Το ποπ κορν είναι ένα σνακ ταυτόσημο με τον κινηματογράφο. Κι όμως, κάποτε το ποπ κορν ήταν απαγορευμένη λιχουδιά στα σινεμά.
Η τρέλα για το ποπ κορν έχει τις ρίζες στη Νότιο Αμερική, όπου ήδη 8.000 χρόνια πριν, οι ιθαγενείς είχαν ανακαλύψει το μυστικό του αραβόσιτου: αν ψήσεις το σκληρό του κόκκο, αυτός «σκάει» και γίνεται μαλακός και νόστιμος.
Το ποπ κορν έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στο 1800. Οι Αμερικάνοι το λάτρεψαν και όταν ο Τσαρλς Κρίτορς εφηύρε την κινητή ατμο-κινούμενη μηχανή για ποπ κορν το 1885, το νέο σνακ έγινε ανάρπαστο και πωλούνταν σε κάθε κοινωνική εκδήλωση: σε αθλητικούς αγώνες, στο τσίρκο, στα πανηγύρια... Παντού, εκτός από τα θέατρα - τότε δεν υπήρχε ακόμα κινηματογράφος-, των οποίων η πολυτελής αισθητική δεν επέτρεπε τέτοιες λαϊκές απολαύσεις.
Η γέννηση του κινηματογράφου
Τον Απρίλιο του 1896, το Vitascope του Τόμας Έντισον προβάλει, για πρώτη φορά, κινούμενη εικόνα στα θέατρα της Νέας Υόρκης. Το 1902, εγκαινιάζεται το πρώτο σινεμά. Ένα τέτοιο μέρος, εκείνη την εποχή, δε θα μπορούσε παρά να θεωρείται προνόμιο της υψηλής κοινωνίας. Παρουσίαζε ένα νέο είδος τέχνης, προορισμένο για πλούσιους, μορφωμένους πολίτες και φυσικά, το τσιμπολόγημα δεν ταίριαζε με το savoir vivre τους. Εκτός αυτού, οι πρώτες, βουβές ταινίες συνοδεύονταν από υπότιτλους και ο θεατής έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος στη μαγική αυτή εμπειρία˙ ο θόρυβος από το μάσημα του ποπ κορν θα του αποσπούσε την προσοχή και ας μην ξεχνάμε πως τα ψίχουλα θα λέρωναν τα ακριβά παχιά χαλιά της αίθουσας.
Ομιλών κινηματογράφος
Η ιστορία του κινηματογράφου αλλάζει το 1927, όταν προβάλλεται η ταινία “The Jazz Singer”, η πρώτη με συγχρονισμένους ηχογραφημένους διαλόγους. Σταδιακά, ο ομιλών κινηματογράφος διαδέχεται το βουβό και γίνεται προσιτός στους λιγότερο μορφωμένους, συχνά αναλφάβητους ανθρώπους.
Οι πλανόδιοι πωλητές του ποπ κορν δε χάνουν ευκαιρία και στήνουν τις μηχανές τους έξω από τα σινεμά. Όποιος ήθελε, μπορούσε να αγοράσει και να φάει το ποπ κορν του στο δρόμο, στις αίθουσες όμως η κατανάλωσή του ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Μάλιστα, όσοι έμπαιναν στο σινεμά υποχρεώνονταν να αφήσουν τα ποπ κορν τους μαζί με τα παλτά τους στην είσοδο.
Η οικονομική ύφεση του 1929
Η ταχεία πρόοδος του πολιτισμού και της κατανάλωσης σκοντάφτει στο Μεγάλο Κραχ του 1929. Η μεγάλη εκείνη οικονομική ύφεση, γνωστή ως Great Depression, εκτινάσσει την ανεργία και πλήττει βαθιά την αμερικανική οικονομία. Οι Αμερικάνοι βρίσκουν στη μεγάλη οθόνη το κατάλληλο μέσο για να ξεφύγουν από τη σκληρή πραγματικότητα, ειδικά όταν πλέον οι τιμές των εισιτηρίων έχουν πέσει αρκετά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, κινηματογράφος δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από την οικονομική κρίση και τα σινεμά κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Ο Ρ. Τζ. ΜακΚέννα, διευθύνων σύμβουλος σε μια αλυσίδα 66 κινηματογραφικών αιθουσών, βλέποντας τις επιχειρήσεις του να απειλούνται με λουκέτο, είχε μια λαμπρή επιχειρηματική ιδέα: να επιτρέψει την πώληση ποπ κορν εντός των σινεμά.
Ως το 1938, τα έσοδά του από τα εισιτήρια εξακολουθούν να είναι πενιχρά και το 60% από αυτά εξανεμίζεται στα έξοδα λειτουργίας . Τα κέρδη από το ποπ κορν όμως, φτάνουν τα 200.000 δολάρια, ποσό που μεταφράζεται σε 3,5εκ. σημερινά δολάρια, όταν οι πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν το σακουλάκι στα 10 σεντς, τιμή χαμηλή που ταυτόχρονα τους εξασφάλιζε μεγάλα κέρδη, καθώς το καλαμπόκι ήταν μια πολύ φτηνή πρώτη ύλη. Σε μια ακόμα άριστη επιχειρηματική κίνηση, μειώνει την τιμή του εισιτηρίου από 50 σεντς σε 15, εξασφαλίζοντας περισσότερους πελάτες, με περισσότερα διαθέσιμα χρήματα για ποπ κορν.
Οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών ακολουθούν το παράδειγμά του, αρχικά νοικιάζοντας άδειες στους πλανόδιους να πωλούν το επικερδές αυτό σνακ έξω από την επιχείρησή τους και έπειτα, εγκαθιστώντας μηχανές ποπ κορν μέσα στα σινεμά. Σύντομα, σε όλους τους κινηματογράφους πωλούνται ποπ κορν, σόδα και ζαχαρωτά.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η οικονομική ευημερία που είχε επιτευχθεί μετά κόπων και βασάνων, διαταράσσεται από τον πόλεμο. Η Αμερική αρχίζει να αντιμετωπίζει έλλειψη στη ζάχαρη, καθώς δεν μπορεί να εισάγει από τις χώρες παραγωγής της και η πώλησή της γίνεται με δελτίο. Ως επακόλουθο, τα ζαχαρωτά και η σόδα αφαιρούνται από το κινηματογραφικό μενού και το ποπ κορν είναι το μόνο προϊόν που πωλείται στο κυλικείο, εξασφαλίζοντας με τα κέρδη που αποφέρει τη βιωσιμότητα των σινεμά.
Κάπως έτσι, μέσα από μια οικονομική κρίση και έναν παγκόσμιο πόλεμο, το ποπ κορν έγινε το επίσημο σνακ της μεγάλης οθόνης και μέχρι και σήμερα είναι αυτό που κρατάει χαμηλά την τιμή του εισιτηρίου και πληρώνει το ρεύμα και τους υπαλλήλους, μαζί φυσικά με τα τυποποιημένα προϊόντα του κυλικείου.