Τον Απρίλιο του 1948 ο ανταρτοπόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη στα βουνά της Ελλάδας.
Στα Άγραφα οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) επιτέθηκαν στο χωριό Καλλιφώνι και αφού εξουδετέρωσαν τη φρουρά κατέβηκαν ως τον κάμπο φτάνοντας στις πύλες της Καρδίτσας.
Η Γ’ Μοίρα Καταδρομών διατάχθηκε να σπεύσει στην περιοχή προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Στη Μοίρα δόθηκε απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων για τον τρόπο και τον τόπο που θα έπληττε τον εχθρό. Αντί όμως η Μοίρα να ξεκινήσει επιχειρήσεις από την πεδιάδα της Καρδίτσας αποφάσισε να πλήξει τον εχθρό στη φωλιά του, στα απάτητα, όπως πίστευε, Άγραφα.
Έτσι σχεδίασε καταδρομική επιχείρηση στο χωριό Μαστρογιάννη (σημερινός Αμάραντος) Αγράφων όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, στάθμευε επίλεκτος λόχος σαμποτέρ του ΔΣΕ. Στην περιοχή όμως κινούνταν και η ταξιαρχία του Αμάρμπεη (Θεόδωρος Καλλίνος) με τρία τάγματα ενώ κοντά βρισκόταν άλλα έξι τάγματα του Αρχηγείου Ρούμελης.
Κατά συνέπεια η Γ’ Μοίρα έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά διαφορετικά κινδύνευε να βρεθεί ενώπιον πολύ ισχυρών εχθρικών δυνάμεων και να καταστραφεί. Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε ήταν ότι πολλοί άνδρες ασθένησαν και παρουσίασαν υψηλό πυρετό. Παρόλα αυτά η επιχείρηση εξελίχθηκε κανονικά.
Νυκτερινή πορεία και ενέδρα
Η Μοίρα κινήθηκε τη νύκτα της 12ης προς 13η Απριλίου από το χωριό Καλλιφώνι προς το Μαστρογιάννη. Αντί του συνήθους δρομολογίου, για να μην εντοπιστεί, κινήθηκε από δύσβατα μονοπάτια ώστε να μην εντοπιστεί από φυλάκια και περιπόλους του ΔΣΕ. Κατάκοποι οι άνδρες της, μουσκεμένοι από τη ραγδαία βροχή που έπεφτε συνεχώς, έφτασαν τελικά την αυγή της 13ης Απριλίου στα πέριξ του Μαστρογιάννη υψώματα.
Οι καταδρομείς δεν κινήθηκαν. Ανέπτυξαν φυλάκια περιμετρικά και παρατηρούσαν τις κινήσεις του εχθρού. Εντόπισαν φυλάκια του ΔΣΕ σε απόσταση 300 μ. από τις θέσεις τους και έτσι αποφασίστηκε να παραμείνει η Μοίρα στις θέσεις της, κρυμμένη, σε τόσο μικρή απόσταση από τον εχθρό όλη την ημέρα, με σκοπό να επιτεθεί τη νύκτα αιφνιδιαστικά, έχοντας συλλέξει πληροφορίες για τον εχθρό.
Οι καταδρομείς παρέμειναν για ώρες σιωπηλοί, σχεδόν ακίνητοι στις θέσεις του, κρυμμένοι από τους θάμνους και τη βλάστηση. Οι αντάρτες του ΔΣΕ δεν αντελήφθησαν το παραμικρό. Στις 23.00 το βράδυ οι παρατηρητές ανέφεραν ότι μικρές ομάδες ανταρτών πλησίαζαν. Αμέσως στάλθηκαν ομάδες καταδρομέων στα περάσματα και χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός αιχμαλώτισαν τους αντάρτες οι οποίοι ανακρινόμενοι ομολόγησαν την ακριβή θέση του λόχου σαμποτέρ και όλες τις χρήσιμες και απαραίτητες λεπτομέρειες.
Περί το μεσημέρι της 14ης Απριλίου οι παρατηρητές ειδοποίησαν τη Μοίρα ότι δύναμη 4 ανταρτών με μεταγωγικά ζώα προσέγγιζε τις θέσεις της κινούμενη προς την πεδιάδα. Ήταν ο λόχος σαμποτέρ. Αμέσως δύο Λόχοι Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) της Μοίρας κινήθηκαν προς αποκοπή των ανταρτών.
Οι καταδρομείς κινήθηκαν τροχάδην επί δύσβατου, αλλά κεκαλυμμένου δρομολογίου, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Όταν έκλεισε η παγίδα επιτέθηκαν με σφοδρότητα. Η μάχη κράτησε ελάχιστα λεπτά. Όσοι αντάρτες δεν σκοτώθηκαν κατέθεσαν τα όπλα και παραδόθηκαν. Ελάχιστοι κατάφεραν να διαφύγουν. Στην σύγκρουση σκοτώθηκαν τουλάχιστον 17 αντάρτες.
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και η νίκη σημαντική κυρίως στην ψυχολογία των δύο αντιπάλων. Οι αντάρτες δεν περίμεναν ένα τέτοιο πλήγμα και κατόπιν αυτού δεν τόλμησαν να ξαναπλησιάσουν στον κάμπο της Καρδίτσας όσο ήταν στην περιοχή η Γ’ Μοίρα. Από την άλλη η επιτυχία εξύψωσε το ηθικό των σκληρά μαχόμενων ανδρών του Ελληνικού Στρατού.
πηγή: history-point.gr