Οι ζημιές μετατρέπονται εύκολα σε κέρδη, όπως και το αντίθετο, αλλά το πλέον σοβαρό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει σοβαρές προβλέψεις για την επόμενη ημέρα.
Την προσεχή Δευτέρα το υπουργείο Οικονομικών θα καταθέσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2023 σε ένα ιδιαίτερα ρευστό περιβάλλον με ελάχιστες σταθερές. Άλλωστε δεν το κρύβουν και στο κυβερνητικό επιτελείο, ότι τελικά τα πάντα μπορεί να αλλάξουν σε ελάχιστο χρόνο και για το σκοπό αυτό υπάρχουν διάφορα σενάρια που είναι στο τραπέζι.
Επισφαλής η έξοδος στις αγορές
Εκείνο που φαίνεται να αλλάζει είναι ότι μπαίνει πλέον ψηλά στην ατζέντα το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανάγκης για θετικά μηνύματα στις αγορές. Η Ελλάδα είχε από τα υψηλότερα επιτόκια στην Ευρωζώνη και ακόμη δεν έχει επενδυτική βαθμολογία.
Η δυνατότητα λοιπόν για έξοδο στις αγορές προκειμένου να αντληθεί ρευστότητα που θα χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές δαπάνες, το επόμενο χρονικό διάστημα, μάλλον κρίνεται εξαιρετικά επισφαλής και περιορισμένη.
Κατά συνέπεια για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κρίση, οι μοναδικές πηγές χρηματοδότησης των ελλειμμάτων θα μπορεί να είναι οι φορολογικές υπερβάσεις, αλλά και τα ταμειακά διαθέσιμα, που αυτή την στιγμή, σύμφωνα με τα όσα έχει πει πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών ανέρχεται σε 38 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές βέβαια ότι στο τέλος του έτους, το νούμερο αυτό θα έχει υποχωρήσει αισθητά, αλλά ωστόσο θα παραμένει σε ένα άξιο λόγου επίπεδο.
Το μεγάλο όπλο της χώρας το διάστημα της κρίσης είναι, εκτός από τα ταμειακά διαθέσιμα οι σχετικά μικρές χρηματοδοτικές ανάγκες που κινούνται για τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην περιοχή των 7 έως και 8 δισ. ευρώ ετησίως.
Στο υπουργείο Οικονομικών δεν θέλουν να αποκοπούν από τις αγορές, αλλά ούτε και να κάνουν τώρα μία κίνηση, που υπό τις παρούσες συνθήκες θα μπορούσε να δώσει ένα επιτόκιο για άντληση κεφαλαίων με 10ετές ομόλογο στα επίπεδα του 5,5%.
Εκτιμούν πάντως ότι ίσως να μπορέσουν να προχωρήσουν σε έξοδο στις αγορές το πρώτο 3μηνο του 2023 και εφόσον βέβαια το επιτόκιο για το 10ετές θα ήταν στα επίπεδα του 3% έως και 3,5% κατ’ ανώτερο.
Αυτό βέβαια κανείς δεν μπορεί να το θεωρήσει ως δεδομένο και για αυτό το λόγο αναζητούνται και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία, που ναι μεν θα διατηρήσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο την επικοινωνία της χώρας με τις αγορές, αλλά ταυτόχρονα δεν θα διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
Μία δύσκολη άσκηση, οποία όπως αναφέρουν αναλυτές, είναι για εξαιρετικά δυνατούς λύτες.'