177–82)— είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους, προκρίνοντας ως αρχηγό τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας, Ιωάννη Καρατζά (Κόκκινος, 1967: 59). Ακολουθώντας τις υποδείξεις τους, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος πρότεινε, στα τέλη του 1820, την αναβολή της Επανάστασης και τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού συμβουλίου που θα περιόριζε τις πολιτικές αρμοδιότητες του Υψηλάντη και στο οποίο θα συμμετείχαν ο μητροπολίτης Ιγνάτιος και ο Μαυροκορδάτος. Οι θέσεις του όμως δεν εισακούστηκαν (Φιλήμων, 1834: 271–74).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η αντιπαράθεση των δύο αυτών πόλων —Υψηλάντηδων και «Κύκλου της Πίζας»— συνεχίζεται, κατά κάποιον τρόπο, και μετά την έναρξη της Επανάστασης, με τη σύγκρουση του Δημήτριου Υψηλάντη (πληρεξουσίου του αδερφού του στην επαναστατημένη Ελλάδα) με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο για τη μορφή του πολιτεύματος. Ο Δ. Υψηλάντης, με την άφιξή του στην Πελοπόννησο, το καλοκαίρι του 1821, επεδίωξε να διαμορφώσει ένα πολιτικό σύστημα που θα συγκέντρωνε τις εξουσίες στον Πρόεδρο της Βουλής (Δημακόπουλος, 1966: 51–52)· θέση που θα καταλάμβανε ο ίδιος ως πληρεξούσιος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτές του τις επιδιώξεις βρήκε απέναντί του συνασπισμένους τους προκρίτους, που είχαν συστήσει από τον Μάιο την πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία των Καλτετζών.
Σε αυτήν την κομβική για την πολιτική εξέλιξη του Αγώνα διένεξη, που διεξήχθη μέσα στο 1821, ο Υψηλάντης συνασπίστηκε με τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου, συγκροτώντας μία ομάδα «Φιλικών» με εκείνον επικεφαλής. Οι πρόκριτοι αναζήτησαν ερείσματα στους νεοφερμένους Φαναριώτες που είχαν καταφέρει να ελέγξουν πολιτικά τη Στερεά Ελλάδα, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Θεόδωρο Νέγρη. Ο συνασπισμός αυτός είχε την πολιτική υπεροχή και κατάφερε να επικρατήσει στην Α΄ Εθνοσυνέλευση. Αντιπολιτεύτηκε στον Δ. Υψηλάντη επικαλούμενος τις απόψεις επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού (Ιγνατίου, Καποδίστρια κ.α.), οι οποίοι συνέστηναν την άμεση σύσταση εθνικού πολιτεύματος ανεξάρτητου από τη Φιλική Εταιρεία, η οποία είχε αρχίσει να χάνει το γόητρό της μετά την καταστολή των ελληνικών στρατευμάτων στην Μολδοβλαχία. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατηγορούνταν για το «άκαιρο» και «απροετοίμαστο» κίνημά του, το οποίο, σύμφωνα με τον Καποδίστρια, οδήγησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να «σημειώσουν την ελληνικήν επανάστασιν ως περισπασμόν, τον οποίον ενήργησαν οι Ιακωβίνοι της Ευρώπης» (Δαφνής, 1985: 175–80). Η προβολή της «νομιμότητας» του ελληνικού αγώνα και των «δικαίων του Έθνους» στο εξωτερικό επέτασσε την εσωτερική πολιτική ενοποίηση και ευνομία, καθώς και την απόσειση της Φιλικής Εταιρείας και των συμβόλων της από το προσκήνιο της Επανάστασης.
Μετά την περιθωριοποίηση του Δ. Υψηλάντη, τα ηνία της «αντιπολίτευσης» στους πολιτικούς ανέλαβαν οι στρατιωτικοί και, συγκεκριμένα, ο ισχυρότερος εκπρόσωπός τους, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο τελευταίος και οι υποστηρικτές του διαπληκτίζονταν με τους πολιτικούς της Πελοποννήσου για το ζήτημα της πολιορκίας των Πατρών και άλλα στρατιωτικά και πολιτικά θέματα, και συχνά προάσπιζαν τα συμφέροντά τους με την απειλή εγκαθίδρυσης στρατιωτικής κυβέρνησης (governo militare). O Γέρος του Μοριά ισχυροποιήθηκε σημαντικά μετά την ένδοξη απόκρουση του Δράμαλη στα Δερβενάκια, το καλοκαίρι του 1822, αποκτώντας, μάλιστα, στηρίγματα και μέσα στην Πελοποννησιακή Γερουσία (Βακαλόπουλος, 1982: 250–52). Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ισχύ και τη λαϊκή υποστήριξη στο πρόσωπό του ενεργώντας, στο β΄ μισό του 1822, με στόχο την ανατροπή της τακτικής κυβέρνησης και την επιβολή των προσώπων που ο ίδιος ενέκρινε στο εκτελεστικό σώμα. Τις προθέσεις του ανέστειλαν οι Νησιώτες, οι οποίοι εναντιώνονταν στην αταξία και στη de facto κατοχή της Πελοποννήσου από τη στρατιωτική φατρία — τα μεγάλα κάστρα της Πελοποννήσου (Ναύπλιο, Τριπολιτσά, Ακροκόρινθος) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Κολοκοτρώνη.
Η διαμάχη Βουλευτικού-Εκτελεστικού στα 1823
Από εκείνο το σημείο και ύστερα, οι Νησιώτες αναλαμβάνουν κομβικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Ο ρόλος τους στη διεξαγωγή του πολέμου ήταν κομβικός, αφού οι πολεμικές επιχειρήσεις στη στεριά δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν δίχως τα ναυτικά στηρίγματα, ούτε τα κατακτημένα εδάφη στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα ήταν δυνατό να κρατηθούν χωρίς ναυτική φύλαξη. Γι’ αυτό, οι εκπρόσωποι τον ναυτικών νήσων, ιδίως της Ύδρας, ήταν σε θέση να επιβάλλουν τις πολιτικές τους αξιώσεις.
Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος–Απρίλιος 1823) Πρόεδρος του Βουλευτικού εξελέγη ο Υδραίος, Ιωάννης Ορλάνδος, ενώ Πρόεδρος του Εκτελεστικού ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Παράλληλα, η συνέλευση, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση του Κολοκοτρώνη που αρνούνταν να παραδώσει το Ναύπλιο στη Διοίκηση, κατήργησε τα περιφερειακά πολιτεύματα —και την Γερουσία της Πελοποννήσου στην οποία ο Γέρος ασκούσε επιρροή— και το αξίωμα του Αρχιστρατήγου, το οποίο είχε αποδοθεί από την Πελοποννησιακή Γερουσία στον Κολοκοτρώνη (Δημακόπουλος, 1966: 138-57).
Ο εμφύλιος πόλεμος θα προκύψει ως αποτέλεσμα της διαμάχης που θα ξεσπάσει, μέσα στο 1823, μεταξύ των σωμάτων της Διοίκησης, Εκτελεστικού και Βουλευτικού, όταν ο Κολοκοτρώνης θα καταφέρει να διεμβολίσει και να ελέγξει το εκτελεστικό σώμα. Ο ίδιος συνασπίστηκε με δυσαρεστημένους πολιτικούς που είχαν μείνει εκτός της νέας κυβέρνησης του Άστρους: με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, μέσω συνοικεσίου, τον Θεόδωρο Νέγρη, τον Χαράλαμπο Περρούκα κ.α.. Η «παρά φύσιν» σύμπραξη του Κολοκοτρώνη με την οικογένεια Δεληγιάννη, η οποία αποσκοπούσε στην ενίσχυση αμφοτέρων, αποτέλεσε την απαρχή της αποδιάρθρωσης του διπόλου πολιτικών – στρατιωτικών και της διαμόρφωσης ενός περισσότερο πολύπλοκου πλαισίου ανταγωνισμών. Η συμμαχία δεν άργησε να αποφέρει τους καρπούς της. Η Κυβέρνηση, προσπαθώντας να εξευμενίσει την αντιπολίτευση, παραχώρησε, τον Μάιο του 1823, στον Κολοκοτρώνη την Πέμπτη κενή θέση του Εκτελεστικού και το αξίωμα του Αντιπροέδρου του σώματος. Το ζήτημα της κατοχής του Ναυπλίου διευθετήθηκε προσωρινά με την τοποθέτηση του υιού του Κολοκοτρώνη, Πάνου, ως φρουράρχου της πόλης (Βακαλόπουλος, 1982: 414–16).
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού προσπάθησε να επιβληθεί και να αποκτήσει τον έλεγχο της Κυβέρνησης, πράγμα που πυροδότησε την αντίδραση της Βουλής. Ο ίδιος, αρχικά, καθαίρεσε τον Υπουργό Στρατιωτικών, Χριστόφορο Περραιβό, και στη συνέχεια προσπάθησε να επιβάλει τον Αναγνώστη Δεληγιάννη ως Πρόεδρο του Βουλευτικού, μετά την παραίτηση του Ορλάνδου. Η Βουλή, όμως, ψήφισε Πρόεδρό της τον Αρχιγραμματέα του Εκτελεστικού, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο τελευταίος, λόγω των απειλών που δέχθηκε από τον Κολοκοτρώνη, δεν ανέλαβε τα νέα καθήκοντά του, όμως η Βουλή εξακολουθούσε να τον θεωρεί Πρόεδρό της. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των δύο κυβερνητικών σωμάτων. Στο εξής, η Βουλή θα αναζητήσει θεσμικούς τρόπους διάλυσης του, ελεγχόμενου από τον Κολοκοτρώνη, Εκτελεστικού.
Τα αντιμαχόμενα μέτωπα
Στην πολιτική διαίρεση, όπως είχε διαμορφωθεί το 1823, το Εκτελεστικό εξέφραζε τη συμπόρευση της κολοκοτρωνικής στρατιωτικής φατρίας με ορισμένες προυχοντικές οικογένειες, κυρίως της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου (Δεληγιανναίοι, Μαυρομιχαλαίοι κ.α.). Από την άλλη πλευρά, το Βουλευτικό στήριζε η συμμαχία Μαυροκορδάτου, Νησιωτών και προκρίτων της βορείου, κυρίως, Πελοποννήσου (Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς κ.α.).
Ο διχασμός αυτός αντιπροσώπευε διαφορές που σχετίζονταν με προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντα, με τοπικιστικούς ανταγωνισμούς, με ιδεολογικές κατευθύνσεις, καθώς και με τον εξωτερικό προσανατολισμό του Αγώνα. Το Εκτελεστικό αποτελούνταν από τις πιο παραδοσιακές δυνάμεις του προυχοντικού και στρατιωτικού κόσμου της Πελοποννήσου, που έβλεπαν στις ενέργειες του Βουλευτικού την προσπάθεια των «ξένων» (μη Πελοποννησίων, Υδραίων και «ετεροχθόνων») να υφαρπάξουν τα φρούρια του Μοριά και να επιβάλουν τον έλεγχο στην περιοχή τους (Ροτζώκος, 2016: 27-68, 105–8). Από την άλλη, οι Νησιώτες και το Βουλευτικό θεωρούσαν τα μέλη του Εκτελεστικού «άρπαγες» που καταχρώνταν τις προσόδους. Οι πρόκριτοι των νήσων ισχυρίζονταν ότι δεν εισέπρατταν τα αναμενόμενα έσοδα από το δημόσιο ταμείο και ότι σπαταλούσαν τα ιδιωτικά τους κεφάλαια για τη λειτουργία του στόλου —κόστος που ήταν πολλαπλάσιο σε σχέση με αυτό του στρατού ξηράς (Μποζίκης, 2018: 161–62). Οι Νησιώτες, έτσι, καθίστανται φορείς της νεωτερικής εθνικής συγκέντρωσης και της ορθολογικής κατανομής των πόρων από το εθνικό κράτος με βάση τις ανάγκες του πολέμου, αφού οι ίδιοι πλήττονταν από την (προνεωτερική/τοπική) ιδιοποίηση του χώρου που παρήγαγε στρεβλώσεις στην οικονομική λειτουργία.
Παράλληλα, το Βουλευτικό εκπροσωπούσε και νέες δυνάμεις που υποστήριζαν τον συνταγματισμό, τη νομοκρατία, τον φιλελευθερισμό και τη σύνδεση του γεωπολιτικού προσανατολισμού του έθνους με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Μεγάλης Βρετανίας. Μέσα στο 1823, η συμμαχία Υδραίων – Μαυροκορδάτου – Βουλής έδωσε προτεραιότητα στη σύναψη εθνικού δανείου και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και της βρετανικής κυβέρνησης. Η επικράτηση του Βουλευτικού στην εσωτερική διαμάχη καθίστατο επιβεβλημένη για την πραγμάτωση του ανωτέρω προγράμματος, το οποίο προέκρινε την ενοποίηση του πολιτικού από μία συγκεντρωτική ρεπούμπλικα και τη στροφή της εξωτερικής πολιτικής προς την Αγγλία.
O πρώτος εμφύλιος πόλεμος
Το Βουλευτικό σχεδίαζε την αποπομπή των μελών του Εκτελεστικού, την οποία και υλοποίησε νομότυπα όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ το Εκτελεστικό είχε μείνει με τρία ουσιαστικά μέλη —τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τον Ανδρέα Μεταξά (ο Κολοκοτρώνης είχε παραιτηθεί αναλαμβάνοντας εκ νέου την πολιορκία των Πατρών, καθώς οι οπαδοί του δεν ενέκριναν τη συμμετοχή του στην Κυβέρνηση, και ο Ανδρέας Ζαΐμης, παρότι μέλος του Εκτελεστικού, στήριζε τη Βουλή)—, το Βουλευτικό βρήκε αφορμή να καθαιρέσει τον Ανδρέα Μεταξά επειδή έφυγε από το Ναύπλιο με κυβερνητικές δυνάμεις για να επιλύσει ένα επεισόδιο στην Καρύταινα —ο Οργανικός Νόμος προέβλεπε να είναι πάντα παρόντα τρία μέλη του Εκτελεστικού στο Ναύπλιο. Η Βουλή, στις 25 Νοεμβρίου του 1823, αντικατέστησε τον Μεταξά με τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ μία ημέρα πριν είχε αποπέμψει και τον Υπουργό της Οικονομίας, Χαράλαμπο Περρούκα, επειδή είχε επιβάλει παράνομα το μονοπώλιο άλατος στην Πελοπόννησο για να συναχθούν κάποια αναγκαία έξοδα.
Οι κινήσεις αυτές της Βουλής ερέθισαν τον Κολοκοτρώνη. Στις 26 Νοεμβρίου, δυνάμεις του Εκτελεστικού, με επικεφαλής τους Πάνο Κολοκοτρώνη, Νικηταρά και Τσόκρη, διέλυσαν πραξικοπηματικά τη συνεδρίαση της Βουλής στο Άργος (Βακαλόπουλος, 1982: 433–35). Τα μέλη του Βουλευτικού κατέφυγαν στην Ερμιόνη. Εκεί αποφάσισαν την καθαίρεση όλου του Εκτελεστικού και τη σύσταση νέου. Στο νέο Εκτελεστικό, που συστάθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1823, Πρόεδρος ανέλαβε ο Υδραίος, Γεώργιος Κουντουριώτης, και Αντιπρόεδρος ο Σπετσιώτης, Παναγιώτης Μπότασης.
Στη χώρα πλέον υπήρχαν δύο κυβερνήσεις: αυτή του Πετρόμπεη στην Τριπολιτσά (παλαιό Εκτελεστικό) και αυτή του Κουντουριώτη στο Κρανίδι (νέο Εκτελεστικό). Και οι δύο κυβερνήσεις παρουσιάζονταν ως νόμιμες και κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους ως «φατριαστές» και «αντιπατριώτες». Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, όμως, ήταν αυτή που είχε τα ισχυρότερα εσωτερικά και εξωτερικά ερείσματα. Η ίδια έλαβε προκαταβολές του αγγλικού δανείου από τον Λόρδο Βύρωνα με τις οποίες προσέλκυσε στρατιωτικούς που ήταν πριν προσκείμενοι στον Κολοκοτρώνη, όπως τον Μακρυγιάννη, τον Χατζηχρήστο, τον Χορμόβα κ.α.. Ακόμα, οι παλαιοί Φιλικοί στρατιωτικοί με αντιπρουχοντικά φρονήματα, Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς, είχαν δυσαρεστηθεί από την προσέγγιση του Κολοκοτρώνη με μερίδα των κοτζαμπάσηδων και είχαν προσεγγίσει τους Υδραίους (Βακαλόπουλος, 1982: 458–59).
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος αφορούσε κυρίως το ζήτημα της κατοχής των μεγάλων κάστρων της Πελοποννήσου. Η κυβέρνηση του Κρανιδίου, στις 2 Μαρτίου του 1824, όρισε ως έδρα της το Ναύπλιο και διέταξε τον Πάνο Κολοκοτρώνη να προετοιμάσει την υποδοχή της στην πόλη, αλλά εκείνος αρνήθηκε δηλώνοντας ότι νόμιμη κυβέρνηση ήταν αυτή που είχε προκύψει από την Εθνοσυνέλευση, δηλαδή το παλιό Εκτελεστικό. Εν συνεχεία, η (νέα) Κυβέρνηση κήρυξε τον Πάνο «αποστάτη και εχθρό του ελληνικού έθνους» και διέταξε τα στρατεύματά της να καταλάβουν τα σημαντικά κάστρα της Πελοποννήσου και να συλλάβουν τους «αντιπατριώτες». Οι κυβερνητικές δυνάμεις απέκλεισαν το Ναύπλιο από ξηρά και θάλασσα, κατέλαβαν τον Ακροκόρινθο και κινήθηκαν προς το κέντρο των αντιπολιτευόμενων, την Τριπολιτσά, με 3000 άνδρες, με αρχηγούς τον Ανδρέα Λόντο, τον Ιωάννη Νοταρά και τους αδερφούς Γιατράκους (Ροτζώκος, 2003: 154–56).
Η γρήγορη και εύκολη προέλαση των στρατευμάτων της Διοίκησης έφερε σε δεινή θέση τις δυνάμεις του παλιού Εκτελεστικού που είχαν επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Νικηταρά και Κανέλλο Δεληγιάννη. Μάλιστα, η παρουσία των τελευταίων στην Τριπολιτσά προκαλούσε δυσφορία στους κατοίκους, που ήταν αναγκασμένοι να τους συντηρούν και να υπομένουν τις λεηλασίες (Ροτζώκος, 2003: 156). Μετά από ολιγοήμερες συγκρούσεις γύρω από την Τρίπολη και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε ότι ο συμβιβασμός ήταν η μόνη λύση. Συμφώνησε με τον Λόντο να εγκαταλείψει την Τρίπολη, χωρίς όμως να την καταλάβουν τα διοικητικά στρατεύματα, και να παραχωρήσει το Ναύπλιο στους «Ανδρέηδες» (Ζαΐμη και Λόντο), αλλά όχι στη Διοίκηση . Ωστόσο, ο Λόντος αθέτησε εν μέρει τη συμφωνία και κατέλαβε την Τριπολιτσά, την οποία στη συνέχεια πολιορκούσε ο Κολοκοτρώνης.
Εντούτοις, ο διακανονισμός αυτός προκάλεσε την οργή της Διοίκησης των Υδραίων έναντι των Πελοποννησίων στρατηγών της, καθώς τους είχε διατάξει «να μην γίνη μεταξύ υμών και των αντιπατριωτών καμμία συνομιλία» (Αρχείο Ανδρέα Λόντου, 1914: 70). Αμέσως μετά, η κυβέρνηση Κουντουριώτη, για να αναγκάσει τον Κολοκοτρώνη να σταματήσει την πολιορκία, απαίτησε από τον Λόντο, τον Ζαΐμη και τον Νοταρά να εισβάλουν στην Καρύταινα —επαρχία του ίδιου και των Δεληγιανναίων— και να την καταστρέψουν. Όμως οι τελευταίοι αρνήθηκαν και κινήθηκαν πάλι προς τη γραμμή της διαπραγμάτευσης. Οι προύχοντες στρατηγοί της Διοίκησης δεν θεωρούσαν τους αντιπάλους τους «εχθρούς του έθνους» και επιθυμούσαν τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών, με εκείνους να αποτελούν τους ρυθμιστές της εξομάλυνσης. Στην αντίληψή τους, η βίαιη εισβολή στην επαρχία του Δεληγιάννη (Καρύταινα) —γυναικάδελφου του Ζαΐμη— και η σύλληψή του ως «στασιαστή» ισοδυναμούσε με ανατροπή των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας και των κοινωνικο-πολιτικών δεσμεύσεων, εκ των οποίων αντλούσαν και οι ίδιοι το παραδοσιακό δικαίωμα της κυριαρχίας στις δικές τους επαρχίες (Ροτζώκος, 2016: 121–45). Οι προσανατολισμοί τους έρχονταν σε αντίθεση με αυτούς της Κυβέρνησης, η οποία στόχευε στην ολοκληρωτική συντριβή των «αντιπατριωτών», στη σύλληψη και στην κρίση τους ενώπιον του νόμου. Η διάσπαση αυτή στους κόλπους της νικήτριας παράταξης αποτέλεσε την αιτία αναδιαμόρφωσης των μετώπων που θα αντιπαραταχθούν στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο.
O δεύτερος εμφύλιος πόλεμος
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος τελείωσε συμβιβαστικά. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επικράτησε έναντι του παλιού Εκτελεστικού, αλλά δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως οι αξιώσεις της καθώς ρυθμιστές της κατάστασης αναδείχθηκαν οι Μοραΐτες πρόκριτοι που λειτουργούσαν για λογαριασμό της. Ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν, τον Μάιο του 1824, σε διαρκείς διαπραγματεύσεις με τους Ζαΐμη και Λόντο, με τους οποίους συμφώνησε την παράδοση του Ναυπλίου στους προύχοντες της Αχαΐας, όχι στη Διοίκηση, καθώς σύμφωνα με τον Γέρο του Μοριά «το άτι της Πελοποννήσου δεν πρέπει να το καβαλλικεύση ξένος άνθρωπος, διότι το σακατεύει» (Φωτάκος, 1960: 338). Η διευθέτηση περιλάμβανε και την αποζημίωση του μέχρι τότε φρουράρχου του Ναυπλίου, Πάνου Κολοκοτρώνη, με 25.000 γρόσια για τους μισθούς των στρατιωτών του, πράγμα που εξαγρίωσε τον Κουντουριώτη.
Η Κυβέρνηση αντέδρασε στον τρόπο που χειρίστηκαν τα πράγματα οι Μοραΐτες και επέβαλε τους δικούς της όρους : Πρώτα, απέκτησε τον έλεγχο του Ναυπλίου αποσπώντας από τον Λόντο τον φρούραρχο, Νάσο Φωτομάρα, και τοποθετώντας δική της φρουρά υπό τον Χατζηχρήστο. Στη συνέχεια, η Διοίκηση, με την αμνηστία που χορήγησε στις 2 Ιουλίου 1824, απέκλεισε από τα δημόσια αξιώματα τα μέλη του παλιού Εκτελεστικού και όσους βουλευτές συνεργάστηκαν με αυτό. Έχοντας λάβει την πρώτη δόση του δανείου, ακολούθησε επιθετική πολιτική εναντίον του συνόλου των Πελοποννησίων αρχηγών, καθώς θεωρούσε βάσιμα ότι συνωμοτούσαν από κοινού με στόχο την ανατροπή της. Οι Λόντος και Ζαΐμης δεν έλαβαν παρά μόνο ένα μικρό μέρος από τα στρατιωτικά έξοδα που είχαν δαπανήσει για λογαριασμό της Διοίκησης, στις συγκρούσεις που είχαν προηγηθεί (Βακαλόπουλος, 1982: 472–74). Ακόμα, η Κυβέρνηση επεδίωξε τον αδιαμεσολάβητο έλεγχο της Πελοποννήσου, χωρίς να υπολογίζει την άποψη των προυχόντων για τη σύνθεση τον στρατευμάτων και την πολιορκία των Πατρών —συναρχηγός της πολιορκίας ορίστηκε ο Πλαπούτας μαζί με τον Λόντο, πράγμα που εξόργισε τον δεύτερο. Τέλος, ο Κουντουριώτης προσπάθησε και κατάφερε να αποτρέψει την εκλογή του Ζαΐμη στην προεδρία του Βουλευτικού, στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1824 για τη νέα βουλευτική περίοδο.
Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου που στήριζαν, στον πρώτο γύρο των συγκρούσεων, την Κυβέρνηση ένιωσαν προδομένοι. Οι ίδιοι πίστευαν πως είχαν συμβάλει στην παύση των ταραχών και στην αποκατάσταση της σχέσης της Διοίκησης με τα τοπικά κέντρα εξουσίας, αναβαθμίζοντας παράλληλα τη θέση τους περιφερειακούς συσχετισμούς δύναμης. Θεώρησαν, λοιπόν, ότι η Διοίκηση των Υδραίων λειτουργεί φατριαστικά με στόχο την πολιτική εξόντωση των Μοραϊτών αρχηγών. Συνασπίστηκαν με τους πρώην αντιπάλους τους, Κολοκοτρώνη και Δεληγιάννη, και σήκωσαν τη σημαία της «ανταρσίας» απαιτώντας τη σύγκληση εθνοσυνέλευσης. Ο Μαυροκορδάτος στον νέο διχασμό που δημιουργήθηκε παράμεινε ουδέτερος στο Μεσολόγγι, καθώς η κυβέρνηση Κουντουριώτη που ο ίδιος στήριζε αντιπαρατέθηκε με τους παραδοσιακούς του φίλους, Ζαΐμη και Λόντο.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε, τον Οκτώβριο του 1824, με αφορμή την άρνηση των κατοίκων της Τριφυλίας, προσκείμενων στον Κολοκοτρώνη, να αποδώσουν τους φόρους στη Διοίκηση. Τα διοικητικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν αρχικά να επιβληθούν στην Πελοπόννησο, γι’ αυτό ο Κωλέττης προσέλκυσε τους Ρουμελιώτες και Σουλιώτες οπλαρχηγούς (μεταξύ αυτών δέσποζαν οι Γιάννης Γκούρας, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Ανδρέας Ίσκος, Κώστας Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλλας), στους οποίους η Κυβέρνηση χορήγησε μισθούς και στρατιωτικούς βαθμούς. Οι ένοπλοι της Ρούμελης αντιμετώπισαν την Πελοπόννησο ως χώρα εχθρική λεηλατώντας τις επαρχίες και τα σπίτια των προυχόντων (Παπαγιώργης, 2001: 255–63). Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1824, η έκβαση της αναμέτρησης είχε κριθεί με την πλήρη επικράτηση της Διοίκησης. Οι αρχηγοί της «ανταρσίας» (Κολοκοτρώνης, Δεληγιανναίοι, Σισίνηδες, Νοταράδες) συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στην Ύδρα, τον Φεβρουάριο του 1825, όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ αποβιβάζονταν στην Πελοπόννησο. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι «Ανδρέηδες» που κατέφυγαν στη Δυτική Ελλάδα και από εκεί στο υπό βρετανική προστασία νησί του Καλάμου.
Η επικράτηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη στους εμφυλίους πολέμους χαιρετίστηκε από φιλοκυβερνητικά έντυπα («Ελληνικά Χρονικά», «Φίλος του Νόμου») ως νίκη του «Νόμου» έναντι της «αρπαγής» και των φεουδαλικών πρακτικών. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, πέρα από τα καταστροφικά τους αποτελέσματα, αποτέλεσαν σημαντική πτυχή των επαναστατικών μετασχηματισμών. Στις συγκρούσεις του 1824, επικράτησε ο κυβερνητικός συνασπισμός Νησιωτών και «ετεροχθόνων» (Κωλέττη, Μαυροκορδάτου) —που προσέλκυσε «πελατειακά» και τους Ρουμελιώτες— έναντι των ισχυρών Πελοποννησίων. Το πολιτικό αποτέλεσμα των εμφυλίων ήταν η αποδιάρθρωση των ισχυρών τοπικών κέντρων εξουσίας του Μοριά, η εμπέδωση και αποδοχή της φιλοβρετανικής εξωτερικής πολιτικής και η συγκέντρωση των εξουσιών από το εθνικό κράτος, στη βάση της συνταγματικής ρύθμισης του Άστρους (1823).
Εμφυλίων συνέχεια…
Στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου της Επανάστασης μπορούν να συμπεριληφθούν και τα γεγονότα που συντελέστηκαν κατά τη λεγόμενη «περίοδο της αναρχίας» (1831–1833). Των συγκρούσεων αυτών είχε προηγηθεί η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη, τον Ιανουάριο του 1828, η αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827) και η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας (1930). Η αυστηρά συγκεντρωτική διακυβέρνηση Καποδίστρια δυσαρέστησε σημαντικό μέρος των ελίτ, μεγαλοκοτζαμπάσηδων, μεγαλεμπόρων και λογίων, οι οποίοι συνασπίστηκαν εναντίον του Κυβερνήτη υπό το πρόταγμα του συνταγματισμού.
Το νησί της Ύδρας αποτέλεσε αυτή τη φορά την αιχμή του δόρατος της αντιπολίτευσης, την οποία εξήπταν και οι αντιπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας (μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830) που θεωρούσαν τον Καποδίστρια ρωσόφιλο. Την ίδια γνώμη είχαν και οι αγγλόφιλες, και φιλελεύθερες, ελίτ που διαμορφώθηκαν την περίοδο της Επανάστασης· ο Μαυροκορδάτος έφτασε στο σημείο να θεωρεί, λανθασμένα, ότι ο Καποδίστριας ενεργούσε ως όργανο της ρωσικής πολιτικής, με στόχο την παγίωση της απολυταρχίας και τον περιορισμό της διάδοσης των «φώτων» (Λούκος, 2015: 59). Αποκορύφωμα των ενεργειών της αντιπολίτευσης αποτέλεσε η κατάληψη του τελωνείου της Σύρου από τους Υδραίους, τον Μάρτιο του 1831, η πυρπόληση της φρεγάτας «Ελλάς» από τον Α.Μιαούλη και, τελικά, η δολοφονία του Κυβερνήτη από τον Γ.Μαυρομιχάλη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Η κατάληξη της διακυβέρνησης Καποδίστρια και το βίαιο τέλος του ίδιου δεν εγγράφεται απλά σε προσωπικές ή οικογενειακές αντιπαλότητες, αλλά ήταν το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης σε κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο (Κρεμμυδάς, 2015: 52). Η διαμάχη συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του Κυβερνήτη με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Η τριμελής Διοικητική Επιτροπή, που σχηματίστηκε από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Κολοκοτρώνη και Κωλέττη, θεωρήθηκε παράνομη από τους «Συνταγματικούς» της αντιπολίτευσης (Βακαλόπουλος, 1984: 38–39). Ο Αυγουστίνος, έχοντας τη στήριξη του Ρώσου ναυάρχου Ricord, προσπάθησε να συνεχίσει την πολιτική του αδερφού του και να οριστεί Κυβερνήτης, ενέργεια στην οποία εναντιώθηκε ο Κωλέττης που ενώθηκε με την αντιπολίτευση. Οι αποκλεισμένοι από την Ε΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1832) Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συμπτύχθηκαν με τον Κωλέττη και άλλους αντικυβερνητικούς στα Μέγαρα, ενώ την 1η Φεβρουαρίου 1832 οι Δυνάμεις αποφάσιζαν την ανάρρηση του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα στον θρόνο της Ελλάδας.
Τα στρατεύματα των αντιπολιτευομένων διασκόρπισαν, στις 6 Απριλίου του 1832, τις κυβερνητικές δυνάμεις στον Ισθμό και κατέλαβαν το Άργος. Οι αντιπρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, που είχαν αναγνωρίσει τον Αυγουστίνο ως εγγυητή της σταθερότητας, συμβιβάστηκαν με τη νέα πραγματικότητα (Γαρδίκα – Κατσιαδάκη, 1985: 248–69). Ο Αυγουστίνος ωθήθηκε σε παραίτηση και οι «Συνταγματικοί» κυριάρχησαν. Μετά από διαδοχικές αλλαγές στη σύνθεση της Διοικητικής Επιτροπής, επικράτησε πλήρως η αντικαποδιστριακή παράταξη. Η επταμελής Επιτροπή που συστάθηκε —υπό τους Γ.Κουντουριώτη, Ι.Κωλέττη, Α.Ζαΐμη, Δ.Υψηλάντη, Σπ.Τρικούπη, με μόνους καποδιστριακούς τους Α.Μεταξά και Δ.Πλαπούτα— συγκρότησε τη «Δ΄ κατά συνέχειαν Εθνικήν Συνέλευσιν» στην Πρόνοια του Ναυπλίου, η οποία στις 27 Ιουνίου 1832 ψήφισε την κατάργηση της (φιλοκαποδιστριακής) Γερουσίας, επικύρωσε την εκλογή του Όθωνα και, στη συνέχεια, διαλύθηκε (Παπαγεωργίου, 2005: 293-95).
Ύστερα, ο Κολοκοτρώνης ξεσήκωσε ένα ευρύ μέτωπο στρατιωτικών —Πελοποννησίων και μη— και, με την πολιτική στήριξη μελών της Γερουσίας και του Ricord, προσπάθησε να ανατρέψει την κατάσταση. Οι δύο μερίδες συνέχισαν να συγκρούονται, χωρίς να επιβληθεί ολοκληρωτικά η μία στην άλλη, μέχρι την άφιξη του ανήλικου Όθωνα και των αντιβασιλέων, στις 30 Ιανουαρίου 1833. Η εμφύλια διαμάχη του 1831–1833 επέφερε την καταστροφή της κρατικής μηχανής και της οικονομικής οργάνωσης που είχε αρχίσει να οικοδομείται κατά τη διακυβέρνηση Καποδίστρια, ενώ παράλληλα υπονόμευσε τη διεθνή θέση της χώρας και πολλαπλασίασε τον βαθμό εξάρτησής της.