Η 21η Ιουλίου είναι η 202η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 203η σε δίσεκτα έτη σύμφωναα με το cnn.gr. Είναι και η ημέρα που γεννήθηκε ο σημαντικότερος σύγχρονος λογοτέχνης, ο Έρνεστ Χέμινγουέι.
Στις 21 Ιουλίου έχουμε πιο πολλούς σημαντικούς θανάτους από γεννήσεις, το 1928, ας πούμε, αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα ο Κώστας Καρυωτάκης, ενώ το 1796 η Σκωτία έχασε στα 37 του χρόνια τον εθνικό της ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε με τον Καρυωτάκη: Ο Μπερνς είχε επιλέξει να περάσει τη ζωή του ως δημόσιος υπάλληλος και συγκεκριμένα εφοριακός, γεγονός που εν μέρει ίσως τον σκότωσε, αν όχι κυριολεκτικά πάντως σαφέστατα δημιουργικά.
Στις 21 Ιουλίου 1899, όμως, η παγκόσμια λογοτεχνία άλλαξε για πάντα· απλώς επειδή γεννήθηκε ο Έρνεστ Χέμινγουέι.
Πότης, σεξιστής και ιδιοφυής πέρα από κάθε μέτρο
Κανενός το λογοτεχνικό έργο, όσα Νόμπελ κι αν πάρει, δεν γλιτώνει τη μοίρα της επανεξέτασης: Κάθε φορά που ο κόσμος αλλάζει, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε έναν πίνακα, ένα μουσικό κομμάτι ή και ένα μυθιστόρημα.
Ο Χέμινγουέι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Με δεδομένο ότι στιλιστικά παραμένει αξεπέραστος και ίσως ο επιδραστικότερος συγγραφέας όλων των εποχών, το έργο του θεωρείται κλασικό και διαχρονικό και ως τέτοιο κάθε 2-3 δεκαετίες αναθεωρείται ως προς το περιεχόμενο και τα νοήματά του.
Ο Χέμινγουέι έχει κατηγορηθεί -και όχι άδικα- για πολλά από εκείνα που δεν αγαπάμε και πολύ στο σημερινό πολιτισμό μας: Ρατσισμό, αντρικό σωβινισμό, παράξενες ιδέες για τη βία και τον πόλεμο, αλλά κυρίως σεξισμό.
Οι περισσότεροι από τους αντρικούς χαρακτήρες στα βιβλία του, πράγματι είχαν μια μεγάλη αδυναμία να κατανοήσουν και να συναισθανθούν τις γυναίκες, κάτι που ήταν αντανάκλαση του ίδιου του συγγραφέα, αμετανόητου γυναικά, και τέσσερις φορές παντρεμένου.
Οι δε γυναικείοι χαρακτήρες από την πλευρά τους απεικονίζονται συνήθως στο έργο του με έναν ιδιαίτερο και πολύ στερεοτυπικό τρόπο: Γυναίκες μοιραίες, εξιδανικευμένες ερωμένες ή τραγικά θύματα, σπάνια είχαν ανθρώπινη, καθημερινή διάσταση.
Στο μυθιστόρημά του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», ο ήρωάς του, ο Αμερικάνος Ρόμπερτ Τζόρνταν που πολεμάει στον ισπανικό εμφύλιο με την πλευρά των Δημοκρατικών, συναντά μια νέα γυναίκα η οποία έχει πρόσφατα βιαστεί από στρατιώτες του Φράνκο. Ο Τζόρνταν τής λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει το τραύμα της είναι να δεχτεί για εραστή έναν καλό άντρα, όπως είναι ο ίδιος.
Κι εκείνη συμφωνεί...
Τι είναι ο θάνατος; Μια στιγμή ηρωισμού
Ακόμη πιο παράξενες και μάλλον ανησυχητικές είναι οι απόψεις του Χέμινγουέι για τον πόλεμο. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε την τάση να δίνει μια ρομαντική, σχεδόν εξιδανικευμένη διάσταση στους θανάτους των νεαρών στρατιωτών.
Οι πολεμικές σκηνές στο μυθιστόρημά του «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» πλησιάζουν πιο πολύ τον ηρωισμό που αποδίδεται στις μάχες από τον Όμηρο, παρά στην πραγματικότητα των μαζικών αυτών σφαγών, οι οποίες σχεδόν εξαΰλωσαν μια ολόκληρη ευρωπαϊκή γενιά.
Ακόμη και όταν καταδικάζει τη βία του πολέμου, ο Χέμινγουέι φαίνεται ταυτόχρονα να τη δοξάζει.
Ο Χέμινγουέι βέβαια δεν εξέπληξε όσους ήξεραν το έργο του με αυτές τις αναφορές: Στο «Θάνατος το απομεσήμερο» εξιδανικεύει μια άλλη αιματηρή διαδικασία, τις ταυρομαχίες, τις οποίες περιγράφει περίπου σαν μπαλέτο· ο ταυρομάχος είναι σε αυτές ταυτόχρονα ένας σπουδαίος καλλιτέχνης και ένας μυθικός ήρωας.
Κατά τον Χέμινγουέι μέσα από αυτήν την ιεροτελεστία της βίας, γεννιούνται σπουδαίοι άντρες, αποκαλύπτονται οι δειλοί και τα μυστικά της ζωής βγαίνουν στην επιφάνεια ως μαθήματα.
Ο θάνατος σε τελική ανάλυση είναι μια αναπόφευκτη νομοτέλεια και ως τέτοια πρέπει να την αγκαλιάσουμε, να την κατανοήσουμε και να μην τη φοβόμαστε. Ισχύει στις ταυρομαχίες και στον πόλεμο εξίσου. Η δύναμη του έργου του Χέμινγουέι κρύβεται σε αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις του, αντιλήψεις που τον κάνουν ταυτόχρονα και πολύ αμφιλεγόμενο σε ανθρώπους που πίνουν νερό στο όνομα της λογοτεχνικής του μαεστρίας.
Σε τελική ανάλυση, πέρα από το μοναδικό αυτό αφαιρετικό και γεμάτο υπονοούμενα λογοτεχνικό του ύφος, ο Έρνεστ Χέμινγουέι μάς άφησε μια πολύ σύνθετη παρακαταθήκη: Το έργο του, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αποκλείεται να απορριφθεί ακόμη και στο όνομα της πιο συμπαγούς και πηχτής πολιτικής ορθότητας. Αντιθέτως, θα είναι εκεί για να μάς προβληματίζει ξανά και ξανά.
Όπως έγραφε και ο ίδιος σε μια επιστολή του προς τον Σκοτ Φιτστζέραλντ, το 1934, «ξέχνα την προσωπική σου τραγωδία. Είμαστε όλοι καταδικασμένοι από την αρχή και πρέπει να πονέσεις απίστευτα πριν ξεκινήσεις να γράφεις στα σοβαρά. Όταν όμως πονέσεις, χρησιμοποίησε αυτόν τον πόνο· μην κλέψεις. Να είσαι πιστός σ' αυτόν τον πόνο σαν επιστήμονας, αλλά μην πιστέψεις ούτε για ένα λεπτό ότι κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή συνέβη σε σένα ή σε κάποιον για τον οποίο νοιάζεσαι».
Στον Χέμινγουέι, η ανθρωπότητα χρωστάει και κάτι ακόμη, μικρό σε σχέση με τα γραπτά του, όμως εξίσου διαχρονικό: Το Μπλάντι Μέρι.
Ζητούσε, λέει η ιστορία, από τον μπάρμαν, να βάζει ντοματόζουμο στη βότκα, προκειμένου η σύζυγός του να μην τον κράζει που -πάλι- έπινε. «Αυτή η βλαμμένη γυναίκα η Μαίρη (this bloody woman, Mary), πάλι γκρινιάζει», έλεγε για την τέταρτη και τελευταία σύζυγό του. Όπως αρκετά πράγματα στη ζωή του, ακόμη κι αυτό ήταν παρεξηγημένο.
Ο Χέμινγουέι ήταν καταθληπτικός, θα ήταν εξαιρετικά παράξενο αν δεν ήταν. Στις 2 Ιουλίου 1961 αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του.
Κανείς δεν ξέρει γιατί. Τι σημασία έχει, εξάλλου...