Ανάμεσα στις 10 χώρες του κόσμου με τον μεγαλύτερο πραγματικό πληθωρισμό στα τρόφιμα κατατάσσεται η Ελλάδα, μαζί με χώρες - πρωταθλήτριες στον πληθωρισμό, όπως η Αργεντινή και η Ζιμπάμπουε και με χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου ο πληθυσμός δίνει καθημερινή μάχη για την εξασφάλιση βασικών αγαθών.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία που παίρνει μια θέση σε αυτό το θλιβερό top-10, που βασίζεται σε στοιχεία του ΔΝΤ, της Haver και του Trading Economics και περιλαμβάνεται στο δελτίο της Παγκόσμιας Τράπεζας για την διατροφική ασφάλεια.
Ειδικότερα, στο δελτίο που διανέμεται κάθε δύο εβδομάδες και αναλύει τις εξελίξεις στις αγορές τροφίμων, η Παγκόσμια Τράπεζα περιλαμβάνει δύο διαφορετικές μετρήσεις του πληθωρισμού τροφίμων: τον ονομαστικό και τον πραγματικό. Ο ονομαστικός εκφράζει τον 12μηνο ρυθμό μεταβολής του υποδείκτη τιμών καταναλωτή για τα τρόφιμα σε κάθε χώρα, ενώ ο πραγματικός υπολογίζεται με την αφαίρεση του ποσοστού του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή από τον δείκτη τιμών των τροφίμων.
Στις ονομαστικές αυξήσεις, όπως φαίνεται στον πίνακα πρώτες είναι η Αργεντινή και ο Λίβανος, δύο χώρες σε βαθιά οικονομική κρίση, όπου καταγράφονται τριψήφια ποσοστά 12μηνης αύξησης των τιμών στα τρόφιμα, 251% και 208%, αντίστοιχα. Σε αυτές τις χώρες, η εξασφάλιση των βασικών ειδών διατροφής είναι ένας καθημερινός αγώνας για τους πολίτες. Στην πρώτη πεντάδα βρίσκονται, επίσης, η Βενεζουέλα, η Τουρκία και η Ζιμπάμπουε, με πληθωρισμό τροφίμων 91%, 70% και 60%, αντίστοιχα.
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα businessdaily.gr διαίτερα ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η καταγραφή του πραγματικού πληθωρισμού τροφίμων, που προκύπτει αν αφαιρέσουμε τον γενικό ρυθμό αύξησης των τιμών από τον ρυθμό αύξησης των τιμών στα τρόφιμα: για παράδειγμα, αν σε μια χώρα ο πληθωρισμός «τρέχει» με ρυθμό 5% και πληθωρισμός τροφίμων με 10%, ο πραγματικός πληθωρισμός τροφίμων υπολογίζεται σε 5%.
Σε αυτό τον πίνακα, η Ελλάδα όχι μόνο μπαίνει στο top-10, αλλά... ισοβαθμεί με τη Γουινέα, μια φτωχή αφρικανική χώρα, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 1.200 δολάρια. Και οι δύο χώρες έχουν πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων 6%. Στην ομάδα των χωρών με μονοψήφιο πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων (έως 9%) κατατάσσονται, μαζί με την Ελλάδα, η Παλαιστίνη, το Μαλάουι και η Αιτή. Τον πιο... εξοντωτικό, πραγματικό πληθωρισμό στα τρόφιμα έχει η Αργεντινή με 40% και ακολουθεί η Ζιμπάμπουε με 26%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά είναι στοιχεία για το 2023, που δεν μπορούν να αναδείξουν σε όλη της την έκταση την επιβάρυνση που δέχθηκαν τα ελληνικά νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια από τον πληθωρισμό τροφίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το τέλος του 2020 ως το τέλος του 2023 η σωρευτική (ονομαστική) αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπερνά το 30% (30,56%, για την ακρίβεια).
Μέσα στο 2023, ο ρυθμός του πληθωρισμού διατροφής αποκλιμακώθηκε στην Ελλάδα από το επίπεδο του 15%, παραμένοντας όμως σε πολύ υψηλά επίπεδα (9% τον Δεκέμβριο 2023). Η μείωση του πληθωρισμού δεν ήταν συνεχής, καθώς του πρώτους δύο μήνες του καλοκαιριού η πτωτική πορεία αναστράφηκε, ενώ το ίδιο έγινε και τον Οκτώβριο, με μια αύξηση από 9,4% στο 9,9%.
Δεύτερος υψηλότερος ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα
Τον δεύτερο υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχε η Ελλάδα τον Ιανουάριο, όπως και τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με αναλυτικά στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η Eurostat.
Συγκεκριμένα, ο γενικός δείκτης για τις τιμές τροφίμων αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 8,3% έναντι αύξησης 8,9% τον Δεκέμβριο, δηλαδή επιβραδύνθηκε.
Η αύξηση αυτή ήταν σημαντικά υψηλότερη τόσο από τον μέσο όρο της ΕΕ (4,8%) όσο και της Ευρωζώνης (5,7%), όπου επίσης σημειώθηκε επιβράδυνση σε σχέση με τον Δεκέμβριο (5,3% και 6%, αντίστοιχα). Με άλλα λόγια, το χάσμα μεταξύ των αυξήσεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη παρέμεινε μεγάλο.
Στα νωπά προϊόντα οφείλεται η διαφορά
Όπως και τον Δεκέμβριο, ο υψηλότερος πληθωρισμός οφείλεται στα μη επεξεργασμένα (νωπά) τρόφιμα, οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν 11,5% έναντι αύξησης 12,3% τον Δεκέμβριο. Στην ΕΕ οι τιμές των προϊόντων αυτών αυξήθηκαν κατά 6,3% και στην Ευρωζώνη κατά 7%, δηλαδή πολύ λιγότερο απ΄ ό,τι στην Ελλάδα.
Αντίθετα, στα επεξεργασμένα τρόφιμα, οι τιμές αυξήθηκαν στην Ελλάδα 5,3%, όσο περίπου και στην ΕΕ (5,2%) και ελαφρά λιγότερο απ΄ ό,τι στην Ευρωζώνη (5,9%).
Ειδικότερα, οι συνεχιζόμενες μεγάλες αυξήσεις των νωπών φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα κάνουν τη διαφορά, καθώς και στις δύο αυτές βασικές κατηγορίες τροφίμων σημειώθηκε αύξηση 14% έναντι αύξησης 11,8% στην ΕΕ και 10,5% στην Ευρωζώνη. Οι υψηλές αυξήσεις στα προϊόντα αυτά αντανακλούν αντίστοιχα υψηλές τιμές στο χωράφι, σύμφωνα με τα στοιχεία εισροών -εκροών στη γεωργία και την κτηνοτροφία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται, πάντως, στην τιμή του ελαιόλαδου, η οποία ανήλθε στο 67,4% στην Ελλάδα έναντι 49,6% στην ΕΕ και 50,7% στην Ευρωζώνη.
Υψηλότερες ήταν και οι αυξήσεις στις τιμές για το κρέας (6% στην Ελλάδα έναντι 3,9% στην ΕΕ και 4,4% στην Ευρωζώνη).
Στις πατάτες, η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα ήταν μεγάλη και τον Ιανουάριο, αλλά χαμηλότερη από ότι στην ΕΕ και την Ευρωζώνη (8,3% έναντι 11,8% και 10,5%, αντίστοιχα).
Στην κατηγορία γάλα-τυριά-αυγά, οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται, με μία μέση αύξηση 0,8% στην Ελλάδα, περίπου όση και στην Ευρωζώνη (0,5%), ενώ στην ΕΕ καταγράφηκε μείωση 0,8%.
Μεγάλες αυξήσεις τιμών στο χωράφι
Οι αυξήσεις αυτές αντανακλούν αντίστοιχα μεγάλες αυξήσεις των τιμών στο χωράφι, όπως προκύπτει από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις τιμές εισροών-εκροών στη γεωργία και την κτηνοτροφία τον Δεκέμβριο, από τα οποία προκύπτει ότι η τιμή του ελαιόλαδου αυξήθηκε 83,8%, των φρούτων 11%, των λαχανικών και κηπευτικών 18,7% και των κρεάτων 7,9%.
Από την 1η Μαρτίου θα αρχίσει να δοκιμάζεται η αποτελεσματικότητα της τελευταίας σειράς μέτρων του υπουργείου Ανάπτυξης: απαγόρευση προωθητικών ενεργειών για τρεις μήνες όταν έχουν προηγηθεί ανατιμήσεις, μείωση κατά 30% των πιστώσεων από τους προμηθευτές στα σούπερ μάρκετ, ώστε να μειωθούν οι τιμές του ραφιού, «καθαρές» τιμές στα αγροτικά προϊόντα από το χωράφι στο ράφι. Το υπουργείο προσδοκά άμεση μείωση τιμών με αυτά τα μέτρα, αλλά μένει να αποδειχθεί στην πράξη η αποτελεσματικότητά τους.