Μόνο τα ίχνη από τα κτερίσματά του που σώθηκαν και εν πολλοίς παραμένουν άγνωστα είναι αρκετά για να αποδείξουν πως το περίφημο μνημείο ήταν χαρακτηριστικό των πολύχρυσων Μυκηνών που περιγράφει ο Ομηρος.
Κι ένα μικρό τμήμα εξ αυτών – καμωμένο από κόκκινο λακωνικό μάρμαρο, αλλά με χαραγμένες πάνω του πολλές σελίδες διαφορετικών αιώνων Ιστορίας – αναδύεται από την αφάνεια και υπόσχεται να διηγηθεί την περιπέτειά του χάρη στην επιτυχημένη δράση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Αθέατο Μουσείο» που προβάλλει επιλεγμένες αρχαιότητες από τον κόσμο των αποθηκών.
Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2020 στα υπόγεια του μουσείου. Εκεί όπου μια ομάδα αρχαιολόγων του ανακάλυψε μερικές εκατοντάδες ξεχασμένα αντικείμενα και το χειρόγραφο ημερολόγιο του αρχαιολόγου Παναγιώτη Σταματάκη.
Του επιστήμονα που εντόπισε το 1878 ίχνη από ειδώλια, αγγεία, κοσμήματα (κυρίως χάντρες) και φύλλα χρυσού και τα ταυτοποίησε ως ταφικά καθώς τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Ερρίκος Σλήμαν τα είχαν χαρακτηρίσει ως θησαυρό (θησαυροφυλάκιο). «Πράγματι το συγκεκριμένο σύνολο παρέμενε για 130 χρόνια ως επί το πλείστον άγνωστο στις αποθήκες του μουσείου», μας λέει ο αρχαιολόγος του ΕΑΜ και υπεύθυνος της μελέτης των αντικειμένων Κώστας Πασχαλίδης.
«Κάποια από τα αντικείμενα του συνόλου ενσωματώθηκαν στην αποκατάσταση των ημικιόνων του μνημείου, που παρουσιάζονται στην αίθουσα 4. Τα περισσότερα όμως φυλάσσονταν στις αποθήκες χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή τους», συνεχίζει. Και εξηγεί ότι ανάμεσά τους δεν βρίσκονταν μόνο αρχαιότητες που χρονολογούνται περί το 1350-1300 π.Χ. αλλά και οστά ζώων από θυσίες που τελέστηκαν τον 5ο αι. μ.Χ. και ενώ είχαν απαγορευτεί τέτοιου είδους τελετουργίες ως συνέπεια της επικράτησης του χριστιανισμού.
Υλικό το οποίο τώρα μελετάται για πρώτη φορά αναλυτικά ώστε οι αρχαιολόγοι του μουσείου να προχωρήσουν σε μια μεγάλη επιστημονική δημοσίευση. Ο τάφος του Ατρέα στο διάβα των αιώνων δεν είχε μόνο συληθεί ως προς το περιεχόμενό του.
Τμήματα του αρχιτεκτονικού διακόσμου του είχαν λεηλατηθεί από τον Ελγιν (1802) και από τον γιο του Αλή Πασά, Βελή (1810), και κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο. Ορισμένα άλλα εκλάπησαν από ευρωπαίους περιηγητές και βρίσκονται σε μουσεία της Καρλσρούης και του Μονάχου.
Το επιστύλιο
Ενα θραύσμα επιστυλίου από την πρόσοψη του μνημείου, όμως, με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα και περίεργα γκραφίτι βρισκόταν ανάμεσα στον «άγνωστο» θησαυρό των αποθηκών. Και είναι αυτό που παρουσιάζεται μαζί με δύο ακόμη θραύσματα (μέρη των οποίων βρίσκονται στα μουσεία της Γερμανίας) και σελίδες από το ημερολόγιο της ανασκαφής του Σταματάκη.
Το επιστύλιο από κοκκινωπό μάρμαρο φαίνεται πως είχε περισυλλέξει από τα χώματα του μνημείου 63 χρόνια πριν από την Επανάσταση (1758) ένας παπάς. Στα πέταλα του αριστερού ημιρόδακα είχε χαράξει τη φράση «1758 ήρθα εγό ω Παππάν…» – το όνομά του πιθανόν (Παπανικόλας ή Παπανδρέας;) μαζί με έξι ακόμη (Μαρία, Μαριγώ, Ελένη, Παναγιώτης, Γεράσιμος, Αναστασ…).
«Να ήταν τα μέλη της οικογένειάς του; Να ήταν μια παράκληση υπέρ υγείας;» είναι μερικές από τις εκδοχές που θέτουν οι αρχαιολόγοι. Κι εκεί, στο ιερό της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στο Χαρβάτι (παλιά ονομασία των Μυκηνών), το εντόπισε ο Σταματάκης, πρόσεξε τα χαράγματα και το μετέφερε στην Αθήνα μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματά του, όπου έμενε ως τώρα.