Με μία σειρά από καίρια αιτήματα απευθύνεται ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος προς τη νέα κυβέρνηση. Τα αιτήματα αυτά αφορούν στην απασχόληση αλλοδαπών εργαζομένων στις ελληνικές βιομηχανίες, την επίσπευση αλλαγών στο σύστημα ανακύκλωσης και την καλύτερη δυνατή χρήση των βιοαποικοδομήσιμων πλαστικών που προέρχονται από τον καφέ κάδο.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος (ΣΒΠΕ) αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα έλλειψης προσωπικού με αποτέλεσμα να απειλείται η βιωσιμότητα ολόκληρων επιχειρήσεων του κλάδου, όπως και πολλών άλλων. Τα μέλη αναφέρουν τη μεγάλη καθυστέρηση που δημιουργείται από το γραφειοκρατικό σύστημα ανανέωσης της άδειας εργασίας των απασχολούμενων, όπως και την πρόσληψη εργαζομένων προερχόμενων από τρίτες χώρες τόσο λόγω διαδικαστικών ζητημάτων όσο και λόγω των θεμάτων που άπτονται του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την απασχόληση προσωπικού.
Συνεπώς, ζητούν την άμεση αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής που θα διευκολύνει την πρόσληψη ειδικευμένου και μη προσωπικού στις επιχειρήσεις, ενώ πρόσφατα είχαν συνάντηση και με τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Μετανάστευσης, Πάτροκλο Γεωργιάδη. Μάλιστα, και άλλοι κλάδοι έχουν εκφράσει αντίστοιχα αιτήματα, όπως η νεοσύστατη Ελληνική Ένωση Επιχειρήσεων Αρτοποιίας και Ζαχαροπλαστικής (Ε.ΕΠ.Α.Ζ.) που πρόσφατα ζήτησε άνοιγμα στους εργαζόμενους από τη Λατινική Αμερική.
Αποτελεσματικότερη ανακύκλωση
Το δεύτερο αίτημα που κάνει προς τη νέα κυβέρνηση ο Σύνδεσμος, είναι η επίσπευση των αλλαγών στο σύστημα ανακύκλωσης των πλαστικών, δεδομένων των φιλόδοξων στόχων που έχουν τεθεί για τα επόμενα έτη από την Ε.Ε. Ζητά την επέκταση της εφαρμογής των συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης και σε άλλα ρεύματα πλαστικών αποβλήτων (π.χ. γεωργοκτηνοτροφικά, αγροτικό φιλμ).
Επίσης, ζητά την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνίας και ενημέρωσης των πολιτών με αξιόπιστα και ξεκάθαρα στοιχεία σχετικά αναφορικά με την πορεία της διαχείρισης αποβλήτων, κάτι το οποίο, σε συνδυασμό με την αύξηση των διαθέσιμων κάδων συλλογής των ρευμάτων αποβλήτων στις γειτονιές, αναμένεται να δράσει ευεργετικά και ως προς την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαλογής.
Την ίδια ώρα ο ΣΒΠΕ εισηγείται την επιβολή προστίμων που θα ενσωματώνουν το περιβαλλοντικό κόστος από την ανεξέλεγκτη απόρριψη αποβλήτων συσκευασίας στο οικοσύστημα (π.χ. στην πόλη ή στο δάσος), και τα οποία σε συνδυασμό με το πυκνότερο σύστημα κάδων συλλογής, θα περιορίσουν σημαντικά τις ποσότητες συσκευασίας που δεν εισέρχονται στο σύστημα διαχείρισης – κατά συνέπεια και τις ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις.
Επίσης ζητά την αναβάθμιση των υπαρχουσών υποδομών και την κατασκευή νέων υποδομών ανακύκλωσης, αλλά και την επέκταση της θέσπισης ελάχιστων ποσοστών ανακύκλωσης σε διάφορα προϊόντα.
Χρήση καφέ κάδου
Το τρίτο κεντρικό αίτημα προς τη νέα κυβέρνηση από την πλευρά της βιομηχανίας πλαστικών είναι να γίνει κορυφαία προτεραιότητα η καλύτερη δυνατή χρήση των βιοαποικοδομήσιμων πλαστικών που μπορεί να προέλθει από τον καφέ κάδο και τη συλλογή των οργανικών υπολειμμάτων, που από 01/01/2024 γίνεται υποχρεωτική σύμφωνα με ευρωπαϊκό Κανονισμό.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει πως μολονότι η ελληνική νομοθεσία με τον Ν.4819/2021 έχει ρυθμίσει τα ζητήματα αυτά, δεν έχουν γίνει βήματα για την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα τυπικά η χώρα μας να είναι ευθυγραμμισμένη με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό, αλλά ουσιαστικά να γεμίζουν οι χώροι υγειονομικής ταφής με οργανικά απορρίμματα (40-60% κατά βάρος στο σύνολο των απορριμμάτων).
Ζητά από τη νέα κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου που ήδη υπάρχει και αφορά την υποχρέωση για ξεχωριστή διάθεση των βιοαποβλήτων, όμως ουσιαστικά δεν τηρείται. Στο πλαίσιο αυτό ζητά μεγάλης κλίμακας και σοβαρές καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών, προκειμένου να συμβάλουν από την πλευρά τους στη βιώσιμη διαχείριση των βιοαποβλήτων.
Με την υλοποίηση της δέσμευσης για ξεχωριστή διαλογή, επιτυγχάνεται θεαματική μείωση ποσοτήτων αποβλήτων προς τους ΧΥΤΑ, χρήσιμο λίπασμα και καθαρότεροι μπλε και πράσινοι κάδοι, για περαιτέρω επεξεργασία των αστικών αποβλήτων, καθώς και προώθηση των βιοαποβλήτων προς περαιτέρω επεξεργασία αλλά και παραγωγή ενέργειας.
Κίνητρα για «πράσινη» μετάβαση
Στην Ε.Ε. είναι σε εξέλιξη οι συζητήσεις για την αναθεώρηση της οδηγίας για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα, με στόχο όλες οι συσκευασίες που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή αγορά να είναι επαναχρησιμοποιήσιμες ή ανακυκλώσιμες (με οικονομικά βιώσιμο τρόπο) έως το 2030.
Πρωταρχικός στόχος είναι η μείωση των απορριμμάτων συσκευασιών 15% έως το 2040 κατά κεφαλήν ανά κράτος μέλος (με έτος αναφοράς το 2018). Αυτό θα οδηγήσει σε συνολική μείωση των αποβλήτων στην Ε.Ε. κατά περίπου 37% σε σύγκριση με το σενάριο χωρίς αλλαγή της νομοθεσίας. Επιπλέον, άμεσα θα έπρεπε να αρχίζουν να λειτουργούν συστήματα χρηματοδότησης επιστροφής εγγύησης (deposit refund systems) και για πλαστικές συσκευασίες νερού και αναψυκτικών.
Το 2025, το 65% του συνόλου των αποβλήτων συσκευασιών πρέπει να οδηγείται στην ανακύκλωση, ενώ τίθενται επιμέρους στόχοι για κάθε ένα από τα υλικά συσκευασίας. Οι παραπάνω προτάσεις αναμένεται να ενσωματωθούν στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο το 2023.
Σύνδεσμος Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος και οι Ευρωπαίοι εταίροι του, EuPC και Plastics Europe θεωρούν ότι όλες αυτές οι διαδικασίες είναι στη σωστή κατεύθυνση και μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας.
Τα στελέχη του κλάδου όπως ζητούν παροχή κινήτρων για την επιτάχυνση των επενδύσεων αυτών, που θα διασφαλίσουν την ανακυκλωσιμότητα όλων των πλαστικών συσκευασιών, θα ωθήσουν την επαναχρησιμοποίηση των υλικών σε πολλές εφαρμογές και θα αυξήσουν το ανακυκλωμένο περιεχόμενο. Τονίζουν ότι οι βιομηχανίες πλαστικών έχουν κάνει μεγάλες επενδύσεις μετασχηματισμού και αναδιοργάνωσης στις γραμμές παραγωγής τους, ώστε να ανταποκριθούν στους φιλόδοξους στόχους της Ε.Ε.
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνουν πως οι φιλόδοξοι στόχοι θα πρέπει να συνοδεύονται από σημαντικά κίνητρα και διευκολύνσεις προς τις βιομηχανίες αυτές, ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα κατά τη διάρκεια της «πράσινης» μετάβασης.
Αξία κλάδου πλαστικών στην ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, στην Ελλάδα η αξία παραγωγής πλαστικών σε πρωτογενείς μορφές και προϊόντων από πλαστικά υποχώρησε σταδιακά την περίοδο 2018-2020 (από 2,1 δισ. ευρώ το 2018 σε 2,0 δισ. το 2020), ωστόσο η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου ενισχύθηκε σημαντικά την ίδια περίοδο (από 560 εκατ. σε 644 εκατ. ευρώ).
Ως αποτέλεσμα, ο κλάδος παραγωγής πλαστικών βρίσκεται στην πέμπτη θέση της εγχώριας μεταποίησης, με 5,5% της συνολικής προστιθέμενης αξίας του μεταποιητικού τομέα. Με βάση τη συμμετοχή που είχε η παραγωγή πλαστικών προϊόντων στην προστιθέμενη αξία της μεταποίησης το 2020, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση στην Ε.Ε.
Ο εγχώριος κλάδος πλαστικών χαρακτηρίζεται από έντονη εξωστρέφεια. Η αξία εξαγωγών του κλάδου αυξήθηκε κατά 34,6% το 2021, σε 1,6 δισ. ευρώ (από 1,2 δισ. που είχε παρουσιάσει, τόσο το 2020 όσο και το 2019).
Η μεταποίηση πλαστικών διατηρεί και αναπτύσσει το ανθρώπινο δυναμικό της στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις στατιστικές διάρθρωσης επιχειρήσεων, η απασχόληση στην παραγωγή πλαστικών αυξήθηκε το 2020 κατά 1,5%, ενώ με βάση την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού η απασχόληση στην παραγωγή προϊόντων από πλαστικό και ελαστικό καταγράφει αύξηση και το 2021. Ο κλάδος των πλαστικών απασχολεί το 3,7% των εργαζομένων της εγχώριας μεταποίησης, ευρισκόμενος στην 8η θέση της σχετικής κατάταξης των εγχώριων βιομηχανικών κλάδων.
Επίσης, οι δραστηριότητες του κλάδου παρουσιάζουν σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε όρους ΑΕΠ, θέσεων εργασίας και δημόσιων εσόδων. Αν ληφθεί υπόψη όλη η δραστηριότητα του κλάδου, δηλαδή μεταποίηση πλαστικών, χονδρικό εμπόριο πλαστικών πρώτων υλών, κατασκευή μηχανημάτων για την εγχώρια βιομηχανία πλαστικών και ανακύκλωση πλαστικών, προκύπτει ότι το 2021 περίπου το 1,2% του ΑΕΠ της χώρας (2,2 δισ. ευρώ σε απόλυτους όρους) στηρίχθηκε άμεσα ή έμμεσα στον ευρύτερο κλάδο πλαστικών.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε περίπου 43 χιλ. θέσεις εργασίας ή 0,9% της συνολικής απασχόλησης το 2021, ενώ τα δημόσια έσοδα από φόρους και εισφορές εκτιμώνται σε περίπου 659 εκατ. ευρώ το 2021 έναντι 613 εκατ. και 601 εκατ. το 2019 και 2020 αντίστοιχα.