«Για να ανακαλύψεις την υπογραφή σου – αυτό το στοιχείο που χωρίς όνομα κάνει τους γύρω να αναγνωρίζουν ότι ένα έργο είναι δικό σου – θα πρέπει να συνομιλήσεις για λίγο με την τρέλα που κρύβεις μέσα σου. Ο καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος που δεν ζει φυσιολογικά. Τον ενδιαφέρει η ζωή από την οπτική που όλοι οι άλλοι δεν μπορούν να δουν»: Αυτή ήταν η κεντρική φιλοσοφία του Φερντάντο Μποτέρο, του διασημότερου ζωγράφου και γλύπτη της Λατινικής Αμερικής και ενός από σπουδαιότερους και πιο ακριβοπληρωμένους εικαστικούς του 20ού αιώνα, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών, έχοντας καταφέρει να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην παγκόσμια τέχνη.
Τον φιλόδοξο στόχο της διαφορετικότητας και της καθολικής αναγνωρισιμότητας ο Μποτέρο τον κατέκτησε και με το παραπάνω καθώς τα έργα του είναι απολύτως αναγνωρίσιμα, από την πρώτη κιόλας ματιά, ακόμη και από ανθρώπους που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη. Γιατί είναι αδύνατο να μην αναγνωρίσει κανείς τις υπερτροφικές, ευτραφείς ανθρώπινες μορφές του, τον ογκώδη πολύχρωμο κόσμο του με την υπερφυή πλαστικότητα, ένα σύμπαν υπερθετικό, που δημιούργησε ένα ξεχωριστό ρεύμα στην τέχνη, γνωστό ως «Μποτερισμός».
Ένα ρεύμα που δηλώνει το δυναμικό παρών σε κάθε γωνιά του κόσμου, καθώς έργα του κοσμούν δημόσιους χώρους πολλών μεγάλων πόλεων, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και τη Μαδρίτη, μέχρι το Μπουένος Αιρες, τη Μόσχα και το Τόκιο, έφερε επανάσταση στη σύγχρονη τέχνη και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τις νέες γενιές εικαστικών καλλιτεχνών.
Ο Φερνάντο Μποτέρο στα νεανικά του χρόνια
Γεννημένος στις κακόφημες γειτονιές του Μεντεγίν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας μετά την Μπογκοτά, ο Μποτέρο έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Έμεινε πίσω με τη μοδίστρα μητέρα του να παλεύει να αναθρέψει τα τρία παιδιά της οικογένειας με το μέλλον τους να μοιάζει δυσοίωνο.Γι’ αυτό και ένας θείος του επιχείρησε να τον μυήσει, στα 12 του χρόνια, στον επικερδή κόσμο των ταυρομαχιών. Όμως ο μικρός Φερνάντο αντί να μαθαίνει πως να παλεύει με τους ταύρους, προτιμούσε να τούς ζωγραφίζει. Και μάλιστα, κατά κοινή ομολογία, τούς ζωγράφιζε εξαιρετικά. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο οι ζωγραφικές απεικονίσεις ταυρομαχιών που έφτιαχνε έγιναν ανάρπαστες και κάποιες από αυτές βρέθηκαν δημοσιευμένες στις σελίδες κολομβιανής εφημερίδας. Ένας νέος, πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης είχε γεννηθεί!
Στα 19 του μόλις χρόνια θα πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση στη Μπογκοτά ενώ τα χρήματα που συνόδευαν ένα βραβείο που απέσπασε τού έδωσαν την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να σπουδάσει και περιπλανηθεί στους κόσμους των σπουδαίων Ευρωπαίων εικαστικών, από τη Μαρδίτη μέχρι το Παρίσι και τη Βενετία, δίνοντας έμφαση στα αριστουργήματα της Αναγέννησης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, έχοντας επιστρέψει πλέον στην πατρίδα του και αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες που τον ανάγκασαν να κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει, θα φιλοτεχνήσει το έργο που έμελλε να γίνει το πρότυπο όλης της μετέπειτα δημιουργίας του. Επρόκειτο για ένα ογκώδες μαντολίνο με μια πολύ μικρή οπή, που δεν θύμιζε τίποτα απ΄ όσα είχαν παρουσιαστεί έως τότε στον κόσμο της ζωγραφικής γι’ αυτό και κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον. Η «Νεκρή Φύση με το Μαντολίνο» θα φιλοξενηθεί σε μια έκθεση στην Ουάσιγκτον και το όνομα του Μποτέρο θα γίνει κεντρικό θέμα συζήτησης στους πιο διάσημους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Μπορεί το ζωγραφικό στυλ του Μποτέρο να παρέμεινε σταθερό στο πέρασμα των χρόνων ήταν ωστόσο η ποικιλία στη θεματολογία των έργων του που επέλεξε ως μέσο εξέλιξης. Οι θεματικοί δρόμοι στους οποίους περπάτησε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν πολλοί και ετερόκλητοι. Από τους ταυρομάχους και τις παραφράσεις των διάσημων έργων τέχνης, όπως η Μόνα Λίζα, τις αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής, τις νεκρές φύσεις και τις γυμνές γυναικείες φιγούρες μέχρι τα πορτραίτα πολιτικών προσώπων και τις πολυσυζητημένες εικαστικές παρεμβάσεις του σε κοινωνικά φαινόμενα όπως η βία και τα ναρκωτικά, ο πόλεμος.
Ο Μποτέρο με την δική του εκδοχή της Μόνα Λίζα
Από τις ενδιαφέρουσες δουλειές του ήταν οι 23 πίνακες σχετικά με τη βία στην Κολομβία, που εμπνεύστηκε από τα καρτέλ ναρκωτικών αλλά και η σειρά ζωγραφικών έργων του στα οποία αποτύπωσε τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι Ιρακινοί αιχμάλωτοι στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ.
«Ο Θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ» (1999)
Οι μεγάλες αυτές αλήθειες ωστόσο που εξέφραζε μέσα από την τέχνη του τον κατέστησαν στόχο συγκεκριμένων ομάδων οι οποίοι κατά καιρούς βανδάλισαν τα έργα του. Το 1995, κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης ο θλιβερός απολογισμός της οποίας ήταν 30 νεκροί και 200 τραυματίες, βομβαρδίστηκε και ένα από τα γλυπτά του Μποτέρο. Ο ίδιος, λίγο αργότερα, φιλοτέχνησε ένα νέο γλυπτό, το συμβολικό« Το περιστέρι της ειρήνης» το οποίο τοποθετήθηκε στο ίδιο σημείο. Αλλά και το 2020 τα 23 μπρούτζινα αγάλματα που είχε προσφέρει στη γενέτειρά του και εκτίθεντο σε μια κεντρική πλατεία της πόλης, η οποία φέρει το όνομά του, βανδαλίστηκαν με ανεξίτηλες κόκκινες και μοβ μπογιές.
Η Ελληνίδα σύζυγος και το σπίτι στην Εύβοια
Παρά την παθολογική αγάπη που έτρεφε για την πατρίδα του – συνήθιζε να λέει με έμφαση πως είναι ο πιο Κολομβιανός καλλιτέχνης της Κολομβίας – ο Μποτέρο υπήρξε, παράλληλα, πολίτης του κόσμου. Διέθετε κατοικίες στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, το Μόντε Κάρλο και την Τοσκάνη, και κατέφευγε στην καθεμία αναλόγως με το είδος τέχνης στο οποίο επιθυμούσε να επικεντρωθεί την εκάστοτε περίοδο.
Ο Μποτέρο με την Ελληνίδα σύζυγό του Σοφία Βάρη
Το ησυχαστήριό του, ωστόσο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, βρισκόταν στην Ελλάδα, τον τόπο καταγωγής της αγαπημένης συζύγου, διακεκριμένης ζωγράφου και γλύπτριας Σοφίας Βάρη, η οποία έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Μάιο. Ένα πανέμορφο σπίτι στην Εύβοια, στην περιοχή της Ερέτριας, με θέα το απέραντο γαλάζιο, το οποίο το ζευγάρι επισκεπτόταν συχνά φιλοξενώντας ενίοτε και τους διάσημους φίλους του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Ο γάμος με την πανέμορφη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, που σπούδασε στο Παρίσι, ήταν ο δεύτερος και μακροβιότερος για τον κορυφαίο εικαστικό. Οι δυο τους γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ‘70 και από τότε έμειναν ο ένας στο πλευρό του άλλου. Συμπορεύτηκαν αρμονικά, ζούσαν μεταξύ Παρισιού, Μόντε Κάρλο και Κολομβίας και μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την τέχνη και τη ζωή από την οποία – τυχαία άραγε; – έφυγαν με μόλις λίγους μήνες διαφορά.