Τα υψηλά περιθώρια κέρδους που επιμένουν να αποσπούν από την αγορά οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν μεγάλη ευθύνη για το γεγονός πως οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν πολύ ακριβά τα τρόφιμα τους.
Παρά το γεγονός πως κατά το 2023 καταγράφηκε σημαντική υποχώρηση της γενικής ακρίβειας με τη συνδρομή της κάμψης των διεθνών τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών από τα υψηλά του 2022, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνεχίζει να αποτελεί μείζον κοινωνικό θέμα.
Τον Απρίλιο διατηρείται ακόμα ψηλά στο 5,4% ετησίως, παρά το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες σημειώνουν μικρή μείωση στο επίπεδο τιμών τους, όπως δημητριακά, ψωμί, αυγά, γαλακτοκομικά και ορισμένα επεξεργασμένα τρόφιμα, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται, κυρίως, από την τεράστια ανατίμηση στο ελαιόλαδο (μέση αύξηση 29,4% ετησίως το 2023 και 63,7% ετησίως τον Απρίλιο του 2024).
Έτσι, όπως επισημαίνει σε έκθεση της και η Εθνική Τράπεζα, μαζί με την ζημιά σε τμήμα της παραγωγής από την θεομηνία Ντάνιελ τον Σεπτέμβριο, και την ανελαστική ζήτηση για τα είδη διατροφής από τις ελληνικές οικογένειες, τα ανθεκτικά περιθώρια κέρδους των παραγωγών και των λιανεμπόρων, αποτρέπουν την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τροφίμων.
Δεν βιώνουν όλοι την ακρίβεια στα τρόφιμα στον ίδιο βαθμό
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας η μείωση των τιμών τροφίμων είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανακούφιση ενός μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού, καθώς το «ειδικό βάρος» τους εκτιμάται ως σημαντικά μεγαλύτερο για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, δηλαδή έως 1.000 μηνιαίως, σε σχέση με αντίστοιχα υψηλότερου εισοδήματος, άνω των 2.500 ευρώ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ η μέση στάθμιση της υποκατηγορίας «Τρόφιμα & μη-αλκοολούχα ποτά» ήταν 22% στη συνολική κατανάλωση των νοικοκυριών το 2024, εκτιμάται σε άνω του 25% για νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και περίπου 18% για νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος, δημιουργώντας σημαντικές διαφορές στον τρόπο που «βιώνουν» τα νοικοκυριά τις αυξομειώσεις των τιμών.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, πως παρόμοια ευρήματα έχει παρουσιάσει στο παρελθόν και η Eurostat εκτιμώντας πως το 2023, η Ελλάδα είχε την χειρότερη θέση μετά την Βουλγαρία όσον αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, στο -33% από το μέσο όρο της ΕΕ, κι ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν το 20,9% του διαθέσιμου εισοδήματός τους στη διατροφή.
Επιπλέον, και η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά ότι ο εκλαμβανόμενος πληθωρισμός τροφίμων και μη-αλκοολούχων ποτών, τον Απρίλιο του 2024, ήταν 6,4% ετησίως για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, σε σχέση με 4,5% για νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα και 5,4% βάσει γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή (+13,9%, +9,8% και +11,7% ετησίως το 2023, αντίστοιχα), ενώ αναμένει πως η απόσταση αυτή θα συρρικνωθεί σε λιγότερο από 1 ποσοστιαία μονάδα το 2ο εξάμηνο του 2024, καθώς ο πληθωρισμός στα τρόφιμα θα υποχωρεί.
Τα περιθώρια κέρδους στο λιανεμπόριο πίσω από την ακρίβεια στα τρόφιμα
Μαζί με την ανελαστική ζήτηση για τα τρόφιμα, αλλά και τις συνέπειες των θεομηνιών στη παραγωγή, τα περιθώρια κέρδους των πολυεθνικών εταιρειών, και ιδιαίτερα του λιανεμπορίου, έχουν μια ανασταλτική επίδραση στην επιβράδυνση του πληθωρισμού.
Εκτιμάται ότι περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες από τη συνολική ανατίμηση στα τρόφιμα την προηγούμενη διετία μπορούν να αποδοθούν στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους στη λιανική αγορά κατά την ίδια περίοδο.
Και αυτό γιατί, τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών, ειδικά στη λιανική αγορά καταναλωτικών αγαθών και ειδικότερα των τροφίμων, αντί να προσαρμοστούν στην υποχώρηση των τιμών αρκετών πρώτων υλών καθώς και άλλων εισαγόμενων παραγωγικών εισροών κατά το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024, παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, λόγω ισχυρής ζήτησης καθώς και χρόνιων διαρθρωτικών αγκυλώσεων της ελληνικής αγοράς αλλά και των διεθνών αλυσίδων διάθεσης μεταποιημένων προϊόντων και πρώτων υλών.
Σύμφωνα με την έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, αυτή η επίδραση από το λεγόμενο «πληθωρισμό απληστίας» στις τιμές δείχνει να υποχωρεί στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, από το 2ο εξάμηνο του 2023, όπως αποτυπώνεται στις τάσεις της εταιρικής κερδοφορίας καθώς το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των εταιριών αρχίζει να μειώνεται ως ποσοστό στο ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή του κατά το 2022, γεγονός που ενδέχεται να προμηνύει μία αποκλιμάκωση και στις τιμές.