Ένα ενδιαφέρον επιστημονικό πρόβλημα, που δέ μελετήθηκε καθόλου έως σήμερα και που αποτελεί κοινό αντικείμενο ειδικά της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας και γενικά της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, αποτελεί η συναγωγή και η μελέτη των ποικίλων και διαφόρων φημών και διαδόσεων, που κυκλοφορούσαν έντονα μεταξύ των Ελλήνων μερικούς μήνες πριν και μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821 και που μνημονεύονται είτε σε έγγραφα της εποχής είτε και αργότερα στα απομνημονεύματα κ.λπ. διαφόρων Ελλήνων και ξένων αγωνιστών και παρατηρητών. Οι συγγραφείς αυτοί δεν παραμελούν κάποτε ν᾽αναφέρουν το περιεχόμενό τους, να τονίσουν την επίδρασή τους στον Ελληνικό λαό και να προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη δημιουργούμενη ψυχολογική κατάσταση. Το σχετικό υλικό είναι ικανοποιητικό, αλλά έμεινε ως σήμερα ανεπεξέργαστο και ανεκμετάλλευτο. Κι όμως η εξέταση του υλικού αυτού δίνει στον ιστορικό ή στον ψυχολόγο και στον κοινωνιολόγο τη δυνατότητα να μελετήσει μια πλευρά της ψυχολογίας των όχλων της εποχής εκείνης και να εξαγάγει ενδιαφέροντα πορίσματα. Το πρόβλημα γίνεται τόσο περισσότερο ελκυστικό και αξιόλογο, όσο κανείς διαβάζοντας τις πηγές διαπιστώνει τη μεγάλη επίδραση των φημών και διαδόσεων στις ψυχές των Ελλήνων.
1. Συμβολή των φημών και διαδόσεων στην εξέγερση των Ελλήνων
Η επίδραση και η συμβολή της επαναστατικής Φιλικής Εταρείας και των μελών της στην ψυχική του Ελληνικού έθνους προετοιμασία για τον επικείμενο αγώνα υπήρξε τεράστια. Η Φιλική, αντίθετα προς τις αργοκίνητες και θεωρητικές ιδέες των λογίων του κύκλου της Φιλομούσου Εταιρείας, που είχε εκπολιτιστικούς σκοπούς, βρήκε μεγάλη απήχηση στον Ελληνικό λαό για τους εξής δύο κυρίους λόγους· α) υποσχόταν προσεχή, ολοκληρωτική και άμεση την ανάσταση του «Γένους», πράγμα που ανταποκρινόταν απόλυτα στους κρυφούς πόθους των Ελλήνων· και β) είχε τη γοητεία του μυστηρίου, του μυστηρίου της «Αρχής». Πραγματικά οι αρχηγοί της Φιλικής εκμεταλλεύτηκαν με μεγάλη δεξιότητα τη δύναμη του γοήτρου της πλαστής «Υψηλής» ή «Αοράτου Αρχής». Οι Έλληνες κυριεύονταν από ένα είδος μυστικισμού και στο άκουσμα μόνο ή στην προφορά της λέξης «Αρχή» χωρίς καν να καταλαβαίνουν την έννοιά της, όπως παρατηρούσαν πολλοί ξένοι, ηλεκτρίζονταν προφέροντάς την. Η μυστηριώδης και σαγηνευτική αυτή λέξη είχε βαθύτατη επίδραση. Καθένας την φανταζόταν και την ερμήνευε όπως ήθελε. Κι εδώ καταφαίνεται, πόσον ορθή είναι η παρατήρηση, ότι η δύναμη της επίδρασης των λέξεων στο πλήθος είναι ανεξάρτητη ολότελα από την πραγματική τους σημασία και δένεται στενώτατα με τις διάφορες εικόνες, που ανασταίνονται στη φαντασία του. Συμβαίνει μάλιστα, ώστε, όσο περισσότερο σκοτεινή είναι η σημασία των λέξεων, τόσο και μεγαλύτερη επίδραση να έχουν.
Ήταν λοιπόν επόμενο οι Έλληνες να στραφούν με ενθουσιασμό και πίστη προς την Φιλική Εταιρεία. Οι περισσότεροι μάλιστα, γοητευμένοι από το όραμα της ελευθερίας, δεν ήθελαν ν᾽αντικρύσουν κατά πρόσωπο την πιθανότητα ενός φοβερού και γιγαντιαίου απελευθερωτικού πολέμου. Δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες, που είχαν τη γνώμη του Πατρινού εμπόρου, που στις παραμονές της επανάστασης έλεγε στον Μακρυγιάννη· «Τί στοχάζεσαι, αὐτό τὸ Ρωμαίγικο θὰ κάμῃ ἂργητα νά γένη; Θὰ κοιμηθοῦμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ ξυπνήσουμε μὲ τοὺς Ρωμαίγους».Κατά τη γνώμη του τίποτε δεν ήταν απλούστερο απ᾽ αυτό, που φανταζόταν. Η τερατώδης αυτή απλοποίηση είναι χαρακτηριστική της ψυχολογίας των Ελλήνων στις παραμονές της επανάστασης. Μόνον οι κοτζαμπάσηδες και μερικοί αρματολοί, που έπαιζαν το κεφάλι τους, καθώς το αξίωμα και την περιουσία τους, έχοντας υπ᾽ όψη τους και τα νωπά παθήματα του 1770 αναμετρούσαν το μέγεθος του τολμήματος και δίσταζαν. Οι δισταγμοί τους δεν ήταν και αβάσιμοι, γιατί το θετικό έργο της Φιλικής, δηλαδή η υλική κυρίως προπαρασκευή του κινήματος, ήταν μικρό. Η Εταιρεία γονιμώτερα εργάστηκε στην ψυχική προετοιμασία των Ελλήνων· σκόρπισε πολυάριθμους επίσημους αποστόλους στις διάφορες Ελληνικές χώρες, που ίδρυσαν παντού επαναστατικούς πυρήνες, τόνωσαν το ηθικό των κατοίκων, άναψαν τον ενθουσιασμό τους και μάλιστα τον κορύφωσαν ως την ακριτομυθία και την προκλητικότητα. Στα Ελληνικά σπίτια των μεγάλων αστικών κέντρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας ένα φλογερό θέμα συζητήσεων υπάρχει, η απελευθέρωση της Ελλάδας.
Εκτός από τα σπίτια, τα γραφεία των εμπόρων και τα εργαστήρια των τεχνιτών, σπουδαία κέντρα συνομωτικών ομιλιών ήταν τα καφενεία και οι εκκλησίες. Αν τα καφενεία είναι ακόμη και σήμερα ο τόπος, όπου συζητούνται τα ζητήματα της ημέρας, πολιτικά, κοινωνικά κ.α., ο ρόλος τους στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και στην επανάσταση, οπότε δεν υπήρχαν άλλα κέντρα διασκεδάσεων και κοινωνικού συγχρωτισμού, ήταν πολύ μεγαλύτερος και σπουδαιότερος. Από τις συντροφιές των θαμώνων ή από τον —φλύαρο κουρέα, που συχνά στεγαζόταν μέσα στο καφενείο, θα μάθαινε ο κάθε Έλληνας τα νέα της ημέρας. Την ίδια εικόνα τη ζει κανείς ακόμη σε απομονωμένα και καθυστερημένα από άποψη πολιτισμού Ελληνικά χωριά.
Ποιός ξεχνά επίσης το θέαμα, που παρουσιάζει η εκκλησία του χωριού την Κυριακή το πρωί μετά την απόλυσή της; Μαζεμένοι οι χωρικοί ομάδες ομάδες έξω στο νάρθηκα και στην αυλή της συζητούν τα θέματα, που τους απασχολούν. Είναι η ίδια εικόνα, που παρουσιαζόταν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα κάθε Κυριακή σε κάθε χωριό και κωμόπολη. Ορθοί ή καθισμένοι στα πεζούλια του νάρθηκα βλέπονταν και συζητούσαν οι σκλάβοι πρόκριτοι και οι άλλοι χωρικοί το ανεξάντλητο θέμα της αποκατάστασής τους ή σχολίαζαν καμιά είδηση από το εξωτερικό για τον πόλεμο των Φράγκων ή των Ρώσων κατά των Τούρκων και παρακαλούσαν το Θεό να συντρίψει τη δύναμή τους.
Αυτά τα μεγάλα κέντρα του συγχρωτισμού των Ελλήνων ήταν αληθινά εργαστήρια φημών και διαδόσεων ίδίως στις παραμονές της επανάστασης.
Οι Έλληνες πρό πάντων της Πελοποννήσου, για τους οποίους έχουμε και τις περισσότερες ειδήσεις, ύστερ᾽ από την έντονη ψυχική τους προετοιμασία είχαν αρχίσει να διαποτίζωνται βαθμιαία και ανεπαίσθητα με την χαρακτηριστική των επαναστατικών όχλων ψυχολογία· είχαν αρχίσει ν᾽ αποκτούν την ομαδική ψυχή. Ευαισθητότατος δέκτης και πομπός είχε γίνει η ψυχή τους. Κι όσο η ευαισθησία τους αυτή μεγάλωνε, τόσο και γίνονταν επιδεκτικώτεροι στη μεταβίβαση της ψυχικής τους αυτής κατάστασης και στους άλλους, στην υποβολή των άλλων.
Έτσι, μήνες πριν από την εξέγερση των Ελλήνων, κυκλοφορούσαν ένα σωρό διαδόσεις για μεγαλειώδη σχέδια επαναστατών της Κωνσταντινούπολης, ότι θα σκότωναν το σουλτάνο, θα έκαιαν το στόλο του κ.τ.λ. Οι διαδόσεις αυτές είχαν ένα αληθινό πυρήνα, το πραγματικά ριψοκίνδυνο σχέδιο των Φιλικών που αναφερόταν στην πυρπόληση ή κατοχή του τουρκικού στόλου. Το σχέδιο αυτό, αν και είχε ματαιωθεί, είχε γίνει πιά κτήμα και παιχνίδι της λαϊκής φαντασίας. Αλλά και άλλες φοβερά εξωγκωμένες ή και απόλυτα ψεύτικες φήμες κυκλοφορούσαν, ότι δήθεν ο δείνα είδε μεγάλη στρατιωτική ετοιμασία στην Πελοπόννησο, ότι οι επαναστάτες κατέχουν τη Μάνη κ.α. Χαρακτηριστικά της ψυχολογίας των Ελληνικών όχλων και επομένως άξια να παρατεθούν κατά λέξη είναι όσα γράφει ο Φωτάκος· «Τα διάφορα ταύτα σπερμολογήματα, τα οποία κατά πρώτον ελέγοντο από ανθρώπου εις άνθρωπον και από συναθροίσεως εις συνάθροισιν, διεδίδοντο έπειτα εις όλην την Ελληνικήν φυλήν και εγίνοντο πιστευτά όχι μόνον εις όλους τους άλλους, αλλά και εις εκείνους ακόμη οι οποίοι τα επρωτοέλεγαν, διότι επεθύμουν την επανάστασιν, και ούτω εκυκλοφόρουν διάφορα ενθουσιαστικά και ηρωικά σχέδια, τα οποία εγαργάλιζαν την εθνικήν φιλοτιμίαν, έως ότου είδαν την ιδέαν να περπατή και ούτως οι Έλληνες επίστευσαν ως άφευκτον την επιτυχίαν της ελευθερίας των». Η συχνή λοιπόν επανάληψη και επιβεβαίωση των διαδόσεων αυτών έκανε στο τέλος κι αυτούς ακόμη τους ευφάνταστους, που τις έβαζαν σε κυκλοφορία, να τις πιστεύουν. Οι ίδιοι δηλαδή οι διαδοσίες πάθαιναν αυθυποβολή, φαινόμενο συχνό στον ευφάνταστο λαό μας.
Είχε καταντήσει, ώστε τα πλήθη των Ελλήνων να βρίσκονται σε μιά κατάσταση εντατικής αναμονής και προσδοκίας, που ήταν όχι μόνο η ευνοϊκότερη προετοιμασία για τη δεκτικότητα και την βαθμιαία ενστάλαξη των φημών, ειδήσεων και ιδεών μέσα στις ψυχές τους, αλλά και το καταλληλότερο έδαφος για την κατοπινή υποβολή τους και σε άλλες νεώτερες ειδήσεις. Τελικά οι Έλληνες πίστευαν ό,τι άκουαν για την ελευθερία τους. Πολύ σωστά εκτιμά τα πράγματα ο Φωτάκος όταν αναφέρει ότι οι Έλληνες είχαν πάθει ό,τι λέγει η παροιμία· «νὰ μοῦ λέγεις ὃ,τι ἀγαπῶ, καὶ τὸ πιστεύω». Η λαϊκή σοφία είχε διαισθανθεί, πόσο η δύναμη της υποβολής είναι τεράστια, όταν το περιεχόμενό της ανταποκρίνεται στους εσώτερους πόθους των ατόμων ή των όχλων. Εδώ ακριβώς έγκειται η τόσο τονισμένη από τους ψυχολόγους και κοινωνιολόγους «ευπιστία» των όχλων. Η λέξη «απίθανο» δεν υπάρχει γι᾽ αυτούς. Έχοντας αυτό υπόψη μας καταλαβαίνουμε καλά την ευκολία, με την οποία γεννιούνται οι μύθοι και οι εξωφρενικότερες ακόμη διηγήσεις. Γι᾽αυτό οι Έλληνες πίστευαν τυφλά στη μυστηριώδη Αόρατη Αρχή και θεωρούσαν τα λόγια των αποστόλων της Εταιρείας λόγια Θεού.
Οι απόστολοι και στους πιο δύσπιστους ακόμη, που ζητούσαν να μάθουν επακριβώς, πως θα καταστρέφονταν οι ανεξάντλητες δυνάμεις των Τούρκων, δε δίσταζαν να λέγουν ότι ένα χέρι δυνατό και κραταιό, οπλισμένο με όλα τ᾽ αναγκαία του πολέμου, θα φέρει στιγμιαία σε απροσδόκητη απελπισία τους Τούρκους, όσο δυνατοί κι αν φαίνονται: ο σουλτάνος θα σκοτωθεί και ο μεγάλος του στόλος θ᾽ αφανιστεί «δια του μηχανικού πυρός και του σιδήρου» —η αιώνια γοητεία των μυστικών όπλων— και σε μιά ορισμένη μέρα και ώρα όλοι οι Έλληνες θα βρεθούν με τα όπλα στα χέρια. Εκείνη την ώρα και τη στιγμή οι στρατοί των κρατών της Ευρώπης θα γεμίσουν την ξηρά και τα πολεμικά τους τη θάλασσα, για να βοηθήσουν τους Έλληνες.
Οι Έλληνες και κυρίως της Πελοποννήσου απέκτησαν τελικά την χαρακτηριστική εκείνη ψυχολογία του επαναστατικού όχλου. Για τη σχηματισμένη πια ομαδική ψυχή τους διδακτικότατα είναι όσα γράφει ο αγωνιστής Περραιβός·
«Τὸ πρᾶγμα τέλος πάντων κατήντησεν εἰς τόσον βαθμὸν ἐνθουσιασμοῦ καὶ συγχύσεως, ὣστε καὶ μυρίας γλώσσας δημοσθενικάς ἂν εἶχε τις νὰ τὰς μεταχειρισθῇ , διὰ νὰ καθησυχάσῃ τὴν ὁρμήν τῶν Ἑλλήνων, οὐ μόνον ἐκοπίαζε ματαίως, ἀλλ᾽ἐκινδύνευεν ακόμη καὶ ἡ ζωή του· ἐπειδή τὸν ἐνόμιζαν ὡς τουρκολάτρην, καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερον ὑπέκειντο εἰς τὸν κίνδυνον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ δημογέροντες ὡς συνεχῆ σχέσιν ἒχοντες μετὰ τῶν Τούρκων, ἀντιπρόσωποι ὂντες τῶν ἐπαρχιῶν».
Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1821 βούιζαν στην Πελοπόννησο, με μεγαλύτερη κάθε μέρα ένταση, φήμες για την εξόντωση των Τούρκων. Όσοι έρχοταν στην Κυπαρισσία από την Τριπολιτσά, Πύργο, Καλαμάτα, Νησί, Μεθώνη, Κορώνη και άλλα μέρη διέδιδαν ότι άρχισε η επανάσταση και ότι παντού οι άνθρωποι είναι γεμάτοι χαρά, γιατί ελπίζουν ότι οι Τούρκοι θα χαθούν σε μιά στιγμή, ότι είναι πιά σαν πεθαμένοι από το φόβο τους κ.τ.λ. Οι διαδόσεις αυτές, που κυκλοφορούν κάθε μέρα με περισσότερη ένταση, είναι χαρακτηριστικά σημάδια του επαναστατικού αναβρασμού των Ελλήνων, είναι προμηνύματα της επαναστατικής θύελλας, που επέρχεται. Οι Έλληνες την εποχή αυτή έχοντας για θέματα των συζητήσεών τους τις συνταρακτικές εκείνες διαδόσεις πρέπει να παραδεχτούμε ότι είχαν γίνει περισσότερο ομιλητικοί.
Μπορούν ν᾽ ανευρεθούν οι πηγές των συνταρακτικών ειδήσεων και διαδόσεων και ποιές είναι αυτές; Σήμερα είναι απόλυτα αδύνατο να βρεί κανείς όλες τις πηγές των διαδόσεων και να παρακολουθήσει την αστραπιαία πορεία τους, αν και μιά τέτοια έρευνα θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για την γνώση της ψυχολογίας του Ελληνικού λαού κατά την προεπαναστατική περίοδο. Κυριότερη πηγή νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθεί ασφαλώς ο απεριόριστα ενθουσιώδης και αισιόδοξος Γρηγ. Δικαίος, που κατά τις παραμονές της εξέγερσης (τέλη Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου) αναστάτωνε τα μυαλά των Πελοποννησίων διακηρύσσοντας ότι είναι προσωρινός αντιπρόσωπος του Υψηλάντη, ότι η μέρα της έκρηξης του κινήματος έχει οριστεί παντού θετικά για την 25 Μαρτίου, ότι την ίδια μέρα πυρπολείται ο τουρκικός στόλος, η Κωνσταντινούπολη, ότι δολοφονείται ο σουλτάνος κ.τ.λ. Μερικότερες πηγές διαδόσεων ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Αναγνωσταράς, που διαφήμιζαν τα ίδια και κοντά σ᾽ αυτά έλεγαν ότι η Ρωσία θα στείλει στρατεύματα, πλοία και χρήματα μετά την έκρηξη του κινήματος, ότι θα κηρύξει κι αυτή αμέσως τον πόλεμο κατά της Τουρκίας «καὶ ἂλλα τοιαῦτα, ὡς παρελάμβανον αὐτὰ ἐν εἲδει παρακαταθήκης ἱερᾶς ὃσοι κατηχοῦντο εἰς τὴν τῶν Ἱερέων τάξιν».
Η προπαγάνδα αυτή των Φιλικών —γιατί για καθαρή προπαγάνδα επρόκειτο— αν και δε γινόταν με τη συστηματική και απόλυτα ενσυνείδητη χρήση της ως φοβερού όπλου, όπως γίνεται στα σύγχρονα κράτη, μολαταύτα πρέπει να ομολογηθεί ότι είχε τεράστια απήχηση στις ψυχές των Ελλήνων. Επομένως, αν η αποστολή και το έργο των Φιλικών στην υλική οργάνωση του κινήματος ήταν ασήμαντα, σημαντικότατη ήταν η συμβολή τους στην ψυχολογική προετοιμασία του. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η προπαγάνδα αυτή όχι μόνο δεν έβρισκε καμιά σχεδόν αντίδραση, αλλ᾽ ήταν και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη, γιατί ανταποκρινόταν απόλυτα στους πόθους των Ελλήνων. Γι αυτό οι Φιλικοί δεν βρήκαν καμιά δυσκολία να διαδώσουν και να κάνουν πιστευτά πράγματα πολλές φορές απίθανα και αβάσιμα. Αρχηγοί και πλήθη κατέχονταν από τις ίδιες ιδέες και από τους ίδιους πόθους. Ο ολοκληρωτικά μάλιστα κατεχόμενος από την επαναστατική ιδέα Γρηγ. Δικαίος πρέπει να θεωρηθεί ως ο γνήσιος τύπος του αρχηγού των όχλων, που δεν οδηγεί με απόλυτα ενσυνείδητη και ψυχρή λογική, αλλά κατέχεται και ο ίδιος από την ίδια έκσταση, από τον ίδιο ενθουσιασμό, που κινεί και τα πλήθη. Είναι η μορφή του γνήσιου αποστόλου της ιδέας. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητο από την επαναστατική του αυτή ψυχοσύνθεση το ότι είναι τόσο κοντά στο λαό, το ότι μετά την έκρηξη του κινήματος είναι αρχηγός των λαϊκών στρωμάτων, όπως φαίνεται στη ρήξη Δημ. Υψηλάντη και προκρίτων. Ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης και άλλοι αρχηγοί ενεργούν ενσυνείδητα και ψύχραιμα. Γενικά όμως όλοι αυτοί οι αργηγοί συντελούν στη διέγερση των πόθων των Ελλήνων για ελευθερία κι έτσι τους κινούν ταχύτατα πρός τη δράση. «Ἐν τοσούτω, παρατηρεί ο Φραντζής, ο Γρηγ. Δικαίος μὲ τοιαύτας διαφόρους μωρολογίας ἐκίνησεν εἰς ἐνθουσιασμόν τοὺς πάντας· καὶ ὂχι μόνον δὲ αὐτός, ἀλλά καὶ οἱ λοιποί ἀπόστολοι καὶ ἑταιρισταί· καὶ μ᾽ ὃλα ταῦτα ἐφάνησαν ὃλαι αὐταί αἱ μωρολογίαι ὠφέλιμοι, καθότι ἐάν οι Ἓλληνες δὲν ἢθελον φθάσει εἰς τοιοῦτον ἐνθουσιασμόν, ὡς καταβεβαρυμένοι καὶ τετυφλωμένοι ὂντες ἀπὸ τὰς ὀθωμανικάς τυραννίας, ἐὰν δὲν ἢθελεν ὑποπέσει εἰς τοιαύτην κατάχρησιν ἡ Φιλική Ἑταιρεία, μάλιστα καθὼς ἒφθασαν νὰ λάβουν τελευταῖον οἱ Ὀθωμανοί διαφόρους πληροφορίας περὶ αὐτῆς, καὶ ἐὰν δὲν ἢθελε γίνει ἒναρξις ἀποστασίας τὴν 25 Μαρτίου, ἀναμφιβόλως οἱ Ἓλληνες ἀπετύγχανον διὰ πάντα· ἀλλ᾽ ὃλα αὐτά, καὶ κατ᾽ ἐξοχήν ἡ διαδοθεῖσα φήμη ὃτι εἰς τὴν Μάνην ἒφερεν ὁ Κολοκοτρώνης 10.000 στρατεύματα, ἒτι δὲ καὶ αἱ ελπίδες, τὰς ὁποίας εἶχον πάντοτε καὶ οἱ ἑταιρισταὶ καὶ ὃλοι οἱ λοιποὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Μάνης … ἒγιναν παραίτια πολὺ περισσότερον διὰ νὰ γίνῃ ἡ ἒκρηξις πλέον κατὰ τὴν ρηθεῖσαν ἐποχήν».
Τα παραπάνω απλά λόγια του Φραντζή νομίζω ότι αποδείχνουν ολοφάνερα πόσο οι διάφορες συγκλονιστικές ειδήσεις και άλλες διαδόσεις συνέβαλαν σημαντικά στο γρήγορο ωρίμασμα της επαναστατικής ιδέας και στη βαθμιαία μεταμόρφωση των Ελλήνων, ποτέ δε θα μπορέσουμε να τους πλησιάσουμε και να εννοήσουμε τις κρυφές, τις μυστικές δυνάμεις, που τους χάρισαν την τόλμη, την αντρεία, την επιμονή και την αυτοθυσία. Αν είναι ίσως δύσκολο —αν μη αδύνατο— να εκτιμηθεί επακριβώς ο βαθμός του ερεθισμού της κοινής γνώμης και η κολοσσιαία σ᾽ συτό συμβολή των φημών και διαδόσεων, βέβαιο είναι ότι οι θερμές συζητήσεις, που προκλήθηκαν απ᾽ αυτές, έφεραν ορμητικά τον Ελληνικό λαό στη μεταβολή, στην επανάσταση. Όσο προχωρούμε μάλιστα προς την έκρηξή της, η συχνότητα και η ένταση των διαδόσεων είναι τρανή πιά απόδειξη των κοινών πόθων και της διαμορφωμένης ομαδικής ψυχής των Ελλήνων. Η ανταλλαγή των σκέψεων και των ιδεών τους γίνεται πια με αστραπιαία ταχύτητα. Όλοι αποτελούν ένα κοινό σώμα ολοκληρωμένο, που είναι υποταγμένο σε μιά σκέψη, σε μιά ιδέα, στην απελευθέρωση της χώρας. Τα μέλη του σώματος αυτού έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχική επαφή και επικοινωνία. Την ψυχολογική τους αυτή κατάσταση μπορούμε να την εννοήσουμε, όταν θυμηθούμε την παρόμοια δική μας, που είχε αρχίσει να δημιουργείται λίγους μήνες πριν από την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία κατά το σύγχρονο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αν οι ευχάριστες φήμες και διαδόσεις σενετέλεσαν στην αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων της Πελοποννήσου και στη διέγερση των κοινών πόθων για ελευθερία, αντίθετα δημιούργησαν μιά τόσο εκνευριστική ατμόσφαιρα για τους Τούρκους κατοίκους των Ελληνικών χωρών και τους τρομοκράτησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους ανάγκασαν ν᾽ αποχωρήσουν από το ύπαιθρο και να καταφύγουν σε οχυρωμένες πόλεις ή κάστρα. Την κατάσταση αυτή π.χ. στην Κυπαρισσία περιγράφει ο Φραντζής με τα εξής·
«Κατὰ δὲ τὴν 21ην Μαρτίου ἒφθασαν τρομεραί φῆμαι ὃτι καὶ εἰς τὴν Μάνην καὶ εἰς τὴν Σπάρτην (Μυστρᾶν) ἐλλιμενίσθησαν πολλὰ πλοῖα πολεμικά, καὶ ὃτι ἒγινεν ἀπόβασις ἀπό στρατεύματα διαφόρων Κιράλιδων, καὶ ὃτι θέλουν φθάσει καὶ εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μὲ ἀπόφασιν νὰ κατασφάξωσι τοὺς Ὀθωμανούς· αἱ φῆμαι αὗται διαδοθεῖσαι ἀφῄρεσαν τήν ἡσυχίαν τῶν Ὀθωμανῶν ἒτι μᾶλλον, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῶν Ὀθωμανίδων γυναικών, αἲτινες κατετάραττον τὴν ἡσυχίαν τὼν ἀνδρῶν των· εἰς τοιαύτην ἐλεεινήν κατάστασιν εὑρισκόμενοι οἱ Ὀθωμανοί, ἢρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰς κινητὰς περιουσίας των, θέτοντες αὐτάς εἰς κιβώτια καὶ δένοντες μέρος αὐτῶν ὡς φορτία, ἀποστείλαντες καὶ Ὀθωμανούς ἒξω εἰς τὰς κώμας τῆς ἐπαρχίας διὰ νὰ συνάξωσι ζῶα καὶ παραγγείλαντες αὐτοῖς νὰ φέρωνται μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ ἡσυχίαν πρὸς τοὺς χωρικοὺς Ἓλληνας· ὃσοι δὲ τῶν Ὀθωμανῶν ἦσαν ἰδιοκτῆται κωμῶν ἒγραψαν πρὸς τοὺς χωρικούς των νὰ τοῖς φὲρουν τὰ ζῷα εἰς τὴν Κυπαρισσίαν, χωρὶς νὰ φαντασθῷσι ὃτι θὰ χάσουν καὶ τὰ ζῷα των ὃλως διόλου, ἢ χωρὶς νὰ λάβωσι κἂν περὶ τούτου παραμικρὰν ὑπόνοιαν· τὴν δὲ 25ην Μαρτίου μετηνέχθησαν πολλοὶ ἳπποι καὶ ἡμίονοι διὰ νὰ χρησιμεύσωσιν εἰς αὐτοὺς διὰ τὴν μετακόμισίν των εἰς τὰ φρούρια Νεοκάστρου καὶ Μεθώνης.
Τὴν αὐτὴν δὲ ἡμέραν πολὺ περισσότερον ἐπηύξησεν ὁ φόβος τῶν Ὀθωμανών, μετὰ τὴν μεσημβρίαν τῆς ὁποίας λαβόντες μίαν ψευδῆ φήμην, μὲ ταραχὴν πολλὴν καὶ φόβον ἀνέβησαν εἰς τὸ ἐρείπιον φρούριον τῆς Ἀκροπόλεως Κυπαρισσίας, μετακομίσαντες ἐκεῖσε τροφάς, ὓδωρ, πολεμοφόδια, καὶ οἱ πλείονες αὐτῶν εἰσερχόμενοι μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων των εἰς τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος Ἀκρόπολιν, ὃπου ἐγίνετο πολὺς ἀλαλαγμός· οὐχ ἧττον οἱ κάτοικοι τῆς Κυπαρισσίας Ἓλληνες (ἀπαριθμούμενοι τότε περίπου τῶν 200 οἰκογενειῶν) θεωρήσαντες τὴν ἀνέλπιστον καὶ ἀλλόκοτον ταύτην ταραχήν κατεταράχθησαν καὶ ἒφθασαν σχεδόν εἰς ἀπελπισίαν, ἀλλ᾽ ἠγνόουν τὶ νὰ πράξωσι πρὸς θεραπείαν τοῦ κακοῦ· τὴν δὲ 24 Μαρτίου πληθυνομένου ἒτι μᾶλλον τοῦ φόβου καὶ τὴς ἀπελπισίας τῶν Ὀθωμανών, ἀπεφάσισαν ἰδιαιτέρως καὶ οἰκειοθελῶς νὰ μεταβῶσιν εἰς τὰ φρούρια Μεθώνης και Νεοκάστρου, δὲν εἶχον ὃμως κοινοποιήσει τὸν σκοπόν των εἰς τοὺς οἰκείους Ἓλληνας, περιμένοντες μόνον νὰ ἒλθωσι καὶ τὰ ἐλλείποντα καὶ περιμενόμενα ζῷα ἒξωθεν τῆς ἐπαρχίας· ὁ φόβος δὲ καὶ ἡ ἀνησυχία εἶχαν κυριεύσει ἐσωτερικώς καὶ τοὺς ὀλίγους κατοίκους τῆς Κυπαρισσίας Ἓλληνας».
2. Η συμβολή των φημών και διαδόσεων στην επίρρωση του ηθικού των Ελλήνων, μετά την εξέγερσή τους.
Σπουδαιότατη επίσης ήταν η συμβολή των φημών και διαδόσεων και στην επίρρωση του ηθικού των Ελλήνων μετά την έκρηξη της επανάστασης. «Αἱ ἀστραπηδόν πανταχόθεν, γράφει ὁ γραμματέας τοῦ Κολοκοτρώνη Μ. Οἰκονόμου, πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀληθεῖς καὶ εὒφημοι, ἀλλά καὶ ψευδεῖς ἒστιν ὃτε ἢ ἐξωγκωμέναι εἰδήσεις ἀπό 25 Μαρτίου ἓως 25 Μαΐου ἢτοι ἐπί δύο μῆνας διαδιδόμεναι ἀνέφλεγον βαθμηδόν καί ἐνεθάρρυνον ἢ κατῄσχυνον τούς μηκέτι μετασχόντας τοῦ ἀγῶνος Ἓλληνας». Απ᾽ όλες όμως τις διαδόσεις εκείνη ασφαλώς ήταν περισσότερο ευχάριστη και είχε μεγαλύτερη απήχηση στον Ελληνικό λαό, που μιλούσε για την άφιξη ρωσικών επικουριών στους επαναστάτες. Γι᾽ αυτήν παρατηρεί ο Παπαρρηγόπουλος τα εξής·
«Ἡ ἐπαγγελία τῆς ρωσικῆς ἐπικουρίας ὑπῆρξεν ἁπανταχοῦ σχεδόν ἓν τῶν κυριωτάτων τοῦ κινήματος ἐλατηρίων. Οἱ συνενώτεροι ἒπαυσαν πρωίμως να πιστεύωσιν εἰς αὐτήν, ἀλλ᾽ οὐδέν ἧττον μετεχειρίζοντο τὸ θρύλημα, ἳνα παρορμήσωσι τοὺς πολλούς. Ὃταν … ἐν ἀρχῆ Ἀπριλίου ὁ Πανουριᾶς συγκαλέσας τοὺς προεστῶτας τῆς Ἀμφίσσης κατέπεισεν αὐτούς νὰ κηρύξωσι τὴν ἐπανάστασιν, ἐφρόντισε να παρασκευάσῃ ἂνθρωπον, ὃστις ἐλθών δρομαῖος ἐκ Γαλαξειδίου ἀνήγγειλεν ὃτι ἒφθασαν αὐτόθι ρωσικά πλοῖα. Καί ὃταν ὁ νεώτερος τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου ἀδελφός Δημήτριος … ἀπέβη εἰς Ἂστρος κατὰ μῆνα Ἰούνιον, ἐξήχθη δ᾽ ἐκ τοῦ πλοίου κιβώτιον βαρύ, ἀμέσως διεδόθη ἡ φήμη ὃτι εἶναι πλῆρες ρωσικῶν χρημάτων … Ἠ πλάνη λοιπόν … κατήντησεν ἐνδημική. Εἰς μάτην ἀπό 9|21 Μαρτίου ὁ Στρόγονωφ διεβίβασεν εἰς ἃπαντα τὰ προξενεῖα τῆς Ρωσίας ἐν τῆ Ἀνατολῆ ἐγκύκλιον διαλαμβάνουσαν ὃτι ἡ δύναμις αὓτη εἷναι παντελῶς ἀμέτοχος τῶν γινομένων. Εἰς μάτην αὐτός οὗτος ὁ αὐτοκράτωρ Ἀλέξανδρος μετά τίνας ἡμέρας ἀπεδοκίμαζε τὸν Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην, ὁ δέ Στρόγονωφ διεκοίνου τοῦτο τὴν 4|16 Ἀπριλίου διά νέας ἐγκυκλίου πρὸς τοὺς κατὰ τὴν Ἀνατολὴν προξένους τῆς Ρωσίας. Εἰς μάτην τελευταῖον τὸ ἐπιχεἰρημα τοῦ Ὑψηλάντου ἀπετύγχανεν ἐν ταῖς Ἡγεμονίαις. Τὸ τέχνασμα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας εἶχε ρίψει βαθείας εἰς τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ ρίζας, αἱ δὲ προκαταλήψεις τῶν πολλῶν εὐχερέστερον φύονται ἢ ἐκριζοῦνται. Αἱ διαψεύσεις ἐκεῖναι, ὃσον ἐπίσημοι καὶ ἂν ἦσαν, ἐβράδυνον νὰ φθάσωσιν ἢ ἒφθανον παραμεμορφωμέναι μέχρι τῶν τελευταίων τοῦ πλήθους στρωμάτων, τὸ ὁποῖον ἐξηκολούθησεν ἐφ᾽ ἱκανόν χρόνον πιστεῦον εἰς τὸ μορμολύκειον αὑτοῦ, διότι εἶχεν ἀνάγκην νὰ πιστεύη εἰς αὐτό. Ἰδοὺ δὲ ποῖαι εἰδήσεις διεδίδοντο τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα κατά τὸ πέρυσιν ἐκδοθέν ἡμερολόγιον τοῦ ἀοιδίμου Ἀναστασίου Τσαμαδοῦ· Ὃτι τὴν ἡμέραν τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἒμελλεν ὁ ρωσικός στόλος να διέλθη τόν Βόσπορον ἢ μὲ τὴν θέλησιν τῶν Τούρκων ἢ μὲ πόλεμον· ὃτι ὁ καπετάν Πρατελίκ εἶδεν εἰς τὴν Σεβαστούπολιν δύο ρωσικά καράβια τοῦ πολέμου ἓτοιμα· ὃτι ἑτοιμάζοντο ἂλλα· ὃτι τὸ στράτευμα τοῦ Ὑψηλάντη ἐκυρίευσε τὸ μέγα Τούρναβον καὶ τὴν Φιλιππούπολιν, ἐκινεῖτο δὲ κατὰ τὴν Ἀδριανούπολιν, φωνάζοντας ζήτω ἡ ἐλευθερία. Καὶ ταῦτα μέχρι τῶν μέσων Ἰουνίου, ὃτε ὁ Ὑψηλάντης εἶχεν ἢδη ὑποχωρήσει εἰς τὴν Αὐστρίαν. Ὃτε δ᾽ ἐπί τέλους ἐδέησεν οἱ ἂνθρωποι νὰ διανοίξωσι τοὺς ὀφθαλμούς, ἡ ἐπανάστασις εἶχε τοσοῦτον γενικευθῆ καὶ εὐδοκιμήσει, ὣστε ἡ παλινῳδία κατέστη περιττή καὶ ἀδύνατος».
Άλλες φήμες ήταν π.χ. το ξεκίνημα του ενωμένου στόλου των τριών ναυτικών νησιών για την αναζήτηση του τουρκικού, τα ηρωικά κατορθώματά του, η πρόοδος της επανάστασης στην Πελοπόννησο, οι νίκες στο Βαλτέτσι, η στενή πολιορκία της Τριπολιτσάς, η διάδοση της επανάστασης στην Ανατ. Στερεά Ελλάδα κ.τ.λ., και σύγχρονα μ᾽ αυτές οι ψεύτικες φήμες για τις στρατιωτικές επιτυχίες και προόδους του Αλεξ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, που άναβαν τον πατριωτισμό και την φιλοτιμία ιδίως των μη επαναστατημένων κατοίκων της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Αλλά και για την επίρρωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων σημαντική βαρύτητα είχαν οι διάφορες διαδόσεις, που κυκλοφορούσαν. Η φήμη ιδίως ότι ο Αλεξ. Υψηλάντης επαναστάτησε στη Μολδοβλαχία και κατόπιν ότι προελαύνει παντού προς Νὀτον νικηφόρος είχε γεμίσει αγαλλίαση τους Έλληνες, που έκαναν στα χωριά τους και στις πόλεις δοξολογίες. Λαμπρότερες όμως ήταν οι δοξολογίες, που έγιναν αργότερα, πιθανόν στα μέσα Μαΐου και όχι στα μέσα Απριλίου, όπως λέγει ο Φραντζής, όταν μαθεύτηκε ότι ο Αλεξ. Υψηλάντης μπήκε …. στην Ανδριανούπολη. Κι ο ίδιος ο Φρατζής με δάκρυα χαράς και αγαλίασης έψαλε δοξολογία για την κατάληψή της.
Αν και οι δυνατοί χαρακτήρες και οι ψύχραιμοι δεν πίστευαν στις τέτοιου είδους ειδήσεις, όμως, για να ενθαρρύνουν το λαό, όχι μόνο προσποιούνταν ότι τις δέχονταν ως αληθινές, αλλά και τις μετέδιδαν στους άλλους ως θετικές και τις γιόρταζαν με τελετές, δοξολογίες κ.τ.λ. Έτσι ο Θ. Κολοκοτρώνης δημηγορώντας στους χωρικούς, που ήταν μαζεμένοι στο στρατόπεδο της Αλωνίσταινας, κοντά σε άλλα, τους λέγει· «Δὲν ἀκούσατε ἀπὸ τὸν κὺρ Κανέλλον Δεληγιάννην, ὃτι οἱ Ροῦσοι ἐπήρανε τὴν Ἐνδρενὲ καὶ έως τώρα θα επήραν και την Πόλιν και μας στέλνουν αρχηγόν εδώ με χρήματα, με μπαγιονέτα δέκα χιλιάδων καὶ μὲ πολεμοφόδια καὶ ὃπλα;» Πραγματικά στο Τρίκερι κυκλοφόρησε και η φήμη ότι έπεσε η Κωνσταντινούπολη, φήμη που γιορτάζεται με πολλούς πυροβολισμούς. Ο Κολοκοτρώνης, αρχηγός των στρατευμάτων, που περισφίγγουν την Τριπολιτσά, σπεύδει την 18 Μαΐου να διαβιβάσει τις ψεύτικες αυτές φήμες, καθώς και άλλες που επινοεί πιθανότατα ο ίδιος, στον Καχαγιά-μπεη του Χουρσίτ, αρχηγό των τουρκικών στρατευμάτων της Τριπολιτσάς.
Σκοπός του είναι να τον αποθαρρύνει και να τον εξαναγκάσει να παραδοθεί. Το έγγραφο είναι γεμάτο από πολλές και περιεργότατες ψεύτικες φήμες. Παραθέτω τα σχετικά μέρη, για να ιδεί κανείς τι φήμες έβαζαν σε κυκλοφορία οι αρχηγοί των Ελλήνων·
«…Ἂν ἐστοχάσθης, ὃτι τὸ παιγνίδι ὁποῦ εἰς τὸν Μορέα πρὸ πενῆντα χρόνους ἐστάθη, εἶσαι πολλὰ γελασμένος, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὡσὰν ἐκεῖνο· διότι ὃλον τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ εἰς τὸν Μορέα, Ρούμελη, Σερβία, Βουλγαρία, Καραταγλίδες, (Μαυροβούνιοι) Βλαχομπογδανία, (Μολδοβλαχία) καὶ σχεδὸν εἰς αὐτὴν τὴν ἀνατολὴν ἐσηκώθη εἰς τ᾽ ἂρματα, ὁμοίως καὶ ὃλα τὰ νησιὰ τῆς Ἂσπρης Θαλάσσης. Μάθε, ἂν δὲν τὸ ἠξεύρης, ὃτι ἡ Βάχομπογδανία, Σερβία, Βουλγαρία, ἡ Φιλιππούπολις, το Σαλονίκι, ἡ Βάρνα, ἡ Ἐδερνὲ ἠλευθερώθησαν· ἡ Σκόδρα εἶναι μουχασερὲ (πολιορκείται) ἀπὸ τοὺς Καραταγλίδες, καὶ πολεμεῖται ἀνδρείως· ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι μουχασερὲ ἀπὸ τὸν Πριγκηπά μας Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντε μὲ 200 χιλιάδας στράτευμα· ὁ Ἐλτζῆς (πρεσβευτής) τῆς μεγάλης Ρουσίας ἒφυγε· 30 καράβια ρωσικὰ ἒχουν κλεισμένα το Φαναράκι· 10 καράβια, ὃπου ἒμειναν ἀκόμη τοῦ σουλτάνου σας, τὰ ἒχει δεμένα ὡσάν γαϊδούρια εἰς τὴν πόλιν· 30 καράβια Ὑδρεοσπετσιώτικα καὶ Ψαριανὰ ἒχουν κλεισμένα τὸ μπογάζι τοῦ Τζανάκ-Καλεσί· ἂλλα 40 περιπατοῦν ὃλην τὴν Ἂσπρην Θάλασσαν, καὶ ἒχουν 80 καράβια μπεγλίτικα καὶ πραγματευτάρικα κλεισμένα καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς 6000 Τούρκους, καὶ μάλιστα τοῦ Μπεκὶρ πασᾶ, Ἀττάλεια βαλεσῆ, ὃπου ἐρχόταν εἰς τὸ ἰμιντάτι (σε βοήθεια) σας. Μάθε ὃτι ὁ γενναῖος Ἀλῆ πασᾶς Τεπελενλῆς, ἀποφασίσας νὰ ζήση εἰρηνικῶς μὲ ἡμᾶς κατέσφαξεν ἀνδρείως πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐδικούς σας, καὶ τοὺς ἂλλους μαζὶ μὲ τὸν Χουρσὶτ Πασᾶν σας ὁ Ὀμὲρ πασᾶς Βιριώνη, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθη εἰς τὸ Ζητοῦνι μ᾽ ὃλον του τὸ στράτευμα καὶ τὸν Πασιόμπεη τὸν ἒδωσε τοῦ διαβόλου. Μάθε ὃτι ἡ Ἀθήνα, Θήβα, Λιβαδιά, Ταλάντι, Πατρατζίκι καὶ ὃλη ἡ Θεσσαλία, καὶ δὲν ἒμεινε κανένα ἂλλο μέρος παρὰ ἡ Ἒγριπος καὶ ἂλλα ὀλίγα μέρη, τά ὁποῖα εἶναι μουχασερὲ δυνατὰ καὶ ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης. Εἶδες μὲ τὰ ὀμμάτιά σου τὰ ἐδικά μας καράβια εἰς τὸ Ἀνάπλι· ἂλλα δέκα εὑρίσκουνται εἰς Μονοβασία, καὶ ἂλλα 12 εὑρίσκουνται εἰς τὰ μουχασερὲ Κορώνης, Μεθώνης καὶ Νεοκάστρου καὶ 17 ἒφθασαν προχθὲς εἰς τὸν κόλπον τῆς Πατρός καὶ Κορίνθου, καὶ ἐπερίλαβαν τὰ καράβια, ὃπου σὲ ἢφεραν καὶ ὃλα τἂλλα ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὸν πόλεμον· καὶ πλέον λουφετζίδαις και μιντάτια δὲν θέλεις ἰδεῖ· καὶ ἂν θέλης, ἒλα εἰς αἲσθησιν ἂνθρωπε καὶ μὴ παὶρνης στὸ λαιμό σου τόσους Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ὃταν παραδώσουν τὰ ἂρματά τους, θέλει ζήσουν φιλικά μὲ ἡμᾶς ὑπό τὴν διοίκησιν τοῦ κραταιοτάτου καὶ πολυχρονίου πρίγκηπός μας Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντε».
Η αίγλη ιδίως του ονόματος του Αλεξ. Υψηλάντη καταύγαζε το πνεύμα των Ελλήνων, που ανυπόμονα περίμεναν την κάθοδό του στην Ελλάδα μέσα από τις άλλες βαλκανικές χώρες. Όσον οι χώρες αυτές απείχαν από την Ελλάδα, γράφει ο Φιλήμων, και «ἐφ᾽ ὃσον αἱ ἐπικείμεναι ἀνάγκαι ὑπερτέρουν πάσης ἂλλης σκέψεως ὡρίμου, ἐπί τοσοῦτον τὰ πράγματα αὐτοῦ (του Υψηλάντη) ὑπελαμβάνοντο ἀκμαῖα και κολοσσιαῖα». Η παρατήρηση αυτή είναι σωστή, οι ειδήσεις εξαιτίας των ατελών και σχεδόν ανύπαρκτων διαβιβαστικών μέσων διασχίζοντας τις μεγάλες αποστάσεις πάθαιναν τέτοιες αλλοιώσεις και παραμορφώσεις, ώστε θα ήταν καθαρή ματαιοπονία το ν᾽ αναζητήσει κανείς μέσα σ᾽ αυτές τον πυρήνα της αλήθειας.
Ο Φιλήμων ακόμη αναφέρει και τα εξής χαρακτηριστικά για την ψυχολογία των Ελληνικών επαναστατικών όχλων: Αν κανείς τολμούσε ν᾽ αμφισβητήσει την αλήθεια των διαδόσεων, αμέσως τον ονόμαζαν «τουρκολάτρη» και τον μισούσαν και τον υποπτεύονταν. Βαρύτερη βρισιά από τη λέξη αυτή δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Όποιος βριζόταν, πρέπει να θεωρούνταν πολύ τυχερός αν γλίτωνε το θάνατο. Η απαιτητική και τυρρανική αυτή θέληση της κοινής γνώμης να συνταχθεί απόλυτα ο καθένας με το μέρος της ήταν ολοκάθαρο σημάδι της έντονης ομαδικής ψυχολογίας του Ελληνικού λαού.
Έτσι λοιπόν κάθε καλή φήμη για τον Αλεξ. Υψηλάντη, είτε γραφόταν απ᾽ έξω είτε διαδιδόταν από μέσα από τους επαναστατικούς κύκλους από πίστη ή βαλτή, για ν᾽ αντισταθμίσει άλλες κακές ειδήσεις ή για ν᾽ αναζωπυρήσει απονεκρωμένες ελπίδες, γιορταζόταν πανηγυρικά με πολλούς πυροβολισμούς σα θεόπεμπτη αλήθεια. Οι καλές αυτές ειδήσεις, που κυκλοφορούσαν για την εμψύχωση των Ελλήνων, είχαν ακόμη για αποτέλεσμα τον εκφοβισμό και την ταραχή των Τούρκων, αν τυχόν τις μάθαιναν, πράγμα που συνέβαινε συχνά. Γιατί οι Τούρκοι, όταν νικούσαν, επειδή ενδιαφέρονταν πολύ να μάθουν τα μυστικά των Ελλήνων, κυνηγούσαν με επιμονή τους γραμματικούς, που έφεραν μαζί τους τη τσάντα της αλληλογραφίας του καπετάνιου, ώσπου τους ανάγκαζαν να την πετάξουν.
Αλλά και οι εχθροί έβαλαν σε κυκλοφορία δυσμενείς για τους Έλληνες φήμες, για να τους αποθαρρύνουν. Αλλ᾽ αυτές ήταν σπάνιες περιπτώσεις.
Στην εύκολη και γρήγορη διάδοση τόσων φημών θα συνέβαλε ασφαλώς και η θερμή φαντασία του μεσημβρινού Ελληνικού λαού, που άναβε κυριολεκτικά από την φλόγα του εθνικού ενθουσιασμού. Χαρακτηριστικό της ψυχολογίας του ήταν πως ό,τι επιθυμούσε ή ποθούσε, εκείνο με τη μεγάλη δύναμη της φαντασίας του το θεωρούσε στο στάδιο της πραγματοποίησής του ή σχεδόν τελειωμένο. Το ίδιο βέβαια δεν παύει να παρατηρείται και σήμερα. Κάθε αντίθετη προς τους εσωτερικούς πόθους των Ελλήνων είδηση ήταν απαράδεκτη. «Ἐνθουσιασμένος εἰς τὸ ἂκρον, γράφει ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικ. Κασομούλης, δὲν ἐπιθυμοῦσα ν᾽ ἀκούσω ἀποτυχίας· θάνατος μ᾽ ἦτον ἡ στιγμὴ μιᾶς θλιβερᾶς εἰδήσεως περὶ τῶν Ἑλλήνων». Τα λόγια αυτά του Κασομούλη δείχνουν ολοκάθαρα την ταυτότητα των εθνικών πόθων των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων, καθώς και τον μεγάλο ψυχικό σύνδεσμό τους.
Η επίρρωση λοιπόν του ηθικού των Ελλήνων και ιδίως των Πελοποννησίων πρέπει ν᾽ αποδοθεί στην ευεργετική επίδραση των ευνοϊκών φημών, που διαδίδονταν τότε παραμορφωμένες ή βγαλμένες αυθόρμητα από την ψυχή ή και επινοημένες από τους αρχηγούς των επαναστατών. Οι διαδοσίες αρχηγοί δεν είχαν βέβαια ούτε και ήταν δυνατόν να έχουν σαφή την επίγνωση της μεγάλης βαρύτητας και συμβολής των διαδόσεων στη διαμόρφωση της επαναστατικής ψυχολογίας. Μολαταύτα τα ίδια τα πράγματα δίδαξαν στους αρχηγούς τη μεγάλη σπουδαιότητα και την επιδέξια χρήση της προπαγάνδας. Έτσι οι αρχηγοί της Αχαΐας, για να διατηρήσουν ψηλά το ηθικό των στρατιωτών τους και να τους ενθουσιάσουν, διέδιδαν ότι ο Δημ. Υψηλάντης έφτασε στη Μάνη, ότι οι κάτοικοι των Σαλώνων, του Γαλαξιδιού, της Λιβαδιάς, των περιοχών Θεσσαλομαγνησίας και Ολύμπου έφταναν, για να βοηθήσουν τους Πελοποννησίους. Έβαζαν μάλιστα και σκοπιές στα γύρω βουνά, για να ιδούν και ν᾽ αναγγείλουν τον ερχομό τους. Και γενικά ο Π. Πατρών Γερμανός σε κάθε σημάδι αποθάρρυνσης των Ελλήνων αντέτασσε μια ελπίδα έτοιμη να πραγματοποιηθεί. Επίσης η Γενική Φροντιστική Εφορεία της επαρχίας Κυπαρισσίας έγραφε διαρκώς στους αρχηγούς, που πολιορκούσαν τα κάστρα Πύλου και Μεθώνης, ότι καταπλέουν για ενίσχυση Ελληνικά πολεμικά πλοία. Οι εκεί αρχηγοί τα διαβίβαζαν στους άντρες τους και τους ενθάρρυναν και τους παρηγορούσαν ως τα μέσα Μαΐου, οπότε πραγματικά φάνηκαν επί τέλους δύο σπετσιώτικα καράβια.
Άλλο επίσης εργαστήριο τέτοιων πλαστών ειδήσεων βρισκόταν στο στρατόπεδο των Βερβαίνων. Οι αρχηγοί του στρατοπέδου Κων. Μαυρομιχάλης, ο επίσκοπος Θεοδώρητος και ο Νικ. Δεληγιάννης κάθε νύχτα έγραφαν γράμματα, που την άλλη μέρα τα παρουσίαζαν στους άντρες τους και έλεγαν ότι τα πήραν από διάφορα μέρη. Τα γράμματα αυτά, που περιείχαν βέβαια όλα ευχάριστες ειδήσεις, τα διάβαζαν εμπρός σ᾽ όλους μέσα σε αλαλαγμούς χαράς και κατόπιν έστελναν πολυάριθμα αντίγραφά τους στα άλλα στρατόπεδα και επαρχίες. Εκεί οι «πεζοδρόμοι» έπαιρναν και τα ‹σχαρίκια› για τα ευχάριστα νέα, που —τα σπουδαιότερα ιδίως— αναφέρονταν σε μάχες και τρόπαια στην Ανατ. Στερεά Ελλάδα και στις θάλασσες, σε πολεμικές επιτυχίες του Αλεξ. Υψηλάντη, στη διάβαση δήθεν του Δούναβη από τους Ρώσους, σε μεγάλες βοήθειες, που στέλνονται απ᾽ αυτούς και απ᾽όλη γενικά την Ευρώπη κ.α.
Αλλά και γενικότερα οι πρώτες γραπτές εκθέσεις μαχών και συγκρούσεων ήταν υπερβολικές, γιατί γράφονταν με την επίδραση του μεγάλου ενθουσιασμού των Ελλήνων. Αμέσως παρακάτω παραθέτω αποσπάσματα από μια τέτοια έκθεση των προκρίτων Γαλαξιδιού (28 Αυγούστου 1821), που περιγράφουν στον Ανδρ. Λόντο τη μάχη των Βασιλικών:
«Σᾶς δίδομεν τὴν χαροποιᾶν εἲδησιν, ὃτι ἀπὸ τοὺς 4 πασιάδες, ὁποῦ ἢρχοντο διὰ τὸν Μορέαν, ἠνταμώθησαν εἰς Λάρισαν, και εὐθὺς ὁποῦ ἀριβάρισε καὶ ὁ Χατζῆ Μπεκὴρ πασᾶς, ἀπέθανεν εἰς Λάρισαν· 4000 στρατεύματα, ὁποῦ εἶχεν, ἀνεχώρησαν ὀπίσω· οἱ δὲ ἂλλοι τρεῖς, ὁ Μπαϊρὰμ πασᾶς, ὁ Μεμὶς πασᾶς καὶ ὁ Σαχὶν Ἀλῆ πασᾶς μὲ 5000 μαζὶ ἐξεκίνησαν καὶ ἦλθον εἰς Ζητοῦνι. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκίνησαν, διὰ νὰ ἀπεράσουν εἰς τὴν Φοντάναν διὰ Λεβαδείαν καὶ Δερβένια … … ἡ μπατάγια ἒγινε πεισματώδης, ἑλληνική· μὲ τὰ χέρια ἐπιάσθησαν κατασφάζοντές τους· τὸ αἷμα ἐκίνησε ποταμηδὸν ἀπὸ τὴν Φοντάναν καὶ τὰ Βασιλικὰ ἓως τὸ χωρίον Μῶλον· ἓως χθές 1200 κεφάλια εἶχον· 75 ζωντανοὶ μᾶς ἦλθον … … καὶ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, ὃσοι ἒμειναν, ὃλους θὰ τοὺς τελειώσουν, καὶ ἒχουν σκοπὸν οἱ Ἓλληνες νὰ τραβήσουν διὰ Ζητοῦνι … … Λοιπὸν τώρα ἐλπίζομεν, ἂλλοι ἐχθροὶ δὲν θέλει μᾶς κατεβοῦν, καὶ μὴν ἒχητε σουμπιέν· μόνον αὐτοῦ κάμετε γαϊρέτι καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας, νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσωμεν, καὶ μένομεν».
Τότε «ἦτον γενικόν, γράφει ο Φωτάκος, τὸ νὰ γράφουν ψεύματα λέγοντες ἀντὶ πέντε δέκα χιλιάδας καὶ ἑπτά δέκα πέντε, καὶ ἂλλα πολλά· ἒλεγαν δηλαδή, ὃτι ἐπήραμεν τὴν Ἀνδριανούπολιν, ἐκάψαμεν τὸν στόλον τοῦ σουλτάνου, ἒγινε ἐπανάστασις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀλλαχοῦ, ὃτι ἡ Τουρκία ἐχάθη κ.τ.λ.».
Παρατηρώ μάλιστα ότι ενθαρρυντικές ειδήσεις και φήμες χαλκεύονται από τους Έλληνες αρχηγούς σε στιγμές κρίσης· όπως στην αρχή, έτσι και στην επιδρομή του Ιμπραΐμ. «Πολλὰ δὲ γράμματα, λέγει γι αυτήν ο Φωτάκος, καὶ ἐπίσημα ἒγγραφα ἐγράφοντο πρὸς μόνον τὸν σκοπὸν νὰ ἐνθαρρύνουν τοὺς Ἓλληνας καὶ νὰ ἑγείρουν τὴν φιλοτιμίαν των. Καὶ εἶναι μὲν ἀληθές, ὃτι τότε τὰ ψεύματα ὑπῆρξαν συνήθη καὶ ἐκ μέρους αὐτῆς τῆς Διοικήσεως καὶ ἐκ μέρους τῶν ὁπλαρχηγῶν καὶ τῶν ἂλλων πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἀλλά τοῦτο προήρχετο ἀπὸ τὴν ὐπάρχουσαν ἀδυναμίαν καὶ ἦτο ἀναγκαῖον, διὰ νὰ κατευνασθῆ ὁ ἑγωισμὸς καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη. Ὃλοι τότε οἱ ἂνθρωποι ὑπερβολικῶς ἒγραφαν τὰ πράγματα καὶ τὰ συμβαίνοντα κατὰ τὸν ἀγῶνα καὶ τοῦτο, διότι ἐγνώριζαν, ὃτι τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν γραφόμενα θὰ συμπεριληφθῦν εἰς τὴν μἐλλουσαν νὰ γραφῆ ἱστορίαν τῆς ᾽Εθνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ τοιαύτη φιλοτιμία δὲν τοὺς ἒλειπε, καὶ διὰ τοῦτο ἐν γνώσει ἒγραφαν διὰ τὸ μέλλον, διότι περισσότερον ἐσέβοντο τὴν μνήμην των παρὰ τὴν ζωήν των». Ώστε μετά την απόβαση του Ιμπραΐμ παρατηρούμε στα Ελληνικά έγγραφα υπερβολές, που πηγάζουν όχι μόνο από τον ενθουσιασμό, αλλά και από τον ψυχρό υπολογισμό, δηλαδή από τον ενσυνείδητο εγωισμό και την φιλοδοξία των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών.
Αυτά πρέπει να τα έχει υπ᾽ όψη του απαραίτητα ο ιστορικός της επανάστασης και να υποβάλλει σε αυστηρή κριτική τα τέτοιου είδους έγγραφα, όταν θέλει να τα χρησιμοποιήσει και να αρυσθεί ειδήσεις απ᾽αυτά. Γενικά όλα τα έγγραφα του πολέμου της Ανεξαρτησίας, ιδίως όσα περιέχουν εκθέσεις μαχών ή ναυμαχιών από αυτόπτες μάρτυρες ή μή, έχουν μέσα τους λίγο ή πολύ —όπως και τα σύγχρονα ‹πολεμικά ανακοινωθέντα›— την αυθαίρετη και μυθοπλαστική αλλοίωση. Πραγματικά ποτέ δεν παρατηρούμε μεγάλους σχετικά αριθμούς απωλειών των Ελλήνων στις πολεμικές τους εκθέσεις, γιατί οι αρχηγοί των σωμάτων συνήθως έκρυβαν τις πραγματικές απώλειες και έδιναν ψεύτικους αριθμούς. Εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του Ράδου, που όμως ισχύουν περισσότερο, όσο προχωρεί η επανάσταση, οπότε συνάπτονται μεγάλες εκ του συστάδην μάχες·
«Ἡ ἐξακρίβωσις τῶν ἑλληνικῶν ἀπωλειῶν κατὰ τὸν Ἀγῶνα, γράφει, καθίσταται τὸ δυσχερέστατον τῶν ἒργων. Ἡ ἀπόκρυψις τῶν ἀληθῶν ἀπωλειῶν εἶναι εἶδος τακτικῆς σκοπούσης νὰ προλάβῃ τὴν ἀποθάρρυνσιν, καὶ ἐξ ἧς οἱ γραμματικοί τῶν στρατοπέδων προσδοκῶσι μεγάλα ἀποτελέσματα. Οὓτω βλέπει τις εἰς ἐπισήμους ἐκθέσεις ἀριθμὸν νεκρῶν καὶ τραυματιῶν ἀπιστεύτως μικρόν, διότι ἡ νίκη συγχέεται μὲ τὸ μηδαμινὸν τῶν ἀπωλειῶν. Ἐξ ἰδιαιτέρου τινὸς σημειώματος τῶν νεκρῶν καὶ τραυματιῶν τῆς χιλιαρχίας Εὐμορφοπούλου ἐπὶ τῆ βάσει ἀναφορᾶς τοῦ ἰατροῦ της καὶ ἰδιαιτέρων ἐπιστολῶν ἐπείσθην περὶ τοῦ ‹ἱεροῦ ψεύδους› τῶν ἐκθέσεων ὃσον ἀφορᾶ εἰς τὸ κεφάλαιον τοῦτο. Εἶναι ἀληθὲς ἐν τούτοις ὃτι αἱ ἀπώλειαι τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων ἦσαν ὀλιγώτεραι τῶν τουρκικῶν ἓνεκα τῆς διαφορᾶς τῆς τακτικῆς τῶν ἀντιπάλων».
Οι ψεύτικοι αριθμοί των απωλειών ήταν, όπως και οι ψεύτικες ενθαρρυντικές φήμες και διαδόσεις, ένα μέσο προπαγάνδας της εποχής, που το χρησιμοποίησαν ενσυνείδητα οι Έλληνες αρχηγοί για την τόνωση του ηθικού του Ελληνικού λαού και στρατού.
Οι εξωφρενικότερες και παραλογότερες ειδήσεις ήταν επόμενο να είναι εκείνες, που πλάθονταν έξω από την αγωνιζόμενη Ελλάδα και ιδίως στον πρώτο προς τη Δύση σταθμὀ, στα Επτάνησα, όπου οι ειδήσεις από την Ελλάδα έφταναν παραμορφωμένες και αόριστες, δεκτικές για μεγαλύτερη ακόμη μυθοπλαστική επεξεργασία. Εκεί ο θερμός πατριωτισμός και η συμπαθεια των κατοίκων για τους αδελφούς της απέναντι ξηράς, που εκδηλωνόταν με δυνατό πάθος, εξώγκωνε ακόμη περισσότερο και παραμόρφωνε μεροληπτικά για τους Έλληνες τις ειδήσεις και τις διαβίβαζε στη δύση ή και πίσω στην Ελλάδα. Η Κέρκυρα μάλιστα και η Ζάκυνθος ξεχώριζαν ως ειδικώτερα εργαστήρια πλαστών ειδήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γράμμα, που το παραθέτω, «ἳνα δείξῃ, ὃπως γράφει ὁ Φιλήμων, ὡς ἐν κατόπτρῳ τὸ ὃλον καὶ ποικίλον τῶν γραφομένων τερατολογιῶν ἢ ἐκ προθέσεως ἢ ἐξ ἂλλων σφαλερῶν ἀκουσμάτων».
Εἰς Τριέστι
Ὁ Μορέας εἰς τὰς ἀρχὰς ἰδίου ἐπανατάτησε σχεδὸν ὃλη. Εἰς τὴν Πάτραν ὁ ἐκεῖ Δεσπότης μὲ τὸ Σταυρὸ εἰς τὸ χέρι ἒκραξε ὃλους τοὺς Χριστιανούς, καὶ ἐπῆραν τὰ ἂρματα ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ὁμοίως καὶ οἱ Μανιάται ἐπῆραν τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἂλλους τόπους· ὁμοίως καὶ τὸ Ἀνάπλι ἒπειτα ἀπὸ 6 ὣρας πόλεμον. Σχεδὸν ὃλα ἐκεῖνα τὰ μέρη εὑρίσκονται εἰς διοίκησιν Γραικῶν. Τσίρκα 270 καράβια Ὑδριοτοψαριανά ἐκτύπησαν τὴν φλότα ὀθωμανικήν εἰς τὰ Δαρδανέλια, καὶ τὴν ἐκαταχάλασαν· ἐπῆραν καὶ τρία κομμάτια μεγάλα. Ὁ καπετὰν Ὀδυσσέος εὑρίσκεται μὲ 8 χιλ. Εἰς τὴν Κρύα Βρύση, καὶ τὸ Πάσχα ἒπρεπε νὰ κατὲβουν εἰς τὸν κάμπον Ἰωαννίνων, νὰ κτυπήσουν τὸ εκεῖ στράτευμα καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Ἀλῆ πασιᾶ. Ὁμοίως ἀπὸ τὰ μέρη Ξηρομερίου πολλοί καπιταναρέοι μὲ ἀρκετοὺς ἢρχουνταν κατὰ τὴν Πρέβεζαν νὰ τὴν κλείσουν, καθὼς καὶ ἐζήτησαν τῶν Τουρκῶν νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιά. Τὰ ἀρμαδούρμια, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ Μπουτσιντρό, εἶχαν εὒγουν ἒξω καὶ μεταεμβῆκαν ὀπίσω. Ὂλῃ ἡ Ἢπειρος ὃμως ἐπρόσμενε τὴν διωρισμένην ἡμέραν, διὰ νὰ ἀποτινάξῃ τὸν ζυγόν.
Οἱ Σουλιῶται κάμνουν θαύματα· ἐκαταχάλασαν τοὺς πολίτας. Ὁ Ρουσὶτ πασιᾶς, νομίζω, θὲ νὰ μείνῃ σκλάβος. Εἰς τὸ Σαλονίκι, λέγουν, νὰ ἒγινε μεγάλη αἱματοχυσία. Ὃλη ἡ Τουρκιά εἶναι κατατρομασμένη, καὶ ἐλπίζομεν ὀγλίγωρα νὰ παραδώσουν τὰ ἂρματα· ὃμως ἀπὸ ὃλα τὰ μέρη μίαν φωνήν ἀκοῦμε, καὶ ὁ Θεὸς νὰ βάλῃ τὸ χέρι του, νὰ λάβουν τέλος ὀγλίγωρα, νὰ ἡσυχάσωμεν μίαν φοράν … Ἐδῶ ἑτοιμάζονται πολλοί Γραικοὶ νὰ πηγαίνουν νὰ πάρουν μέρος εἰς διαφέντευσιν πατρίδος».
Η γοητευτική όμως ομίχλη του μυστηρίου, που σκεπάζει τις τερατώδεις ειδήσεις, αρχίζει σιγά σιγά να διαλύεται με τη βαθμιαία πρόσκρουσή τους στη σκληρή πραγματικότητα. Η διάρκειά τους είναι εφήμερη, γιατί τα γεγονότα τις διαψεύδουν και κλονίζουν την πίστη των Ελλήνων σ᾽ αυτές. Έτσι μόλις περνούν οι πρώτοι μήνες, χωρίς να παρατηρηθεί καμιά βοήθεια από τη Ρωσία και χωρίς να εξακριβωθεί η προέλαση του Υψηλάντη προς την Κωνσταντινούπολη —απεναντίας άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα απαίσια μηνύματα— παρατηρείται τότε κάποια αμηχανία στα πνεύματα των Ελλήνων και ιδίως των κοτζαμπάσηδων. Είναι εύλογο λοιπόν να φανταστεί κανείς τον αναβρασμό και τον κρυφό θυμό τους εναντίον του Γρηγ. Δικαίου. Κι αυτό φάνηκε σ᾽ ένα επεισόδιο μεταξύ αυτού και του κοτζαμπάση Κανέλλου Δεληγιάννη. Επειδή ο πρώτος περνώντας από τα χωριά της Καρύταινας κατηγορούσε τυς κοτζαμπάσηδες ως τουρκολάτρες, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που βρέθηκε τότε εκεί, θύμωσε μαζί του και του είπε, ότι εξαπάτησε τους προκρίτους, γιατί τους υποσχέθηκε μεγάλα πράγματα, ότι δήθεν θα έχουν βοηθούς τις Μεγάλες Δυνάμεις· τον ονόμασε ακόμη ψεύτη, γιατί ούτε και η Ρωσία έστειλε βοήθεια ούτε και εκήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Τότε ο αρχιμανδρίτης του απάντησε· «ψεύτης εἶσαι σύ. Και γιατὶ νὰ μὴ πιστέψης σ᾽ ὃσα σοῦ ἒλεγα ὡς ἀπόστολος; Γιατὶ ἂν σου ἒλεγα τὰ ἀληθινά, δὲ θὰ πίστευες, γιατὶ τὰ συμφέροντά σου ἦταν ἑνωμένα μὲ τὰ συμφέροντα τῶν Τούρκων».
Από τότε χαλαρώνεται η ένταση των προσδοκιών των Ελλήνων, που αποδείχτηκαν ψεύτικες, και επομένως μειώνεται η πίστη τους σε νέες συγκλονιστικές ειδήσεις. Μολαταύτα δεν παύουν να κυκλοφορούν φήμες και διαδόσεις σ᾽ όλο το διάστημα του πολέμου. Λαός ευφάνταστος και θερμόαιμος ο Ελληνικός και μάλιστα μέσα σε μιά εξαιρετικά ταραγμένη και ανλησυχη εποχή, ήταν αδύνατο να ζήση, χωρίς να μην επεξεργάζεται μυθοπλαστικά τα νέα της ημέρας ή να δημιουργεί μύθους γύρω από εξαιρετικά πρόσωπα ή συνταρακτικά γεγονότα.
Αλλά και μετά το πέρας του πολέμου κατά τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης του Καποδίστρια, οπότε παρατηρείται ένταση στις σχέσεις των Ελληνικών κυβερνητικών στρατευμάτων με τα Γαλλικά του εκστρατευτικού σώματος του Maison στην Πελοπόννησο, κυκλοφορεί πλήθος παράλογων και ανυπόστατων φημών. «Θα ήταν αδύνατο, γράφει σχετικά ο Γάλλος αξιωματικός Pellion, ν᾽ αναφέρει κανείς όλες τις αηδείς ραδιουργίες, που βάλθηκαν σε πράξη σ᾽ αυτήν την περίσταση· αλλ᾽ ένα από τα μέσα τα πιό συνηθισμένα ήταν η δημοσίευση ψεύτικων ειδήσεων, που, σε μία χώρα, όπου οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες, προξενούσαν μεγάλη αίσθηση στο ηθικό. Στο τέλος βέβαια φανερωνόταν· αλλ᾽ η ανακάλυψη του ψέματος της προηγουμένης δεν εμπόδιζε την επαύριο να πιστέψουν σε μεγαλύτερους παραλογισμούς. Τόσον ο πληθυσμός αυτός είναι άπληστος για νέα, και ακόμη εύπιστος για κάθε τι, που μιλά στη φαντασία του! Άλλοτε έλεγαν ότι μια νέα επανάσταση έγινε στο Παρίσι και οι συνασπισμένοι στρατοί της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας βάδιζαν κατά της Γαλλίας· άλλοτε η πρόθεση των Γάλλων ήταν να καταλάβουν την Ελλάδα και ότι ο ρωσικός στρατός, υποστηριζόμενος από ένα φοβερό στόλο έφτανε σε βοήθεια των Ελλήνων. Τέλος ποτέ η διήγηση του παραμικρού γεγονότος δε γινόταν με ακρίβεια. Πλαθόταν πάντοτε με το αποτέλεσμα που περίμεναν. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να κρίνη κανείς τα γεγονότα αυτής της εποχής κα ν᾽ ακολουθήσει την αλήθεια μέσα από το δαίδαλο των ψεμάτων και των ραδιουργιών, που την παραμόρφωσαν».
Επιτυχής είναι η παρατήρηση του Pellion, ότι την εξάπλωση των φημών διευκόλυνε η κακή κατάσταση των συγκοινωνιακών μέσων, όπως επίσης ακριβής, αλλά βαθύτερη και με γενικότερο κύρος για τους Έλληνες πρέπει να θεωρηθεί η άλλη του, ότι ο Ελληνικός λαός «είναι άπληστος για νέα και εύπιστος για κάθε τι, που μιλά στη φαντασία του». «Τί νέα;» είναι ακόμη και σήμερα οι πρώτες λέξεις των Ελλήνων, όταν συναντηθούν μ᾽ έναν συμπατριώτη τους … Η θερμή, ζωηρή και ανήσυχη πάντοτε φαντασία τους, που αχόρταγα ζητεί νέα τροφή, είναι εκείνη, που παρουσιάζει το πιό πρόσφορο έδαφος για τη σπορά και την καλλιέργεια των φημών και διαδόσεων —επομένως είναι η βασικότερη αιτία για τη γένεση και την ανάπτυξή τους.
Τη μεγάλη επίδραση της φαντασίας των Ελλήνων μπορούμε να τη διαπιστώσουμε και σήμερα. Αν και διαθέτουμε ασύγκριτα καλύτερο από την εποχή του 1821 δίκτυο συγκοινωνιών κα προ πάντων πληροφοριών, μολαταύτα οι φήμες εξακολουθούν να γεννιούνται και ν᾽ αναπτύσσονται με τέτοια καταπληκτική ευκολία και ταχύτητα, ώστε να μη ξέρει κανείς ούτε γιατί ούτε πώς ούτε και από πού προήλθαν. Αναγνωρίζει σ᾽ αυτές τη φήμη των αρχαίων Ελλήνων, της οποίας η πηγή είναι άγνωστη και μυστηριώδης· τη φήμη, της οποίας την υποβλητικά παραστατική εικόνα θαυμάζουμε στους περίφημους στίχους του Βιργιλίου:
Fama, malum qua non aliud velocius ullum.
Mobilitate viget viresque acquirit eundo:
Parva metu primo, mox sese attollit in auras,
Ingrediturque solo et caput inter nubila condit.
Illam Terra parens, ira irritata Deorum,
Extremam, ut perhibent, Coeo Enceladoque sororem
Progenuit, pedibus celerem et pernicibus alis;
Monstrum horrendum, ingens, cui, quot sunt corpore plumae,
Tot vigiles oculi subter (mirabile dictu!)
Tot linguae, totidem ora sonant, tot subrigit aures.
Nocte volat coeli medio terraeque, per umbram
Stridens, nec dulci declinat lumina somno;
Luce sedet custos aut summi culmine tecti,
Turribus aut altis, et magnas territat urbes,
Tam ficti pravique tenax quam nuntia veri.
Μετ᾽ ὀλίγον ἡ Φήμη φέρει τὴν εἲδησιν εἰς τὰς μεγάλας πόλεις τῆς Λιβύης, ἡ Φήμη εἶναι τὸ ταχύτερον τῶν δεινῶν. Ἡ κίνησις εἶναι ἡ ζωή της, καὶ κτᾶται δυνάμεις τρέχουσα. Κατ᾽ ἀρχὰς ἀσθενὴς καὶ δειλή, αὐξάνει εἶτα καὶ ὑψοῦται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πατοῦσα ἐπὶ τῆς γῆς κρύπτει τὴν κεφαλὴν εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἡ μήτηρ της Γῆ, θυμωθεῖσα διὰ τὴν ὀργὴν τῶν θεῶν, ἐγέννησε τὴν τελευταίαν ταύτην ἀδελφὴν τοῦ Κοίου καὶ τοῦ Ἐγκελάδου, καὶ τῇ ἒδωκε πόδας ταχεῖς καὶ πτέρυγας ἀκαμάτους. Τέρας ἀποτρόπαιον, ὗπερμεγέθες, μὲ σῶμα κεκαλυμμένον ὑπὸ πτερῶν, καὶ ὃπερ ὑπὸ ἓκαστον πτερὸν (ὦ θαῦμα!) κρύπτει ὀφθαλμοὺς πάντοτε ἀνοικτούς, στόματα ὁμιλοῦντα, ὦτα πάντοτε ἀκούοντα! Τὴ νύκτα πετᾷ συρίζουσα διὰ τῆς σκιᾶς, μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· οὐδέποτε ὁ γλυκὺς ὓπνος κλείει τὰ βλέφαρά της. Τὴν ἡμέραν κάθηται, ἀκίνητος φρουρός, ἐπὶ τῆς στέγης τῶν οἰκιῶν ἢ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν πύργων, καὶ ἐκεῖθεν διασπείρει ταραχὴν εἰς τὰς πολυανθρώπους πόλεις, ἂγγελος ἀδιάφορος ψευδῶν, συκοφαντιῶν ἢ ἀληθειῶν. _Αινειάδα (Βιβλίο IV, 174-188)
Και μόνο στη σύγχρονη ιστορία αποβλέποντας ο ερευνητής και διαπιστώνοντας τη σπουδαία επίδραση των φημών και διαδόσεων στη ζωή των Νέων Ελλήνων δεν απορεί πιά, που οι αρχαίοι πρόγονοί τους την είχαν θεοποιήσει και της είχαν δώσει τόσα κοσμητικά επίθετα. Ακόμη θυμούμαστε, πόσο έντονα ζήσαμε στα χρόνια του τελευταίου μεγάλου πολέμου την πάλη των αντιφατικών πολλές φορέ δημών και διαδόσεων, που εξαπολύονταν με την ταχύτητα της αστραπής από το ραδιόφωνο ή από κάποιο μυστικό τοπικό κέντρο πρακτόρων των αντιπάλων Μεγάλων δυνάμεων. Πολλοί τότε θερμόαιμοι Έλληνες έπεφταν θύματα των προπαγανδών και γίνονταν οι ακούσιοι δέκτες και πομποί των φημών.
Ύστερ᾽ από όλη αυτή την αναλυτική εξέταση εννοεί κανείς πόσο βασικό είναι το ζήτημα των φημών και διαδόσεων κατά την επανάσταση του 1821 και πόσο αναγκαία προϋπόθεση είναι η γνώση του για τον ιστορικό της εποχής εκείνης. Όλες οι ειδήσεις τόσο των εγγράφων, όσο και των απομνημονευμάτων κλονίζονται στην αξιοπιστία τους και χρειάζονται συχνές αντιπαραβολές και αυστηρότατη κριτική, για να μπορέσουμε ίσως να βρούμε κατά προσέγγιση την αλήθεια.
Επίσης το ζήτημα παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον και για τον φιλόσοφο και τον κοινωνιολόγο, που θα θελήσουν να μελετήσουν την ψυχολογία των Ελληνικών επαναστατικών όχλων.