Η Μόνα Λίζα ή η Τζοκόντα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, είναι ο πιο διάσημος πίνακας ζωγραφικής στην υφήλιο. Για το αινιγματικό χαμόγελο αυτής της κυρίας έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία κι έχουν διατυπωθεί οι πιο εξωφρενικές θεωρίες. Μέχρι και ο Φρόυντ ανακάλυψε σ’ αυτόν την ασυνείδητη ανάκληση στην μνήμη του ζωγράφου, του χαμόγελου της μητέρας του όταν αυτός ήταν βρέφος στην αγκαλιά της. Η Μόνα Λίζα, από το 1503 που άρχισε να ζωγραφίζεται στην Φλωρεντία μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει στους ανθρώπους χαρά, ευφροσύνη, απορίες, δυσπιστία, φόβο, ακόμη και έρωτα.
του Δημήτρη Καμπουράκη για το newsit.gr (Μία σταγόνα ιστορία)
Η εικονιζόμενη κυρία, ήταν η Λίζα Ντι Αντόνιο Μαρία Γκεραρντίνι, σύζυγος του εμπόρου μεταξιού Φραντσέσκο Ντι Μπαρτολομέο Ντελ Τζοκόντο. Ο Ντα Βίντσι εκλήθη να της κάνει το πορτραίτο όταν αυτή γέννησε το δεύτερο παιδί της και η οικογένεια πήγε σε καινούριο μεγαλύτερο σπίτι. Ήταν ήδη 24 χρονών, ώριμη πια για εκείνη την εποχή. Η Λίζα δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά μάλλον μια συνηθισμένη γυναίκα. Ο Νταβίντσι τη ζωγράφιζε για τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς να την τελειώσει, κάτι που συνήθιζε να κάνει σ’ όλη του την ζωή. Αντί να δώσει τον πίνακα στον άντρα της που τον είχε πληρώσει, τον πήρε παραμάσκαλα και πήγε στο Παρίσι. Εκεί συνέχισε να τον συμπληρώνει, ενώ πολλοί κριτικοί τέχνης είπαν ότι ο πίνακας δεν τέλειωσε ποτέ.
Στη Γαλλία, ο πίνακας άρχισε την ιλιγγιώδη πορεία του προς την δόξα. Τον αγόρασε ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α’ και τον τοποθέτησε στο Φοντενεμπλό, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ τον πήγε στο παλάτι των Βερσαλλιών, η Γαλλική επανάσταση τον πήρε απ’ τα παλάτια και τον έβαλε στο Λούβρο, ο Μέγας Ναπολέων τον πήρε από το Λούβρο και τον έβαλε στην κρεβατοκάμαρα του, για να επιστραφεί ξανά στο διάσημο μουσείο. Η κλοπή της Μόνα Λίζα από το Λούβρο το 1911, εκτόξευσε την ήδη τεράστια φήμη της και την καθιέρωσε ως την πιο διάσημη ζωγραφισμένη γυναίκα που πέρασε ποτέ. Εκείνη η κλοπή κάλυψε για έξι μήνες τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων του κόσμου και οδήγησε χιλιάδες Γάλλους να περνούν μπροστά από την άδεια θέση του πίνακα στο Λούβρο και να κλαίνε με μαύρο δάκρυ όλοι μαζί.
Η κλοπή έγινε τόσο εύκολα που άφησε άφωνο τον κόσμο. Ένας Ιταλός, ονόματι Βιτσέντσο Περούτζια που δούλευε ως ξυλουργός στο Λούβρο, κρύφτηκε σε μια ντουλάπα, μόλις έφυγαν οι επισκέπτες πήρε την Μόνα Λίζα, την έβαλε κάτω απ’ το παλτό του και έφυγε σαν κύριος. Επί δύο χρόνια είχαν χαθεί τα ίχνη του πίνακα, όλοι νόμιζαν ότι καταστράφηκε, ώσπου ο Περούτζια έγραψε σ’ ένα γκαλερίστα της Φλωρεντίας ότι έχει την Μόνα Λίζα και θέλει να την επιστρέψει στην Ιταλία όπου ανήκε. Ο γκαλερίστας τον συνάντησε σ’ ένα ξενοδοχείο μαζί με τον διευθυντή της διάσημη πινακοθήκης Ουφίτσι, ο Περούτζια έβγαλε από ένα μπαούλο την Μόνα Λίζα και την έδειξε.
Μόλις οι άλλοι δύο κατάλαβαν ότι ήταν ο κλεμμένος πίνακας, μπήκαν μέσα οι καραμπινιέροι που είχαν ειδοποιηθεί και τον συνέλαβαν. Οι Ιταλοί τον θεώρησαν εθνικό ήρωα και ο δικαστής του έβαλε λίγους μήνες φυλακή, ενώ όταν έφευγε ο πίνακας με το τραίνο για Παρίσι, συγκεντρώθηκαν στον σταθμό εξήντα χιλιάδες Ιταλοί να τον αποχαιρετήσουν. Σήμερα, η Μόνα Λίζα φυλάσσεται πίσω από άθραυστο αλεξίσφαιρο γυαλί στο Λούβρο, οχυρωμένη μέσα σε λέϊζερ και με τις κάμερες στραμμένες πάνω της μέρα νύχτα. Ο μύθος της έχει ξεπεράσει πια κάθε έννοια καλλιτεχνικής ή χρηματικής αξίας.
Όλοι όσοι μπαίνουν στο πελώριο και πολυδαίδαλο μουσείο του Λούβρου, κατευθύνονται δίχως εξαίρεση στην αίθουσα της Μόνα Λίζα. Έχουν ήδη ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά για το περιβόητο έργο, το έχουν δει τόσες χιλιάδες φορές σε βιβλία, εφημερίδες και τηλεοράσεις, που δίχως να το αντιλαμβάνονται στο μυαλό τους έχουν φτιάξει μια εικόνα ότι πρόκειται για έναν μεγάλο πίνακα. Γι αυτό και όλοι όσοι πρωτοβλέπουν από μακριά την μικρή ζωγραφισμένη επιφάνεια 0,53 Χ 0,77, αναφωνούν έκπληκτοι: «Αυτή είναι;»